Αν ξαναθυμηθούμε την εξίσωση της «δυναμικής του Χρέους», θα διαπιστώσουμε ότι ουσιαστικά αφορά την εξέλιξη ενός απλού κλάσματος: του λόγου Χρέους προς ΑΕΠ.
Στον αριθμητή υπάρχει το Χρέος που, επί πλέον, πολλαπλασιάζεται με το επιτόκιο, για να συμπεριλάβουμε και τους τόκους κάθε χρόνου.
Και στον αριθμητή αθροίζεται ακόμα το πρωτογενές έλλειμμα: Δηλαδή πόσο χρειάζεται να δανειστεί το κράτος, πέρα από τους τόκους, για να πληρώσει τα τρέχοντα έξοδά του.
Αν το κράτος καλύπτει πλήρως τα πρωτογενή έσοδά του, τότε το Χρέος αυξάνεται μόνο με το ποσό που πρέπει να δανειστεί για να αποπληρώσει τους τόκους κάθε χρονιάς.
Αν το κράτος βγάζει και πρωτογενή πλεονάσματα, δηλαδή...
καλύπτει πλήρως τα έξοδά του κι ένα μέρος των τόκων, τότε χρειάζεται να αυξηθεί το Χρέος κάθε χρονιάς μόνο για να πληρωθεί το υπόλοιπο των τόκων.
Κι αν το κράτος καλύπτει και τους τόκους, τότε μηδενίζεται και το δημοσιονομικό έλλειμμα, οπότε το Χρέος δεν αυξάνεται ως απόλυτο νούμερο.
Αν υπάρχει και δημοσιονομικό πλεόνασμα, δηλαδή καλύπτεται το σύνολο των δαπανών του κράτους – καλύπτονται και οι τόκοι και υπάρχει «περίσσευμα» – τότε το Χρέος μειώνεται σε απόλυτους αριθμούς.
Στον παρανομαστή υπάρχει μόνο το ΑΕΠ προσαυξημένο κατά το ρυθμό ανάπτυξης και τον πληθωρισμό. Μ’ άλλα λόγια αν υπάρχει μακροχρόνιος ρυθμός Ανάπτυξης ας πούμε 3% και πληθωρισμός 2%, τότε ο παρανομαστής αυξάνεται κατά 5% κάθε χρόνο.
Ας δούμε, λοιπόν, τι συμβαίνει, όταν το ονομαστικό ΑΕΠ αυξάνεται ονομαστικά κατά (3+2=)5%: Αν το Χρέος έχει επιτόκιο 4,4 και είναι μιάμιση φορά το ΑΕΠ, είναι προφανές ότι το χρέος θα αυξάνεται από τους τόκους κατά 6,6% το χρόνο (ως ποσοστό του ΑΕΠ). Και για να μείνει στάσιμο ως ποσοστό του ΑΕΠ, χρειάζεται πρωτογενές πλεόνασμα (αρνητικό έλλειμμα) τουλάχιστο 1,6%.
Όμως όταν έχεις τόσο υψηλό (και μη βιώσιμο) δανεισμό, δεν αρκεί να μείνει στάσιμο το κλάσμα Χρέους προς ΑΕΠ.
Έτσι, λοιπόν, για να μειώνεται σταθερά το Χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, δεν αρκεί αυτό το πρωτογενές πλεόνασμα, χρειάζεται πολύ περισσότερο:
Για να μειωθεί ας πούμε, το Χρέος κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, τότε το πρωτογενές πλεόνασμα πρέπει να είναι τουλάχιστον άλλο 5%, δηλαδή 1,6+5=6,6%.
Αλλά αυτό είναι, όπως είδαμε, το σύνολο των τόκων που πληρώνουμε για το Χρέος μας ως ποσοστό του ΑΕΠ (αφού το Χρέος μας είναι μιάμιση φορά το ΑΕΠ και για να βρούμε τους ετήσιους τόκους το πολλαπλασιάζουμε επί το επιτόκιο 4,4%.)
Συνεπώς, αν πρόκειται να μειώσουμε το χρέος όσο απαιτεί η Ευρώπη και η πρόσφατη Συμφωνία για τη «νέα Οικονομική Διακυβέρνηση», τότε πρέπει κάθε χρόνο το κράτος να καλύπτει το σύνολο των δαπανών του ΚΑΙ το σύνολο των τόκων του.
Δηλαδή χρειάζεται μηδενικό ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ (όχι απλώς πρωτογενές) έλλειμμα!
Εξ ου και η ανάγκη μηδενισμού του ελλείμματος το συντομότερο δυνατό!
Ο Σαμαράς, είχε διαβλέψει ότι η Ευρώπη θα επιβάλει στην Ελλάδα να πιάσει το στόχο Χρέους προς ΑΕΠ 60% μέσα σε μιαν 20ετια, πράγμα που συνέβη λίγους μήνες αργότερα…
Αλλά ακόμα κι αν αυτό δεν το προέβλεπε η νέα Συμφωνία «Οικονομικής Διακυβέρνησης» το απαιτεί η ίδια η ανάγκη να απαλλαγεί η χώρα από το «βραχνά» του Μνημονίου.
Και στα πρώτα βήματα τουλάχιστον, να μειώσει το Χρέος της δραστικά (όχι απλώς να το συγκρατήσει), για να το καταστήσει ξανά «βιώσιμο» και να μπορέσει να βγει στις αγορές να δανειστεί. Δηλαδή να απαλλαγεί από την ανάγκη του Μηχανισμού Στήριξης (και πάσης φύσεως Μνημόνιων).
Συμπέρασμα (όλων των προηγουμένων):
Πρώτον, από την πλευρά του δανειολήπτη, μια χώρα με κρίση χρέους δεν μπορεί να αλλάξει άμεσα το συνολικό της Χρέος, ούτε το λόγο Χρέους προς ΑΕΠ.
Δεν μπορεί ούτε να αλλάξει το (μέσο-σταθμικό) επιτόκιο δανεισμού της.
Μπορεί, όμως, να αλλάξει τρία πράγματα:
– Το πρωτογενές της έλλειμμα – ή δυνατόν να το κάνει πλεόνασμα.
– Και τους οικονομικούς ρυθμούς Ανάπτυξής της
Παράλληλα, αν αξιοποιήσει την ακίνητη περιουσία της, θα μπορέσει να μειώσει άμεσα το Χρέος της, αλλά αυτό χρειάζεται κάποιο χρόνο, ευνοϊκό επενδυτικό κλίμα και – κυρίως – να έχει προηγηθεί Ανάκαμψη της Οικονομίας της.
Δεύτερον, αν καταφέρει να μειώσει το έλλειμμα δραστικά και να το μετατρέψει σε πλεόνασμα, φρενάρει την αύξηση το Χρέους.
Αν έχει ανακάμψει και επιτύχει υψηλούς ρυθμούς Ανάπτυξης, τότε το Χρέος φρενάρει σε απόλυτους αριθμούς, αλλά αρχίζει να μειώνεται σε ποσοστό του ΑΕΠ.
Κι αν καταφέρει να μειώσει και το χρέος στη συνέχεια, με αξιοποίηση περιουσίας, δείχνει σημαντική «πρόοδο» στις αγορές.
Επειδή οι αγορές, τιμολογούν όχι μόνο τα «απόλυτα επίπεδα», αλλά και την «τάση» μιας οικονομίας, μπορούν να δανείσουν ευκολότερα μια χώρα που έχει υψηλό δανεισμό, αλλά δείχνει μεγάλη βελτίωση, παρά μια χώρα με χαμηλότερη δανεισμό, αλλά και σοβαρή επιδείνωση.
Έτσι, αν μια χώρα δείξει σημαντική βελτίωση, δηλαδή:
– σημαντικούς ρυθμούς Ανάκαμψης
– με πλεονάσματα για δύο τουλάχιστον χρόνια
– και κάποια μείωση του χρέους σε απόλυτα νούμερα (που σημαίνει πολύ μεγαλύτερη ως ποσοστό του ΑΕΠ)
τότε μπορεί να δοκιμάσει να βγει στις αγορές.
Στην αρχή για μέρος των ετήσιων αναγκών της και λίγο αργότερα για το σύνολο των δανειακών αναγκών της.
Οπότε δεν χρειάζεται πια το Μηχανισμό Στήριξης!
Το σημαντικό, λοιπόν, είναι πρώτα να δείξει βελτίωση κάποια διάρκειας (Ανάκαμψη και πλεονάσματα) κι ύστερα να πάει να διαπραγματευθεί καλύτερα επιτόκια.
Αυτή είναι η βέλτιστη στρατηγική από πλευράς δανειολήπτη:
Πρώτα δείχνει ότι στέκεται στα πόδια του, κι ύστερα βγαίνει στις αγορές και βελτιώνει (περαιτέρω) τους όρους δανεισμού του.
– Όλοι θέλουν να επενδύσουν σε success story.
– Κανείς δεν θέλει να επενδύσει σε loosers ή big time failures.
Κι αυτό είναι, ίσως, το πιο σημαντικό:
Μια χώρα δεν μπορεί να αλλάξει εύκολα και γρήγορα το επίπεδο (υπερδανεισμού) στο οποίο βρίσκεται…
Μπορεί, όμως, να αλλάξει την τάση με την οποία κινείται:
προς την επιδείνωση, στην απόλυτη «βουτιά» προς την Άβυσσο, ή
προς την σωτηρία και την Ανάκαμψη.
Αν επιτύχει το δεύτερο, αν δείξει ότι απομακρύνεται από την Άβυσσο, η διαπραγματευτική της θέση βελτιώνεται, παρά το γεγονός ότι «θέση» της παραμένει δύσκολη.
Η «Τάση» μετράει περισσότερο από τη «Θέση».
(ή σε μαθηματική ορολογία: η «πρώτη παράγωγος» της συνάρτησης είναι πιο σημαντική από την ίδια τη συνάρτηση. Αυτό ανακάλυψε πρώτος ο Νεύτωνας για της Φυσική. Και οι Οικονομολόγοι στα τέλη του 19ου αιώνα, οι Χρηματιστές – όσοι επέζησαν μετά την Καταστροφή του 1929 – και τα δυναμικά μοντέλα της Οικονομίας μετά την δεκαετία του 1950).
Η Ιστορία είναι γεμάτη από χώρες που βυθίστηκαν στο Ναδίρ κι ύστερα, παρά τις Κασσανδρικές προβλέψεις, επανήλθαν ισχυρότερες και υγιέστερες με ιλιγγιώδη ποσοστά ανάπτυξης για χρόνια.
Αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Αλλά έχει συμβεί πολλές φορές…
Γι’ αυτό και προτεραιότητα από Ελληνικής πλευράς είναι η Ανάκαμψη, δηλαδή «η αλλαγή της τάσης»: από την Ύφεση διαρκείας στην Μακροχρόνια Ανάπτυξη.
Αν αυτό το επιτύχουμε, όλα τα άλλα γίνονται. Όχι εύκολα, αλλά γίνονται…
Αν δεν το επιτύχουμε αυτό, ό,τι «βελτιώσεις» κι αν μας προσφέρουν, θα συνεχίσουμε να βουλιάζουμε.
Η Ανάκαμψη είναι άμεση προτεραιότητα.
Και η Επανεκκίνηση είναι προϋπόθεση, πια, για να υπάρξει Ανάκαμψη.
Και η Επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου (και του Μεσοπρόθεσμου) είναι προϋπόθεση για να υπάρξει Επανεκκίνηση.
Γιατί μέχρι τώρα την Ανάκαμψη που θέλουμε και μπορούμε να πετύχουμε μας την εμποδίζουν (για την ακρίβεια μας την απαγορεύουν) αυτοί που υποτίθεται θέλουν να μας… «σώσουν».
Γι αυτό και το πρόβλημα δεν είναι πια Οικονομικό, αλλά Πολιτικό.
Δεν είναι απλώς πρόβλημα διαχείρισης του χρέους, αλλά Πρόβλημα αλλαγής της Οικονομικής Πολιτικής.
Για να λυθεί, δεν αρκεί να διασφαλιστούν τα συμφέροντα των δανειστών, αλλά να ορθοποδήσει και δανειολήπτης.
Κι αυτό γίνεται κεντρικό πρόβλημα: όχι μόνο της Ελλάδας. Και των δανειστών της…
Αλλά πρωτίστως της Ελλάδας.
Τα συμφέροντα της οποίας έμειναν ανεκπροσώπητα! Από μια κυβέρνηση που σκεφτόταν μόνο ως «εντολοδόχος των δανειστών»…
Και γι’ αυτό δεν εξυπηρετεί κανένα πια η διατήρησή της…
Τηλέμαχος
Antinews Σχετικά άρθρα:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου