Το αν θα μπορέσεις να εξυπηρετήσεις ένα χρέος, εξαρτάται κυρίως από τέσσερα πράγματα:
– πόσο χρωστάς συνολικά ως ποσοστό του ετήσιου εισοδήματός σου (λόγος Χρέους προς ΑΕΠ για την περίπτωση του κρατικού δανεισμού μιας χώρας),
– με τι επιτόκιο αποπληρώνεις το χρέος σου
– τι ποσοστό αύξησης του εισοδήματός σου έχεις κάθε χρόνο (ρυθμός Ανάπτυξης για την περίπτωση μιας εθνικής οικονομίας)
– και τι πρωτογενές έλλειμμα ή πλεόνασμα έχεις κάθε χρόνο. Δηλαδή το έλλειμμα από την τρέχουσα διαχείριση του κράτους, πριν πληρώσεις του τόκους. Κατά μέσον όρο πολλών ετών…
Αυτό το «πρωτογενές έλλειμμα (ή πλεόνασμα) δείχνει το ρυθμό με τον οποίο το χρέος σου αυξάνεται (ή μειώνεται)…
Γενικά, το επιτόκιο και το πρωτογενές έλλειμμα αυξάνουν τον αριθμητή (Συνολικό Χρέος), ενώ το ποσοστό ανάπτυξης αυξάνει τον παρανομαστή (ΑΕΠ) του λόγου (δηλαδή του κλάσματος) Χρέους προς ΑΕΠ.
Ας ξεκινήσουμε με ένα απλουστευτικό παράδειγμα: Αν το Χρέος σου είναι όσο το ΑΕΠ σου (λόγος Χρέους προς ΑΕΠ=1), τότε τα μαθηματικά είναι πολύ απλά: σε αυτή την περίπτωση, αν το επιτόκιο που πληρώνεις για το χρέος συν το πρωτογενές έλλειμμα (όλα αυτά στον αριθμητή) αθροίζουν όσο ο ρυθμός Ανάπτυξης (στον παρανομαστή), τότε αριθμητής και παρανομαστής αυξάνονται ακριβώς το ίδιο, και το κλάσμα (ο λόγος: Χρέος προς ΑΕΠ) μένει στάσιμο.
Για παράδειγμα, αν έχεις επιτόκιο 2,5% και πρωτογενές έλλειμμα 2,5%, τότε με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 5%, ο λόγος Χρέους προς ΑΕΠ παραμένει στάσιμος.
Αυτά, βέβαια, ισχύουν αν στην «αφετηρία το Χρέος είναι ίσο προς το ΑΕΠ.
Όμως, συνήθως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά: το Χρέος είναι διαφορετικό από το ΑΕΠ: μεγαλύτερο ή μικρότερο…
Κι έτσι στην πραγματικότητα, επειδή όλα υπολογίζονται ως ποσοστά του ΑΕΠ, ο αριθμητής αυξάνεται με ρυθμό ίσο προς το Χρέος προς ΑΕΠ επί το επιτόκιο συν το ετήσιο έλλειμμα. Δηλαδή ο αριθμητής αυξάνεται με ρυθμό:
(Χρέος/ΑΕΠ) x Επιτόκιο + Πρωτογενές Έλλειμμα/ΑΕΠ
[Ο παρανομαστής αυξάνεται πάντα ως ποσοστό του ΑΕΠ και δεν μας δημιουργεί πρόβλημα].
– Αν, λοιπόν, το Χρέος είναι μικρότερο – ας πούμε 60% του ΑΕΠ – τότε με το ίδιο ετήσιο πρωτογενές έλλειμμα, δεν χρειάζεται 5% ρυθμός ετήσιας Ανάπτυξης, αρκεί και 4% για να μείνει σταθερός ο λόγος (2,5×0,6+2,5=4).
– Αν αντίθετα το Χρέος είναι μεγαλύτερο από το ΑΕΠ – ας πούμε είναι 1,4 φορές το ΑΕΠ – τότε με το ίδιο ετήσιο έλλειμμα απαιτείται 6% ρυθμός ετήσιας Ανάπτυξης (2,5x,4+2,5=6)
Μια παρατήρηση: Να σημειωθεί ότι εδώ έχουμε απαλείψει εντελώς τον πληθωρισμό. Δηλαδή υποθέσαμε «μηδενικό πληθωρισμό».
Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο πληθωρισμός ο οποίος σχεδόν πάντα είναι θετικός, λειτουργεί υπέρ του δανειολήπτη και εναντίον του δανειστή.
Το «επιτόκιο» στον αριθμητή είναι το «ονομαστικό».
Αντίθετα ο ρυθμός Ανάπτυξης που χρησιμοποιήσαμε ως τώρα στον παρανομαστή είναι «πραγματικός».
Οπότε, για να μετατρέψουμε και τον παρανομαστή σε «ονομαστικό μέγεθος» συγκρίσιμο με τον αριθμητή, προσθέτουμε το ρυθμό του πληθωρισμού.
Όταν όμως παίρνουμε στο παρανομαστή τον ονομαστικό ρυθμό ανάπτυξης, αυτό σημαίνει ότι ο πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ είναι μικρότερος (αφού αφαιρούμε τον πληθωρισμό).
Κι έτσι, αν ο πληθωρισμός είναι υψηλός χρειαζόμαστε στην πραγματικότητα μικρότερο ρυθμό ανάπτυξης, για να διατηρήσουμε ή να βελτιώσουμε το λόγο Χρέους προς ΑΕΠ.
Αυτό είναι σημαντικό όταν μια χώρα έχει δικό της νόμισμα και το χρέος της είναι «εσωτερικό». Τότε, αν τα πράγματα «πάνε άσχημα» και δυσκολεύεται να αποπληρώσει το χρέος της, μπορεί πάντα να δημιουργήσει μεγαλύτερο πληθωρισμό (αυξάνοντας το ρυθμό αύξησης της προσφοράς χρήματος) κι έτσι να «απαξιώσει» μόνη της ένα μέρος του χρέους της σε πραγματικούς όρους.
Οπότε θα χρειαστεί μικρότερους ρυθμούς ανάπτυξης για να εξυπηρετήσει το υπόλοιπο.
Όμως στη δική μας περίπτωση, ανήκουμε σε νομισματική Ένωση, δεν έχουμε δικό μας νόμισμα, το χρέος μας είναι στο μεγαλύτερο μέρος του «εξωτερικό» και οι κύριοι δανειστές μας ελέγχουν την προσφορά χρήματος.
Οπότε αυτό το «κόλπο» δεν μας σώζει. Δηλαδή δεν μπορούμε να επωφεληθούμε από την «πληθωριστική απαξίωση» (μέρους) του Χρέους.
Για τη συνέχεια, λοιπόν, υποθέτουμε ένα μέσο μακροχρόνιο πληθωρισμό 2% (όσο υποθέτει και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα). Πράγμα που σημαίνει ότι – με όλες τις άλλες μεταβλητές που υποθέσαμε ως τώρα ίδιες – το ποσοστό ανάπτυξης που χρειάζεται για να διατηρηθεί ο λόγος Χρέους προς ΑΕΠ είναι 2% μικρότερο (όσο και ο μόνιμος πληθωρισμός) απ’ ό,τι είχαμε βρει νωρίτερα.
Αρα, μια χώρα με λόγο Χρέους προς ΑΕΠ 0,6 χρειάζεται (4-2=) 2% αύξηση ετησίως για να μείνει στα ίδια επίπεδα, ενώ μια χώρα με λόγο Χρέους προς ΑΕΠ 1,4 χρειάζεται (6-2=) 4% για να μείνει στα ίδια επίπεδα (και περισσότερο για να το μειώσει).
Μια δεύτερη παρατήρηση: Χώρες με χαμηλό Χρέος (ως προς το ΑΕΠ τους) και με χαμηλά διαχρονικά ελλείμματα, δανείζονται πιο φθηνά από ό,τι χώρες με υψηλό δανεισμό και υψηλά διαχρονικά ελλείμματα.
Αυτό συμβαίνει γιατί οι δανειστές θεωρούν τις δεύτερες πιο «επίφοβες» να χρεοκοπήσουν και γι’ αυτό τους δανείζουν με υψηλότερο επιτόκιο.
Έτσι, στην πραγματικότητα χώρες με υψηλό λόγο χρέους προς ΑΕΠ έχουν και υψηλότερο επιτόκιο. Και γι’ αυτό χρειάζονται ακόμα πιο μικρά ελλείμματα (ή πιο μεγάλα πλεονάσματα) ή/και ακόμα πιο υψηλό ρυθμό μακροχρόνιας ανάπτυξης για να επιτύχουν μείωση του χρέους τους σε πιο «βιώσιμα» επίπεδα.
Για να κάνουμε, λοιπόν, το παράδειγμά μας ακόμα πιο ρεαλιστικό:
– Μια χώρα με χαμηλό λόγο χρέους προς ΑΕΠ (0,6) και πρωτογενές έλλειμμα 2% μπορεί να βρει επιτόκιο 2,5%. Οπότε, αν υποθέσουμε μέσο πληθωρισμό στην Ευρώπη 2, για να διατηρήσει το χαμηλό της χρέος της αρκεί ένας ονομαστικός ρυθμός ανάπτυξης: (0,6×2,5+2=) 3,5%. Αν ο πληθωρισμός της Ευρώπης είναι 2% τότε ο πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης που χρειάζεται είναι (3,5-2=) 1,5%.
Δηλαδή της αρκεί ένας «χαλαρός» ρυθμός Ανάπτυξης 1,5% για να παραμείνει σε πολύ χαμηλά επίπεδα χρέους προς ΑΕΠ.
– Αντίθετα μια χώρα με υψηλό λόγο Χρέους προς ΑΕΠ υψηλό, ας πούμε 1,4% τότε είναι πιθανό να βρει επιτόκιο δανεισμού πιο κοντά στο 5%. Κι αν το έλλειμμά της είναι 3% ετησίως, τότε για να διατηρήσει, έστω, το υψηλό Χρέος της και να μη της ανέβει κι άλλο ως ποσοστό του ΑΕΠ της, χρειάζεται ονομαστικό ρυθμό Ανάπτυξης (1,4×5+3=) 10%. Κι αν ο πληθωρισμός στην Ευρώπη είναι (για όλους) 2%, ο πραγματικός ρυθμός Ανάπτυξής που χρειάζεται κατ’ ελάχιστον η «υπερχρεωμένη» αυτή χώρα είναι (10-2=) 8%!
Ακόμα και με τον πολύ υψηλό αναπτυξιακό ρυθμό 8%, η χώρα αυτή μόλις και μετά βίας καταφέρνει να διατηρήσει το χρέος της ως ποσοστό του ΑΕΠ, ώστε να μη ανέβει κι άλλο. Κι αν θέλει να μειώσει το λόγο Χρέους προς ΑΕΠ, πρέπει να πιάσει ρυθμούς ανάπτυξης ακόμα πιο υψηλούς από το 8%!
Βγαίνουν, λοιπόν, τρία συμπεράσματα:
* Πρώτον, η βιωσιμότητα του Χρέους – δηλαδή το αν μειώνεται μένει στάσιμο ή αυξάνεται – εξαρτάται καθοριστικά από το λόγο Χρέους προς ΑΕΠ. Εξαρτάται ακόμα από το επιτόκιο, το πρωτογενές έλλειμμα και το ρυθμό ανάπτυξης.
* Δεύτερον, για να είναι «βιώσιμο το χρέος» πρέπει να μειώνεται (ή έστω να μένει στάσιμο, αν στην αρχή είναι σχετικά χαμηλό, δηλαδή μικρότερο από το ΑΕΠ).
* Τρίτον, όσο μεγαλύτερο είναι το Χρέος προς το ΑΕΠ, κι όσο υψηλότερο είναι το επιτόκιο και το μακροχρόνιο πρωτογενές έλλειμμα, τόσο υψηλότερο πρέπει να είναι το ποσοστό Ανάπτυξης που χρειάζεται για να μείνει στάσιμο ή πολύ περισσότερο για να μειωθεί το Χρέος (ως ποσοστό του ΑΕΠ), δηλαδή για να γίνει και να παραμείνει «βιώσιμο» το χρέος.
Ποια είναι τα «όρια βιωσιμότητας» του Χρέους μιας χώρας
Η βιωσιμότητα του Χρέους, λοιπόν, εξαρτάται, κατ’ αρχήν, από τον αρχικό λόγο χρέους προς ΑΕΠ.
Πόσο είναι το όριο του λόγου αυτού, κάτω από το οποίο το χρέος θεωρείται «βιώσιμο» και πάνω «μη βιώσιμο»;
Εδώ γίνονται συνήθως οι εξής υποθέσεις:
– Ότι μια χώρα αναπτυγμένη (της Ευρωζώνης) μπορεί μακροχρόνια να πιάσει ρυθμούς γύρω στο 3%, όχι παραπάνω (κάποιες χρονιές θα το ξεπερνά, αλλά κάποιες χρονιές θα υπολείπεται)
– Ότι στην καλύτερη περίπτωση μπορεί, με μια αυστηρή δημοσιονομική πολιτική, να καλύπτει τις τρέχουσες δαπάνες της και να δανείζεται μόνο για τους τόκους της. Άρα τα πρωτογενή της ελλείμματα θα είναι μακροχρόνια μηδενικά.
– Ότι το επιτόκιο μιας χώρας με υψηλό λόγο Χρέους προς ΑΕΠ δεν μπορεί να είναι κάτω από 3,75% (όταν για μια πολύ πιο αξιόπιστη χώρα είναι γύρω στο 2,5% – δηλαδή έχει συνήθως spread 125 μονάδες βάσης τουλάχιστον).
– Και τέλος η μόνιμη υπόθεση που κάνουμε ως τώρα για τον πληθωρισμό: ότι παραμένει μακροχρόνια γύρω στο 2%, όσο τον ορίζει η πολιτική της ΕΚΤ.
Τότε το όριο του λόγου Χρέους προς ΑΕΠ για να μπορεί να διατηρηθεί είναι
(3+2-0)/3,75=1,33
Και για να μπορεί μακροχρόνια να μειώνεται πρέπει να είναι όχι παραπάνω από 1,3. Και θα χρειαστούν και κάποιες αποκρατικοποιήσεις (τα έσοδα από τις οποίες θα πάνε απευθείας στην μείωση του χρέους), για να μπορεί να «πείσει» τις αγορές ότι θα γίνει πραγματικά βιώσιμο το χρέος.
Στο επόμενο σημείωμά μας θα δούμε ότι το Χρέος της Ελλάδας ήταν «βιώσιμο» πριν μπει στο Μνημόνιο. Έγινε Μη βιώσιμο (με τα συμβατικά μέτρα που ορίσαμε πιο πάνω), στο διάστημα εφαρμογής της Πολιτικής του Μνημονίου. Στην πραγματικότητα κατέστη ανεξέλεγκτο και παραμένει ανεξέλεγκτο παρά τις βελτιώσεις. Ακόμα και το τελευταίο – μικρό – «κούρεμα».
Τηλέμαχος
Antinews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου