«…Μήπως ὅ,τι θαρροῦμε βασίλεμα
γλυκοχάραμ᾽ αὐγῆς εἶναι πέρα
κι ἀντί νά ῤθει μιά νύχτα ἀξημέρωτη
ξημερώνει μιά ἀβράδιαστη μέρα;
Μήπως εἶν᾽ ἡ ἀλήθεια στό θάνατο
κι ἡ ζωή μήπως κρύβει τήν πλάνη;
Ὅ,τι λέμε πώς ζεῖ μήπως πέθανε
κι εἶν᾽ ἀθάνατο ὅ,τι ἔχει πεθάνει;»
Σέ μιά τελετουργία ἱερή, στή σημερινή ἱερουργία τῆς κηδείας τοῦ ἀδελφοῦ μας Κωνσταντίνου, τήν ἔντονα φορτισμένη, ξεκίνησα, ἀδελφοί μου, μέ μιά ἀποτίμηση τοῦ θανάτου ὅπως τήν ἀποτύπωσε τόσο λυρικά, τόσο ποιητικά, μά καί τόσο φιλοσοφημένα καί θεολογικά ὁ ποιητής μας Γεώργιος Δροσίνης.
Πενθοῦμε καί συνομολογοῦμε σήμερα τήν ἀποστέρηση τοῦ εὐλογημένου ἀνθρώπου μας, τοῦ μακαριστοῦ Κωνσταντίνου Ἀποστολίδη,
τοῦ ἀγαπημένου σας οἰκογενειάρχη, τοῦ ἐκλεκτοῦ ἀνθρώπου... καί φίλου,
τοῦ εὐφυέστατου καί πολυδημιουργικοῦ ἐπιστήμονα, τοῦ εὐπροσήγορου, τοῦ ἁπλοῦ καί εὐεργετικοῦ.
Ὁ προπεμπόμενος ἀδελφός μας ἦταν σπουδαῖος καθ᾽ ἑαυτόν (σάν ἄνθρωπος καί οἰκογενειάρχης καί μεγάλος ἐπιχειρηματίας), ἀλλά ἦταν σπουδαῖος καί μεγάλος εὐεργέτης πολλῶν, πάρα πολλῶν.
Ἔφτιαξε, ἔδωσε ὄνομα σέ ἐπιχειρήσεις, σέ δημιουργίες θέσεων ἐργασίας, σέ οἰκονομικό ζωντάνεμα τόσων καί τόσων ἀνθρώπων, τόσων οἰκογενειῶν σέ Ἀθήνα καί Δράμα καί ἐκτός Ἑλλάδος.
Μερίμνησε καί προχώρησε σέ μεγάλες ἐπιδοτήσεις τῆς κοινωνικῆς ζωῆς στήν ἰδιαίτερή του πατρίδα, τήν πολύπαθη Δράμα: στήν ἀνακατασκευή τοῦ Κολυμβητηρίου, στόν σχεδιασμό ἀνάπλασης τοῦ ἱστορικοῦ κέντρου τῆς πόλης μας, στήν ἀνακαίνιση σχολείων (ὅπως τό Α’ Γυμνάσιο καί τό Α’ Λύκειο), σέ ἀνακαινίσεις Ἐκκλησιῶν καί προσφορές σέ Μοναστήρια, σέ ὑποστήριξη γενικά τῆς κοινωνίας καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Δράμας.
Θυμίζει τούς εὐεργέτες τοῦ Γένους μας, οἱ ὁποῖοι ξενιτεύονταν ἀπό τόν τόπο γέννησής τους, προόδευαν καί στή συνέχεια ἐπέστρεφαν στἠν ἰδιαίτερη πατρίδα γιά νά τήν εὐεργετήσουν.
«Τά ἔργα αὐτοῦ μένει».
Μένει «ἡ ἐργασία τῆς ζωῆς» του, ὁ τρόπος πού ζοῦσε καί χαιρόταν τά δῶρα τοῦ Θεοῦ, γενόμενος κι ὀ ἴδιος ἕνα πολύτιμο καί πανέμορφο ἀνθρώπινο «δῶρο τοῦ Θεοῦ» σέ τόσους ἄλλους εὐεργετημένους, ὅπως ἀνέφερα.
Κι αὐτό μᾶς παραπέμπει σέ κάτι ἀκόμη πιό σπουδαῖο: ὅτι εἴμαστε οἱ ζωντανές εἰκόνες Ἐκείνου πού μᾶς δημιούργησε.
Γι᾽ αὐτό καί δημιουργοῦμε, ἀγαπᾶμε καί ἀγαπώμεθα, προσφέρουμε καί εὐεργετοῦμε. Αὐτό πού λέμε «ἀνθρωπιά», «λαχτάρα νά γίνουμε καί νά λάβουμε ἀνθρωπιά», αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἡ δημιουργημένη ἀξία μας.
Ὅλη αὐτή ἡ δημιουργική ὀμορφιά καί ἡ δημιουργική ἀξιοσύνη τοῦ μακαριστοῦ ἀδελφοῦ μας Κωνσταντίνου μᾶς παραπέμπει στό Χριστό… Καί τό ἔνιωθε πολύ καλά κι ὁ ἴδιος. Τό χαιρόταν πολύ βαθιά. Τό τιμοῦσε τόσο ἀληθινά!
Θά μοῦ πεῖτε πῶς;
Ζοῦσε δημιουργώντας, τιμώντας, προσφέροντας, ἀγαπώντας, φτιάχνοντας ἐλπίδες γιά τόσους καί τόσους…
…κι ὁ ἴδιος;
χαιρόταν μέσα σ᾽ αὐτήν τήν εὐλογία, τήν χαιρόταν μέ μιά ἁπλότητα καί ταπεινότητα. Ἐρχόταν στή Δράμα καί ἐκκλησιαζόταν, χωρίς νά θέλει νά φαίνεται, ἀποφεύγοντας τιμές καί μεγαλεῖα.
Ἐκκλησιαζόταν σάν ἕνας ἁπλός χριστιανός. Ζοῦσε τό μυστήριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς μετοχῆς στό Χριστό, σάν ὅλους τούς ἄλλους!
Καί αὐτός ὁ ἐκκλησιασμός, ὅπως καί σέ κάθε ἄνθρωπο, ἀποτελεῖ τό ξεκίνημα τῆς Ἀναστάσεως.
Γιά μᾶς δέν ὑπάρχει πλέον θάνατος. «Ἠλευθέρωσεν ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος. Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ῞ᾼδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς ―τῆς αἰωνίου― ἀπαρχήν. [Ὁπότε, γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς] καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον· τόν μόνον εὐλογητόν τῶν Πατέρων Θεόν καί ὐπερένδοξον».
Στή δική Του αἰώνια καί ἄφθαρτη εὐρυχωρία ἐκεῖ σέ προπέμπουμε μέ ἀγαθές βεβαιότητες καί ἀγαθές ἐλπίδες, μακαριστέ Κωνσταντίνε, προσφιλέστατε τῶν οἰκείων σου, προσφιλέστατε τῶν φίλων καί τῶν συνεργατῶν καί τόσων ἐργαζομένων, στούς ὁποίους εὐχόμαστε την ἄνωθεν παρηγοριά, προσφιλέστατε μεγάλε εὐεργέτη τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας σου.
Ὁ Κύριος νά σοῦ χαρίσει αὐτήν τήν αἰώνια καί ἄλυπη ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου