Μία χαρακτηριστική επίπτωση της βίας στα θύματά της είναι η ανάπτυξη μια επίκτητης αίσθησης αβοήθητου (learned helplessness).
Με άλλα λόγια, το βίωμα και σταδιακά η πεποίθηση ότι το
θύμα θα υποστεί την επίθεση ανεξάρτητα από τις δικές του πράξεις, ότι
δηλαδή δεν έχει έλεγχο πάνω στην σωματική και ψυχική του ακεραιότητα και
ασφάλεια.
Στις κακοποιημένες γυναίκες, για
παράδειγμα, αρχικά υπάρχει η πίστη ότι εκείνες κάνουν κάτι λάθος και
ότι, αν είναι «σωστές», θα αποφύγουν τις επιθέσεις....
Σύντομα όμως
συνειδητοποιούν ότι πάντα κάτι θα φταίει και ποτέ δεν θα είναι σίγουρες
ότι θα αποφύγουν τον ξυλοδαρμό.
Με την πάροδο του χρόνου οι γυναίκες, αν
φυσικά παραμείνουν στην κακοποιητική σχέση, παθητικοποιούνται, δεν
προσπαθούν πια και βυθίζονται σε βαθιά θλίψη, αναπτύσσουν ψυχοσωματικά
νοσήματα, φοβίες και κρίσεις πανικού, αποτέλεσμα της ίδιας της βίας αλλά
και του πολύ ισχυρού τραύματος που προκύπτει από την απώλεια ελέγχου
πάνω στη ζωή τους.
Αυτός
ο μηχανισμός ενεργοποιείται σε πολλούς ανθρώπους εν μέσω της
οικονομικής κρίσης και εξαιτίας των μέτρων, τα οποία βυθίζουν μεγάλα
κομμάτια του πληθυσμού στην ανεργία, στην ανέχεια και στην αβεβαιότητα
μέσα από μια διαδικασία σοκ.
Ένας νέος άνθρωπος, λοιπόν, έχει μάθει,
αφενός, ότι με τον κόπο και την επιμονή του θα εξελιχθεί και, αφετέρου,
ότι δεν απειλούνται οι βασικές του ανάγκες (θα έχει τροφή, στέγη,
συγκοινωνίες, περίθαλψη και σχολείο), αλλά και οι βασικές του
ελευθερίες, με την έννοια ότι ζει σε μία αστική δημοκρατία, όπου η
καταστολή ασκείται «λελογισμένα».
Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κάθε
βεβαιότητα καταρρέει και ο ίδιος βρίσκεται καθημερινά εκτεθειμένος σε
κάθε μορφής βία: Το να αναζητήσει εργασία με ταπεινωτικούς όρους, το να
ανταγωνιστεί με τους συναδέλφους του για αυτή την εργασία, το να μην
υπάρχουν δάσκαλοι και βιβλία για το παιδί του, την αυξημένη βία που
αναπτύσσεται μεταξύ των καταπιεσμένων μέσα σε μια κοινωνία – ζούγκλα,
αλλά και μία γενικευμένη και βίαιη καταστολή, η οποία νομιμοποιείται όλο
και περισσότερο στον κυρίαρχο δημόσιο λόγο.
Δουλεύοντας ψυχοθεραπευτικά με γυναίκες
και άνδρες, των οποίων η εργασιακή και οικονομική κατάσταση
επιδεινώνεται με ραγδαίους ρυθμούς, παρά τις συστηματικές, εύστοχες και
ακούραστες προσπάθειές τους για το αντίθετο, παρακολουθούμε τη σταδιακή
κυριαρχία της αίσθησης του αβοήθητου στον ψυχισμό τους. Κατάθλιψη,
απελπισία, παραίτηση, μνησικακία για τον διπλανό που έχει λίγο καλύτερες
συνθήκες, ποικίλη κλινική συμπτωματολογία.
Αν σκεφτεί ο καθένας μας τον εαυτό του,
θα δει ότι η ανάγκη για διατήρηση κάποιου ελέγχου και κάποιας
βεβαιότητας στη ζωή μας είναι από τις πιο ζωτικές, ώστε να έχουμε
στοιχειώδη ψυχική ισορροπία. Το αντίθετο αναβιώνει τα πιο πρώιμα άγχη
αφανισμού της βρεφικής ηλικίας, όπου το υποκείμενο είναι απολύτως
εξαρτημένο για την επιβίωσή του.
Ο ενήλικος, προκειμένου να μη βυθιστεί
σε αυτό το ανυπόφορο άγχος, ενεργοποιεί εξίσου πρώιμους μηχανισμούς
άμυνας, γεγονός που εξηγεί εν μέρει και την αύξηση της βίας αλλά και της
αυτοκαταστροφικότητας (όχι μόνο αύξηση των αυτοκτονιών, αλλά και των
κρουσμάτων HIV, επεσήμανε πρόσφατη έρευνα για την Ελλάδα).
Πέραν των λυπηρών διαπιστώσεων, ένα
χρήσιμο συμπέρασμα είναι ότι η συμμετοχή ακριβώς των ανθρώπων που
πλήττονται στις κάθε λογής αντιστάσεις αλλά και σε δίκτυα αλληλεγγύης
δεν είναι μόνο ο τρόπος για κοινωνική αλλαγή, αλλά επιτελεί και
θεραπευτική λειτουργία σε ατομικό επίπεδο. Αποκαθιστά δηλαδή μερικώς μια
αίσθηση ενεργού συμμετοχής του ατόμου στην καθημερινότητα και στο
μέλλον του, που αποτελεί προϋπόθεση για τη διατήρηση της ψυχικής υγείας.
________
Δημοσιεύτηκε στην Αυγή στις 12/10/2011 από τη Φιλιώ Τσουκαλά
Αντικλείδι , http://antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου