Μία είναι η πατρίδα
γιατί δεν θέλεις να το παραδεχτείς
και μου μιλάς για κόμματα
και παρατάξεις
δεν καταλαβαίνεις
ότι δεν έχουμε επιλογές
με τις αξίες μας;
Κάθε κίνησή μας
δεν είναι παρά
μία και μοναδική
βούληση για ένα σκοπό
ν’ αντέξουμε
όλα όσα πρέπει
να ζήσουμε
για να παράξουμε
το πρέπον έργο.
και μου μιλάς για κόμματα
και παρατάξεις
δεν καταλαβαίνεις
ότι δεν έχουμε επιλογές
με τις αξίες μας;
Κάθε κίνησή μας
δεν είναι παρά
μία και μοναδική
βούληση για ένα σκοπό
ν’ αντέξουμε
όλα όσα πρέπει
να ζήσουμε
για να παράξουμε
το πρέπον έργο.
Η δροσερή καρδιά
Έχεις σκεφτεί ποτέ
τη δροσερή καρδιά
που θα ήταν η κόρη μας
που θα έπαιζε κρυφά
με τα βότσαλα της μνήμης
απέναντι στον ωκεανό
για ν’ αγγίξει τον ήλιο
στην άκρη του ουρανού
και να δει μόνη της
την αλήθεια του Ελύτη
λίγο πριν το δειλινό;
Αυτό σκέφτηκα τώρα
και είπα να το γράψω
για να μην ξεχάσω
την ομορφιά σου
μέσα στο χειμώνα.
τη δροσερή καρδιά
που θα ήταν η κόρη μας
που θα έπαιζε κρυφά
με τα βότσαλα της μνήμης
απέναντι στον ωκεανό
για ν’ αγγίξει τον ήλιο
στην άκρη του ουρανού
και να δει μόνη της
την αλήθεια του Ελύτη
λίγο πριν το δειλινό;
Αυτό σκέφτηκα τώρα
και είπα να το γράψω
για να μην ξεχάσω
την ομορφιά σου
μέσα στο χειμώνα.
Ακόμα μία γεύση
Ακόμα μια γεύση
ένιωσα στο στόμα
όταν έπεσα
στη θάλασσα
για ν’αγγίξω
τα όρια της Δήλου
και να δω πάλι
το βάθος της σκέψης
ενός Ηράκλειτου
που δεν έπαψε
να σκέφτεται
με πλάγιο τρόπο
τη ροή του λόγου
για ν’απαλλαγεί
από το θάρρος
του λέγειν
και να ζήσει
τη σιωπή.
ένιωσα στο στόμα
όταν έπεσα
στη θάλασσα
για ν’αγγίξω
τα όρια της Δήλου
και να δω πάλι
το βάθος της σκέψης
ενός Ηράκλειτου
που δεν έπαψε
να σκέφτεται
με πλάγιο τρόπο
τη ροή του λόγου
για ν’απαλλαγεί
από το θάρρος
του λέγειν
και να ζήσει
τη σιωπή.
Πάνω στο κύμα
Πάνω στο κύμα
ακόμα και με τα γόνατα σχισμένα
στεκόσουνα όρθιος
για ν’αντέξεις τον άνεμο
που έδερνε τα σύννεφα
και σκεφτόσουνα
τους δικού σου
που περίμεναν
στο λιμάνι
των χαμένων νησιών
που δεν ήξεραν
να γονατίσουν
όσο κρύο
και να ήταν το λευκό
έτσι διάσχισες
εκείνο το χειμώνα
δίχως να κλάψεις.
ακόμα και με τα γόνατα σχισμένα
στεκόσουνα όρθιος
για ν’αντέξεις τον άνεμο
που έδερνε τα σύννεφα
και σκεφτόσουνα
τους δικού σου
που περίμεναν
στο λιμάνι
των χαμένων νησιών
που δεν ήξεραν
να γονατίσουν
όσο κρύο
και να ήταν το λευκό
έτσι διάσχισες
εκείνο το χειμώνα
δίχως να κλάψεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου