Ίσως να είμαστε από τους 2-3 λαούς στον κόσμο που έχουν την ίδια γλώσσα για τρεις χιλιάδες χρόνια και ο σημερινός Νεοέλληνας να μπορεί να διαβάσει μια αρχαία ελληνική επιγραφή, έστω και αν δεν την καταλαβαίνει πλήρως. Την αρχαία ελληνική ψυχή τη διαβάζει όμως; Περάσαμε τη Ρωμαιοκρατία. Χάσαμε την ελευθερία και τη δημοκρατία και τη δημιουργικότητα του πνεύματος, αλλά επιζήσαμε. Στην ουσία οι Ρωμαίοι όχι μόνο δεν... κατέστρεψαν τα μνημεία μας αλλά έχτισαν και άλλα για μας. Το Βυζάντιο ήταν μια σχιζοφρενική εποχή. Από τη μια είχε την ελληνική ως επίσημη γλώσσα και από την άλλη έκανε το παν να καταστρέψει οτιδήποτε ελληνικό: ναούς, αγάλματα, βιβλία, ολυμπιακούς αγώνες, μαντεία. Χρειάστηκαν αιώνες μέχρι αργότερα Έλληνες σαν τον Πατριάρχη Φώτιο, τον Σουΐδα, τον Πλήθωνα να κάνουν το παν να διασώσουν ό,τι ελληνικό απόμεινε και τελικά να το μεταφέρουν στη δύση, ουσιαστικά ανάβοντας το φυτίλι της Αναγέννησης. Η Τουρκοκρατία ήταν σίγουρα σκληρή σκλαβιά, αλλά την ξεπεράσαμε κι αυτή καταφέρνοντας να διατηρήσουμε τη γλώσσα και την κουλτούρα μας. Και αντίθετα με το Βυζάντιο δεν κατέστρεψε τα αρχαία μνημεία μας. Λέγεται ότι ο τούρκος φρούραρχος της Ακρόπολης έκλαιγε όταν οι εργάτες του Έλγιν πετούσαν από ψηλά κομμάτια από τα αετώματα του Παρθενώνα, όσα δε θεωρούσαν «σημαντικά», και γίνονταν συντρίμμια πέφτοντας στο έδαφος. Γιατί ο Παρθενώνας έχει ψυχή για κάποιον που έχει ψυχή, όποιου λαού και νάναι. Δυστυχώς η Τουρκοκρατία μας έφερε πολύ περισσότερα δεινά από όσα φαίνονται στην αρχή. Νομίσαμε ότι με την Επανάσταση του 1821 απελευθερωθήκαμε από τους Τούρκους, αλλά δεν απελευθερωθήκαμε από την τούρκικη νοοτροπία που καταδυνάστεψε την ελεύθερη Ελλάδα: το μπαξις, το ρουσφέτ, το πεσκές, το ραχάτ, που είχαν πια κολλήσει σαν κατράμι στο τομάρι μας. Ο Νεοέλληνας στα διακόσια χρόνια της ελεύθερης Ελλάδας συμπεριφερόταν σαν να ήταν σκλάβος ακόμα, σαν να μην ήταν χώρα του η Ελλάδα. Η τουρκοκρατία είχε τελειώσει, αλλά η τουρκολαγνεία είχε μείνει στην ψυχή του Νεοέλληνα που δεν αγάπησε την ελεύθερη πια χώρα του, αλλά ακόμα θεωρούσε τον εαυτό του δούλο απέναντι στην εξουσία, ενώ έπρεπε να θεωρεί τον εαυτό του αφέντη και την εξουσία υπηρέτη του. Ο Μακρυγιάννης γράφει ότι όταν πήγαν με τον Γκούρα να απελευθερώσουν κάποια περιοχή της Αττικής από τους Τούρκους ο τελευταίος είχε μαζί του και καμιά εικοσαριά μουλάρια με άδεια σακιά στα σαμάρια τους. «Τι τα θέλεις αυτά, ωρέ Γκούρα;» τον ρώτησε. «Ε πάμε να τους ελευθερώσουμε, δωρεάν θα το κάνουμε; Δε θα πρέπει να μας δώσουν κάμποσες πραμάτειες». Διαφέρει αυτό σε τίποτα από το Άκη Τζοχατζόπουλο: «Ε σας απελευθερώσαμε από την επάρατη δεξιά, από το παλάτι, από τα ξερονήσια, δωρεάν θα το κάνουμε, να μη φτιάξω κι εγώ μερικές βίλες από την ελευθερία σας;». Ο Κολοκοτρώνης είχε πει κάποτε «φωτιά και τσεκούρι» -- δυστυχώς μάλλον ξέχασε o Γέρος του Μωριά μετά την απελευθέρωση να ανακαλέσει τη διαταγή και οι Νεοέλληνες συνέχισαν να χρησιμοποιούν φωτιά και τσεκούρι (κυριολεκτικά) εναντίον της χώρας τους, λες και ήταν στρατός κατοχής. Αυτή η νοοτροπία του λαού, σε αγαστή συμφωνία με αυτούς που εξέλεγε κατ’ εικόνα και ομοίωση ως αρχηγούς του, μας οδηγεί στη νέα σκλαβιά, την Τροϊκοκρατία. Ίσως να είναι η πιο δύσκολη σκλαβιά της Ελλάδας γιατί οι νέοι αφέντες δεν έχουν το θαυμασμό της Ρωμαιοκρατίας, τη σχιζοφρένεια του Βυζαντίου ή την αφέλεια της Τουρκοκρατίας. Οι Τροϊκοκράτες είναι πανούργοι και κυβερνούν χωρίς καν να φαίνονται ότι είναι οι νέοι αφεντάδες μας κι ας πετσοκόβουν μισθούς και συντάξεις. Έχουν από δεκαετίες οργανώσει τη σκλαβιά μας, από τη χρυσόσκονη του Ντελόρ μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 (ποτέ μια τόσο αδύναμη οικονομικά χώρα δε τόλμησε να τους διοργανώσει, 16 μέρες κόστισαν 16 δις ευρώ). Ήξεραν από χρόνια και με κάθε λεπτομέρεια πόσα αιγοπρόβατα ή ελαιόδεντρα έχει η Ελλάδα (από στατιστικές εισαγωγής κρέατος ή γάλακτος ή από εικόνες από δορυφόρους), αλλά μας άφηναν να δηλώνουμε ό,τι θέλαμε χωρίς να ξέρουμε ότι το κάνουν επίτηδες για να τα πάρουν κάποτε στο δεκαπλάσιο. Ήξεραν ότι την Ελλάδα, μια πανάκριβη χώρα από άποψη κλίματος και πολιτισμού, δε θα μπορούσαν να την κατακτήσουν με όπλα, όπως το προσπάθησαν πολλοί, γι’ αυτό χρησιμοποίησαν πολύ πιο εξελιγμένα όπλα, τα μαθηματικά της πολιτικής. Και το οικόπεδο Ελλάδα, που ως τώρα ήταν πανάκριβο και δικαιολογημένα, έπρεπε να το υποτιμήσουν ώστε να μπορούν να αγοράσουν τη χώρα σε εξευτελιστική τιμή σε μερικά χρόνια. Και θα την αγοράσουν ΟΛΗ, γιατί κάθε γωνιά της Ελλάδας αξίζει πιο πολύ από οποιοδήποτε βόρειο σκοτεινό σκυθρωπό κλίμα Δεν έχουμε πια να κάνουμε με ένα αφελή ή ανίκανο Σουλτάνο, που τον επηρέαζαν οι Έλληνες Φαναριώτες, αλλά με μια παγκόσμια δύναμη, οργανωμένη με κάθε λεπτομέρεια, και οι πιθανότητές μας να επιβιώσουμε της Τροϊκοκρατίας δεν είναι πολλές. Εκτός αν ισχύσει αυτό που έγραφε ο Πλούταρχος για τους Κρήτες: παρ’ όλο που πάντα είχαν πολέμους μεταξύ τους, όταν έβλεπαν ότι είχαν να αντιμετωπίσουν ένα εξωτερικό εχθρό ενώνονταν σε ένα πανίσχυρο ανίκητο σώμα – συγκρητισμός (syncretism: υπάρχει και στα αγγλικά). Ακόμα και σ’ αυτό οι πρόγονοί μας τους έδωσαν τις γνώσεις πώς να μας πολεμήσουν: να μη φαίνονται σαν νέα σκλαβιά αλλά σαν σωτήρες της Ελλάδας. Λέτε ναναι τυχαίο που δεν άφησαν «τον δεξιό Καραμανλή» να τους ανοίξει την κερκόπορτα, αλλά τον αυτοπαραίτησαν για ένα «σοσιαλιστή» πρωθυπουργό και πρόεδρο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς; Αν το πιστέψουμε αυτό χαθήκαμε. Και θα είναι κρίμα μετά από πενήντα ή εκατό ή διακόσια οι απόγονοί μας να τραγουδούν σε κάποια γλώσσα που ελάχιστα θα κατανοούν: “Mes tou Aigαiou ta nisia, probale na deis, aggeloi fterougizoun kai mesa ap’ to fterougisma triantafylla skorpizoum», Αν δεν αντισταθούμε στη νέα σκλαβιά θα είμαστε εμείς οι Νεοέλληνες οι νεκροθάφτες του μεγαλύτερου πολιτισμού της ανθρωπότητας, του δικού μας. «Την γλώσσα την ελληνική στις ακρογιαλιές του Ομήρου» την έχουμε “at least for now”, αλλά για την ελληνική ψυχή αμφιβάλλω – τουλάχιστο για πολλούς Νεοέλληνες. Γράφει ο Χρήστος Μαγγούτας, Τορόντο Καναδά |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου