Πέρα από τηλεοπτικό προϊόν, οι αμερικανικές εκλογές στις 8 Νοεμβρίου αναμένεται να είναι βαρύνουσας σημασίας για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.
Δεν ψηφίζουμε κι όμως «είμαστε όλοι Αμερικανοί» αφού θα βιώσουμε τις συνέπειες από την κλιματική αλλαγή μέχρι την Ευρωζώνη και το προσφυγικό.
Και αν υποθέσουμε ότι το φτερούγισμα μιας πεταλούδας στην Αθήνα θα μπορούσε να προκαλέσει τυφώνα στην Αμερική, τότε τι συνέπειες μπορεί να έχουν οι εκλογές των ΗΠΑ στην Ελλάδα;
Το TPP έθεσε το ερώτημα σε ειδικούς του ακαδημαϊκού, διπλωματικού και ακτιβιστικού χώρου.
Επιμέλεια: Τζένη Τσιροπούλου«Ρωσικό αέριο και μια ελεγχόμενη ευρωζώνη»
Δημήτρης Σταματόπουλος
Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών & Ανατολικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο ΜακεδονίαςΤο να πεις ότι οι αμερικανικές εκλογές δεν επηρεάζουν την ελληνική πολιτική σκηνή είναι σαν να λες ότι στον πλανήτη Άρη υπάρχει ζωή: πράγμα που δεν είναι σίγουρα ψέμα αλλά πρέπει να αποδειχθεί. Το ερώτημα όμως που φυσικά τίθεται είναι εάν η εκλογή του Τραμπ ή της Κλίντον μπορεί να τροποποιήσει περαιτέρω την αμερικανική εξωτερική πολιτική πάνω σε δυο επιλογές της που αφορούν την Ελλάδα και που φαίνεται να έχουν παγιωθεί, τουλάχιστον στις δυο τετραετίες του Ομπάμα: η πρώτη αφορά στη Ρωσία και η δεύτερη στη Γερμανία.
Η Ελλάδα και οι κυβερνήσεις της, σε όσες προσπάθειες έγιναν από τη ρωσική πλευρά να την εντάξουν σε ένα δίκτυο αγωγών που να μεταφέρουν το ρωσικό αργό και κυρίως το αέριο στην Ευρώπη (South Stream, Turkish Stream), είτε παρεμποδίστηκαν είτε το συνολικό σχέδιο (που αφορούσε και γειτονικές χώρες) κατέρρευσε χωρίς να το χρεωθεί η ίδια η Ελλάδα ως πολιτική επιλογή. Οι σχεδιασμοί της σε αυτό το επίπεδο δεν πρέπει να αμφισβητούν τη βασική αμερικανική επιλογή να μην αυξηθεί η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης (και κυρίως της ίδιας της Γερμανίας) από το ρωσικό αέριο.
Η δεύτερη αφορά στο ζήτημα της σχέσης της Ελλάδας με τη Γερμανία: η έκρηξη του ζητήματος του χρέους που έχει καταστήσει την Ελλάδα μια οιονεί πτωχευμένη χώρα (νομίζω ότι αυτός είναι ο κατάλληλος όρος για να περιγράψουμε αυτό που συμβαίνει στην πατρίδα μας τα τελευταία έξι χρόνια) κατέστησε ελκυστική μια προοπτική εξόδου από το ευρώ: όχι τόσο γιατί αυτό θα σήμαινε στάση πληρωμών αλλά επειδή πάντα μια μεγάλη υποτίμηση του νομίσματος, σε κλασικά οικονομικά συστήματα, μπορεί να οδηγήσει στην ανάκαμψη. Αυτή όμως δε φαίνεται να είναι μια επιλογή που βρίσκει σύμφωνη τις ΗΠΑ.
Παρ'ότι η κρίση χρέους των χωρών της Νότιας Ευρώπης οξύνθηκε από την πολιτική των αμερικανικών τραπεζών, αυτό δε σημαίνει ότι η Αμερική θα ενέκρινε μια πλήρη διάλυση της ευρωζώνης υπό την έννοια ότι βρίσκεται υπό γερμανικό έλεγχο. Οι ΗΠΑ έχουν ως βασικό πολιτικό τους στόχο να μειώσουν την επιρροή της Γερμανίας στην υπόλοιπη ΕΕ (και η κρίση χρέους ανάδειξε τα σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις της ειδικά με τα κράτη Νότιας Ευρώπης αλλά και τη Βρετανία), ωστόσο είναι σημαντικό για αυτούς η ζώνη του ευρώ να διατηρηθεί ελεγχόμενη, μέχρι να γίνει δυνατό το επόμενο μεγάλο βήμα που είναι η οικονομική ενοποίηση των πλευρών του Ατλαντικού: η υπογραφή της CETA και η προώθηση της ΤΤΙΡ είναι απόπειρες για να απαντήσει το Δυτικό ημισφαίριο στη μετατόπιση του κέντρου βάρους της κοσμο-οικονομίας στον Ειρηνικό. Συνεπώς αν και οι ΗΠΑ στήριξαν ως ένα βαθμό τις κριτικές φωνές εναντίον της «παράλογης» γερμανικής πολιτικής, δε θα ενέκριναν μια έξοδο της Ελλάδας αυτή τη στιγμή: η Ελλάδα είναι πολύ πιο χρήσιμη μέσα στην ΕΕ παρά έξω. Σίγουρα όμως η πορεία της, όπως και η πορεία των άλλων χωρών της Νότιας Ευρώπης θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από το τι θα γίνει με το Brexit.
Επομένως θα λέγαμε ότι μια εκλογή της Κλίντον λογικά θα σήμαινε τη συνέχεια αυτών των δυο πολιτικών επιλογών, άσχετα με το τι θα γίνει στο μέτωπο της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Το ερώτημα είναι τι θα γινόταν με μια πιθανή εκλογή του Τραμπ: αν και είναι πρόωρο να το πούμε, φαίνεται ότι ο Τραμπ δεν θα μπορούσε να αλλάξει κάτι πάνω σε αυτό. Η κρυφή επιθυμία του μεσοαστού των μεσοδυτικών πολιτειών που τον στηρίζουν, μπορεί να είναι το όνειρο του απομονωτισμού, αλλά η εποχή δεν ευνοεί κάτι τέτοιο.
Οι ΗΠΑ είναι καταδικασμένες να προασπίσουν την παγκόσμια ηγεμονία τους, ειδάλλως η γενικότερη οικονομική και πολιτική τους παρακμή θα προχωρήσει πολύ γρηγορότερα από όσο θα περιμένει κανείς. Συνεπώς σε αυτά τα δυο επίπεδα δεν πρέπει να αναμένει κανείς μεγάλες αλλαγές ακόμη και στην περίπτωση εκλογής του Τραμπ.
«Εμπορικός πόλεμος ή νέα έκρηξη στη Μέση Ανατολή που θα πολλαπλασιάσει τους πρόσφυγες»
Brady Kiesling
Συγγραφέας, Ιστορικός, πρώην Διπλωμάτης των Η.Π.Α.Η Κλίντον είναι η υποψήφια του τύπου «business as usual» και θα συνεχίσει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική της λογικής διαχείρισης του Ομπάμα. Μεγάλη εξαίρεση θα αποτελέσει η Συρία, όπου θα πιέσει έντονα για να βρεθεί λύση και πιθανότατα θα αποτύχει.
Ο Τραμπ έβαλε στο κέντρο της προεκλογικής του εκστρατείας την αντίθεσή του στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Η τυχόν εκλογή του θα οδηγήσει σε μια νέα σύγκρουση με το Ιράν, η οποία θα φέρει την Ελλάδα σε πολύ δύσκολη θέση. Την ίδια στιγμή, ο Τραμπ ασκεί πίεση για την απεμπλοκή των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν και αλλού, βάζοντας το ΝΑΤΟ να λειτουργεί στη βάση του «βλέποντας και κάνοντας». Υποθέτω ότι θα κάνει πίσω σε πολλά από αυτά αλλά δεν μπορούμε να αποκλείσουμε μια ρήξη ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ και έναν εμπορικό πόλεμο ή και μια νέα έκρηξη στη Μέση Ανατολή που θα εξοντώσει τον τουρισμό, θα εκτοξεύσει το κόστος των πηγών ενέργειας και θα πολλαπλασιάσει το πρόβλημα με τους πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Για τους Έλληνες μετανάστες που βρίσκονται στις ΗΠΑ χωρίς να έχουν χαρτιά νόμιμης παραμονής, η κατάσταση πιθανότατα θα χειροτερεύσει υπό τον Τραμπ. Ο Τραμπ είναι, επίσης, οπαδός του Brexit και μια αποδυναμωμένη ΕΕ δε φαίνεται να είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας.
«Πολιτική επικοινωνία με αυθάδεια και κυνισμό»
Μάνος Παπάζογλου
Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικών Συστημάτων, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο ΠελοποννήσουΔε γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ. Σε κάθε περίπτωση, η επικράτηση της μίας ή της άλλης υποψηφιότητας θα δημιουργήσει διαφορετικά δεδομένα. Δεν πρόκειται μόνο για το γεγονός ότι οι ΗΠΑ διαθέτουν μία αυτονόητη επιρροή σε παγκόσμια κλίμακα λόγω της διπλωματικής, οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος. Πρόκειται και για το γεγονός ότι το αμερικανικό πολιτικό σύστημα ασκεί μία έμμεση επίδραση στην πολιτική πρακτική στην Ευρώπη και αλλού. Για παράδειγμα, η επίδραση αυτή λαμβάνει χώρα κατεξοχήν στο πεδίο της πολιτικής επικοινωνίας και ειδικότερα στις μεθόδους και τα μέσα της εκλογικής καμπάνιας. Δεν είναι τυχαίο ότι η χρήση της τηλεόρασης, και προσφάτως των νέων διαδικτυακών μέσων, στην πολιτική διαδικασία οφείλει πολλά στην εμπειρία που αναπτύχθηκε στην αμερικανική πολιτική. Το ίδιο ισχύει και με την τάση συγκέντρωσης του ενδιαφέροντος στην προσωπικότητα του επικεφαλής, παρά το γεγονός ότι, σε αντίθεση με την εκλογή του Αμερικανού Προέδρου, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ψηφίζουμε για την κοινοβουλευτική ομάδα και εμμέσως για το πρόσωπο του πρωθυπουργού.
Η προεκλογική διαδικασία, λοιπόν, στις ΗΠΑ έχει δημιουργήσει δεδομένα για όλους μας πριν καν ολοκληρωθεί. Ένα από τα στοιχεία τα οποία θα επιχειρήσω να αναδείξω είναι η περίπτωση «Τραμπ», του υποψηφίου Προέδρου των Ρεπουμπλικάνων. Η περίπτωσή του έχει ήδη αρκετά συζητηθεί και στην Ευρώπη και οι απόψεις φαίνεται ότι συγκλίνουν σε μία απορριπτική στάση. Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι στην Ευρώπη απεύχονται και ξορκίζουν το φαινόμενο. Κανένας, όμως, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι όψεις του φαινομένου «Τραμπ» δεν έχουν ήδη εμφανιστεί στη Γηραιά Ήπειρο σε αρκετά πολιτικά συστήματα.
Δε χρειάζεται να σκιαγραφήσουμε την πορεία, την προσωπικότητα και τον τρόπο διεκδίκησης της Προεδρίας από τον Τραμπ, καθώς έχουν γνωρίσει ήδη μεγάλη δημοσιότητα. Το πλέον ανησυχητικό κατά τη γνώμη μου είναι ότι εδραιώνει μία αλλαγή παραδείγματος στο ρόλο του πολιτικού, το οποίο θα ασκήσει επίδραση και αλλού. Ο ίδιος έχει επιτυχημένα καλλιεργήσει την εντύπωση ότι αποτελεί πρόκληση για τις πολιτικές ελίτ της Washington D.C. είτε με τις συλλήβδην κατηγορίες εναντίον προσώπων και ομάδων με ισχυρή επιρροή είτε με τη διασπορά (ανυπόστατων στις περισσότερες περιπτώσεις) στοιχείων, σχετικά με μία κατάσταση κρίσης στην οικονομία, την ασφάλεια, την κοινωνία. Γενικότερα, με την κατηγορία εναντίον του «κατεστημένου» ότι υπονομεύει τα συμφέροντα του έθνους. Λογική κατάληξη των επιχειρημάτων αυτών είναι ότι ο ίδιος, λόγω της προσωπικής διαδρομής του και της οικονομικής κατάστασής του, μπορεί να σώσει το έθνος, να ανακτήσει την υπερηφάνεια του απλού Αμερικανού πολίτη και να διασφαλίσει την ισχύ και την ασφάλεια της χώρας.
Αυτό που διακρίνει τον τρόπο του πολιτεύεσθαι του Τραμπ είναι η αυθάδεια και ο κυνισμός. Είναι απροκάλυπτα επιθετικός στη στοχοποίηση προσώπων και κοινωνικών ομάδων: είτε πρόκειται για το ζεύγος Κλίντον, είτε για τους ισπανόφωνους μετανάστες, είτε για άλλες μειονότητες. Ακόμη, και όταν βρέθηκε στο στόχαστρο για την απαράδεκτη προσβολή στην αξιοπρέπεια γυναικών, απάντησε με μάλλον χλιαρό τρόπο.
Παρά το γεγονός ότι ο Τραμπ παραβιάζει κάθε συμβουλή πολιτικής επικοινωνίας την οποία θα του έδινε ένας εχέφρων σύμβουλος πολιτικής, η υποψηφιότητά του διατηρεί αξιοσημείωτη επίδραση, και σύμφωνα με κάποιες ενδείξεις είναι ευθέως συγκρίσιμη με την υποψηφιότητα της «πολιτικώς ορθής» Κλίντον.
Η περίπτωση Τραμπ δημιουργεί νέα δεδομένα στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το ρόλο του πολιτικού. Στην Ευρώπη κατά κύριο λόγο κατανοούμε την πολιτική ως επάγγελμα όπως το προσδιόρισε ο Weber. Ο κατ’ επάγγελμα πολιτικός ζει για την πολιτική, ζει για την υποστήριξη και επιδίωξη δημόσιων σκοπών. Δεν προσεγγίζει την πολιτική ως μία παράλληλη ενασχόληση. Ως ένα άλλο πεδίο στο οποίο θα δρέψει τους καρπούς της προσωπικής επιτυχίας.
Ο ίδιος ο Τραμπ φαίνεται ότι επιδιώκει ακριβώς το τελευταίο. Ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση διαχείρισης ακινήτων και την έφτασε σε δυσθεώρητα οικονομικά μεγέθη. Δεν δίστασε να συμμετέχει ως παραγωγός και πρωταγωνιστής σε reality show εκπομπές (TheApprentice), σε φιλμ και σειρές. Αναζήτησε με κάθε τρόπο την αναγνωρισιμότητά του, τη δημόσια παρουσία του. Έφτιαξε ακόμη και ένα κακέκτυπο πανεπιστημίου (The Trump University). Αποκορύφωμα αυτής της πορείας είναι και η διεκδίκηση της Προεδρίας.
Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπουμε τις συνθήκες που επιτρέπουν την εκδήλωση φαινομένων Τραμπ. Τα σφάλματα των κατ’ επάγγελμα πολιτικών, τα οποία οδηγούν στην υπονόμευση της εμπιστοσύνης εκ μέρους των πολιτών, στην αναζήτηση εναλλακτικών υποψηφιοτήτων εκτός πολιτικής εναντίον των κατεστημένων ελίτ.
Δεν είναι τυχαίο ότι απέναντί του βρίσκονται κατ’ επάγγελμα πολιτικοί. Η Κλίντον με τη μακρά πορεία στους διαδρόμους του Λευκού Οίκου, τη Γερουσία, το υπουργείο Εξωτερικών. Ο Ομπάμα με την εντυπωσιακή διαδρομή στη διεκδίκηση της Προεδρίας, αλλά και τη διάψευση αρκετών προσδοκιών τις οποίες ο ίδιος καλλιέργησε, ιδιαίτερα για τις πλέον ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Ανεξάρτητα, λοιπόν, από το τελικό αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών, στην Ευρώπη οφείλουμε να βρεθούμε σε εγρήγορση για τις συνθήκες οι οποίες εκτρέφουν φαινόμενα «Τραμπ». Για την έλλειψη εμπιστοσύνης στο πολιτικό προσωπικό και τους θεσμούς, για την πολιτική απάθεια και τον κυνισμό, για την περιθωριοποίηση κοινωνικών ομάδων από την οικονομική ζωή και τελικά από την πολιτική διαδικασία, για την αυξημένη επίδραση αντι-πολιτικών, ακραίων ιδεολογιών. Οι όψεις του φαινομένου μάς είναι ήδη γνωστές με διαφορετικούς τρόπους.
Το πολιτικό προσωπικό πρέπει να επιστρέψει στην ουσία του επαγγέλματος της πολιτικής κατά τον Weber. Να αποκτήσει μία στάση προσφοράς για τους δημόσιους σκοπούς, να αποκτήσει μία σχέση πραγματικής αντιπροσώπευσης με τμήματα του εκλογικού σώματος, τα οποία είναι συχνά αόρατα για τις πολιτικές ελίτ. Κυρίως, να πολιτεύεται και να τηρεί με ευλάβεια τους κανόνες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σύμφωνα με τις εδραιωμένες συνταγματικές αρχές και κανόνες.
«Κλιματική αλλαγή, υπονόμευση δημοκρατίας, δηλητηριασμός της κοινωνίας»
Δημήτρης ΙμπραήμΥπεύθυνος Εκστρατειών της Greenpeace Ελλάδας
Αν μας αφορά το ενδεχόμενο ένας ημιπαρανοϊκός, δημαγωγός, κήρυκας μίσους, συνωμοσιολόγος, ξενοφοβικός μισογύνης να αναλάβει την ηγεσία της μεγαλύτερης οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης του πλανήτη;
Νομίζω πως ναι. Για τρεις βασικούς λόγους.
Πρώτον, ο Τραμπ είναι αρνητής της επιστήμης, με πρώτο και βασικό του στόχο την κλιματική επιστήμη. Το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων έχει μακρά παράδοση άρνησης των κλιματικών αλλαγών, αλλά ακόμα και αν έχει πλέον αποκαλυφθεί ότι ήταν μία καλά στημένη μηχανορραφία για να μην πληγεί το λόμπι των ορυκτών καυσίμων, αυτό δεν εμποδίζει τον Τραμπ από το να υιοθετεί δημόσια αυτήν τη ρητορική. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι η εκλογή του Τραμπ, θα σημάνει αυτόματα την απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία του Παρισιού, κάτι που ενδεχομένως θα οδηγήσει στην κατάρρευση της τελευταίας ευκαιρίας που έχουμε για να σταματήσουμε μία παγκόσμια κλιματική κρίση. Η Ελλάδα έχει εθνικό συμφέρον δεδομένου ότι είναι εξαιρετικά ευάλωτη στην αλλαγή του κλίματος (πυρκαγιές, άνοδος της στάθμης της θάλασσας) και ότι ένα μεγάλο κομμάτι του ετήσιου ΑΕΠ της εξαρτάται από τον τουρισμό και τη γεωργία που θα πληγούν από την αύξηση της θερμοκρασίας.
Δεύτερον, ο Τραμπ υπονομεύει τη δημοκρατία. Σε μία άνευ προηγουμένου κίνηση, ο υποψήφιος πρόεδρος των ΗΠΑ επιφυλάχθηκε να αποδεχθεί το αποτέλεσμα των εκλογών σε περίπτωση ήττας του. Ο Τραμπ, επίσης, συχνά καταφέρεται ενάντια στην αξιοπιστία θεσμών και δημοσίων υπηρεσιών, όπως η Αμερικανική Υπηρεσία για την Προστασία του Περιβάλλοντος (που θέλει να καταργήσει) ή οι επίσημες στατιστικές υπηρεσίες της χώρας του. Απέναντι σε δεδομένα, έρευνες, γεγονότα και επιστημονικά ευρήματα, αντιτείνει συνωμοσίες και μαγικούς αριθμούς (π.χ. έχει υποσχεθεί ετήσια ανάπτυξη που θα ξεπερνά το 4% του αμερικανικού ΑΕΠ). Αυτή η γενικότερη τάση υπονόμευσης των θεσμών, η διαρκής αμφισβήτηση του ορθού λόγου και η μεταμφίεση προσωπικών απόψεων σε γεγονότα, ακυρώνουν κάθε δυνατότητα λογοδοσίας των μελλοντικών αμερικανικών κυβερνήσεων προς τους πολίτες, αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη από τα μείζονα ζητήματα και συρρικνώνουν ασφυκτικά το δημοκρατικό χώρο, μέσα στον οποίο μπορεί να κινηθεί η κοινωνία των πολιτών. Η τάση αυτή δυστυχώς δεν περιορίζεται στις ΗΠΑ. Ο δημοκρατικός χώρος έχει συρρικνωθεί δραματικά στη Ρωσία (στις 2/11 το ρωσικό γραφείο της Διεθνούς Αμνηστίας σφραγίστηκε απροειδοποίητα από τις ρωσικές αρχές ενώ 28 ακτιβιστές της Greenpeace και 2 δημοσιογράφοι βρέθηκαν στη φυλακή για περισσότερο από δύο μήνες με την κατηγορία της πειρατείας μετά από δράση διαμαρτυρίας πάνω σε ρωσική πλατφόρμα εξόρυξης πετρελαίου στην Αρκτική), τον ίδιο δρόμο ακολουθεί η Τουρκία και πολλές κυβερνήσεις στην Ευρώπη και τη ΝΑ Ασία. Πιθανή άνοδος του Trump στην εξουσία θα δώσει σε αυτήν την τάση έναν εκπρόσωπο παγκόσμιου βεληνεκούς και στην Ελλάδα δεν είναι λίγοι αυτοί που δηλώνουν θαυμαστές του Τραμπ ή του Πούτιν.
Τρίτον, ο Τραμπ δηλητηριάζει την κοινωνία. Σχεδόν σε καθημερινή βάση κηρύττει το μίσος ενάντια σε κάποια κοινωνική ομάδα, συνήθως μειονότητα. Στο στόχαστρό του έχουν βρεθεί επανειλημμένα η μαύρη κοινότητα, οι ισπανόφωνοι και ειδικά οι Μεξικανοί, τα ΑΜΕΑ, η LGBT κοινότητα και οι πρόσφυγες, ενώ αξίζουν ειδική αναφορά οι προτάσεις του για απαγόρευση εισόδου στις ΗΠΑ στο σύνολο του μουσουλμανικού πληθυσμού και οι καταγγελίες εναντίον του για σεξουαλική επίθεση. Η τοξικότητα του δημόσιου λόγου του Τραμπ, πολώνει το ήδη οξυμένο κλίμα στις ΗΠΑ, εδραιώνει ένα νέο πολιτικό ήθος στην παγκόσμια πολιτική σκηνή και συντελεί περαιτέρω στη συρρίκνωση του δημοκρατικού χώρου. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αντίθεση του Τραμπ στις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου TPP και TTIP, η οποία στηρίζεται όχι στην ανάγκη προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων, του περιβάλλοντος, της δημόσιας υγείας κτλ. αλλά στο ακριβώς αντίθετο, δηλαδή στο λαϊκιστικό μήνυμα «οι ξένοι θα πάρουν τις δουλειές μας». Αυτό το κλίμα πόλωσης, η ξενοφοβία και τα αυξανόμενα κρούσματα αυτοδικίας, προφανώς παρατηρούνται και στην Ελλάδα και θα οξυνθούν με μαθηματική ακρίβεια σε περίπτωση που εκλεγεί ο Τραμπ.
Τέλος, η Ελλάδα με την άνοδο του Τραμπ στην εξουσία, προφανώς αποκτά έναν παραπάνω λόγο να ανησυχεί για τη διαπραγματευτική της ισχύ στην παγκόσμια διπλωματική σκηνή. Η Ελλάδα μπορεί να μην είναι στις προτεραιότητες του Τραμπ, σίγουρα όμως θα παρασυρθεί από το «ωστικό κύμα» που θα προκαλέσει ο κρότος από τις πολιτικές του πρωτοβουλίες.
Πολλά μπορούν να ειπωθούν και για την Κλίντον. Ανεξάρτητα από τι πιστεύει ο καθένας, μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι το ενδεχόμενο επικράτησής της, θα μας χαρίσει πολύτιμο χρόνο. Γιατί ακόμα και αν ο Τραμπ ηττηθεί στις εκλογές της 8ης Νοεμβρίου και εξαφανιστεί από το πολιτικό σκηνικό, οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που τον έφεραν στο προσκήνιο θα παραμείνουν.
«Υπονόμευση του ΝΑΤΟ και αυξημένη αβεβαιότητα στο διεθνές οικονομικό σύστημα»
Χαράλαμπος Παπασωτηρίου
Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Πρόεδρος Ινστιτούτου Διεθνών ΣχέσεωνΣτις φετινές αμερικανικές εκλογές διακυβεύεται σε ασυνήθιστο βαθμό ο μελλοντικός διεθνής προσανατολισμός των ΗΠΑ. Αν εκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ, οι ΗΠΑ ενδέχεται να κάνουν στροφή προς έναν εθνικισμό βραχυπρόθεσμων οριζόντων σε βάρος των διεθνών συνεργασιών τους. Αν εκλεγεί η Χίλαρι Κλίντον αντιθέτως αναμένεται μεγαλύτερη συνέχεια στις διεθνείς δεσμεύσεις και συνεργασίες των ΗΠΑ.
Ο Τραμπ διεκδικεί την αμερικανική προεδρία πολιτευόμενος ενάντια σε ένα δικομματικό πολιτικό κατεστημένο, που το καταγγέλει ως στενά διαπλεγμένο με ισχυρά οικονομικά συμφέροντα. Αν και δισεκατομμυριούχος, παρουσιάζει τον εαυτό του ως τον ισχυρό άνδρα που θα προστατέψει τον μέσο Αμερικανό από την ανίερη αυτή σύμπραξη πολιτικού κατεστημένου και οικονομικών συμφερόντων.
Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία του πολιτικού προγράμματός του είναι ο εμπορικός προστατευτισμός. Ο Τραμπ καταγγέλει το δικομματικό πολιτικό κατεστημένο για την παγκοσμιοποίηση, που ο ίδιος θεωρεί ότι εξυπηρετεί τις πολυεθνικές επιχειρήσεις σε βάρος των εργαζόμενων στις ΗΠΑ. Ως εκ τούτου θέτει σε αμφισβήτηση τη διαχρονική δέσμευση των ΗΠΑ υπέρ του ελεύθερου εμπορίου, που ανάγεται στη διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς το 1944 και στο Σχέδιο Μάρσαλ το 1947-1949.
Η αμφισβήτηση του ελεύθερου εμπορίου από τον Τραμπ πηγαίνει ενάντια στην κυρίαρχη ιδεολογία των Ρεπουμπλικάνων από την εποχή της προεδρίας Ρέιγκαν υπέρ της ελεύθερης αγοράς. Η γραμμή Ρέιγκαν κυριαρχούσε στο ρεπουμπλικανικό κόμμα πριν τον Τραμπ, δεδομένου ότι ο Ρέιγκαν επανεξελέγηκε το 1984 με 59% της λαϊκής ψήφου και κερδίζοντας 49 από τις 50 πολιτείες. Παραδόξως η Κλίντον είναι πιο πιστή στη γραμμή του Ρέιγκαν όσον αφορά τον τομέα αυτό.
Το ίδιο ισχύει στο θέμα της ενσωμάτωσης των παράτυπων μεταναστών στην αμερικανική κοινωνία. Ο τελευταίος μεγάλος νόμος νομιμοποίησης παράτυπων μεταναστών ήταν του Ρέιγκαν το 1986. Ο Τραμπ αντιθέτως έχει υιοθετήσει ακραίες θέσεις κατά των παράτυπων μεταναστών, που σηματοδοτούν μια Αμερική πιο κλειστών οριζόντων.
Η Κλίντον είναι πιο κοντά στις θέσεις του Ρέιγκαν και όσον αφορά την Ατλαντική συμμαχία, που αποτέλεσε τη σημαντικότερη διεθνή δέσμευση των ΗΠΑ από το 1949. Ήδη από τη δεκαετία του 1980 ο Τραμπ θεωρούσε, ότι οι σύμμαχοι έπιαναν τις ΗΠΑ κορόιδο, κρατώντας χαμηλά τις αμυντικές δαπάνες τους και βασιζόμενοι στις υψηλές αμερικανικές αμυντικές δαπάνες για την ασφάλειά τους.
Νωρίτερα φέτος ο Τραμπ δήλωσε, ότι δε θεωρεί αυτόματη την ενεργοποίηση του άρθρου 5 του ΝΑΤΟ, που προβλέπει συλλογική άμυνα σε περίπτωση που κράτος-μέλος δεχθεί επίθεση από μη μέλος. Ως εκ τούτου φάνηκε να υπονομεύει την αποτρεπτική αξιοπιστία της Ατλαντικής συμμαχίας. Πενήντα Ρεπουμπλικάνοι, πρώην αξιωματούχοι με πόστα εξωτερικής πολιτικής ή άμυνας αντέδρασαν υπογράφοντας δήλωση άρνησής τους να ψηφίσουν τον Τραμπ.
Τυχόν εκλογή του Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ θα σημαίνει αυξημένη αβεβαιότητα για το διεθνές οικονομικό σύστημα και για τις συμμαχικές δεσμεύσεις των ΗΠΑ. Σε μια εποχή που έχει ανοίξει επικίνδυνα σε βάρος της Ελλάδας η ψαλίδα στο διμερή ελληνοτουρκικό καταμερισμό ισχύος, αυξημένη διεθνής αβεβαιότητα μπορεί μονάχα να μας βλάψει.
https://www.thepressproject.gr/article/102351/Oi-amerikanikes-ekloges-kai-to-fainomeno-tis-petaloudas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου