Ο ιταλικός προεκλογικός διάλογος εφ’ όλης της ύλης και οι ελληνικές πολιτικές «κραυγές» στα ΜΜΕ.
Γιατί ο Ρέντζι κατάφερε με απλές κινήσεις να κερδίσει στις κάλπες και πώς στη χώρας μας βγήκαν όλοι… νικητές.
Κατά την αποτίμηση των ευρωεκλογών, τα αποτελέσματα της Ιταλίας θεωρήθηκαν ως ο θρίαμβος του ευρωπαϊσμού.Η μεγάλη νίκη του Δημοκρατικού Κόμματος, υπό την ηγεσία του πρωθυπουργού και εκπροσώπου των δυνάμεων της ευρωπαϊκής σταθερότητας, Ματέο Ρέντσι, προβλήθηκε ως θρίαμβος των ευρωπαϊκών δυνάμεων σε βάρος των «κακών ευρωσκεπτικιστών και λαϊκιστών» – όχι μόνο του Γκρίλο και του Μπερλουσκόνι, αλλά και της Λεπέν στη Γαλλία, του Φάρατζ στη Μ. Βρετανία, του Αλ. Τσίπρα στην Ελλάδα...
Ένας εθνικός διάλογος για το ευρώ
Τα ευρωπαϊκά πανηγύρια για τα ιταλικά αποτελέσματα είχαν, ωστόσο, έναν βαθύτερο λόγο: τον φόβο των ευρωπαϊκών ελίτ μπροστά στο κύμα ευρωαμφισβήτησης που σάρωσε την Ιταλία κατά την προεκλογική περίοδο, ως συνέπεια της ανάδυσης ενός εθνικού δημόσιου διαλόγου για την οικονομία της γείτονος χώρας και τα προβλήματά της. Μιλώ για εθνικό δημόσιο διάλογο με όλη την έννοια του όρου: στην προεκλογική Ιταλία έγινε μια ευρεία δημόσια συζήτηση που συμπεριέλαβε όλα τα μίντια, και την τηλεόραση, φτάνοντας ως το κάθε σπίτι, με τη συμμετοχή ανθρώπων και εκτός πολιτικής, προερχόμενων από τη σφαίρα της οικονομικής θεωρίας και των επιχειρήσεων, αδιακρίτως ευρωπαϊστών και ευρωσκεπτικιστών.
Με τη συμμετοχή, δηλαδή, ευρωσκεπτικιστών οικονομολόγων που ανέλυσαν σε πανεθνικό δίκτυο την αρνητική επιρροή του ευρώ στην ιταλική οικονομία και τον ρόλο του ως εμποδίου στην ανάκαμψη αλλά και ενεργών επιχειρηματιών που, βλέποντας τις επιχειρήσεις τους να χάνονται μέσα στη δίνη της πτώσης της ζήτησης, της αύξησης των φόρων και της αδυναμίας δανεισμού, φώναξαν υπέρ της αλλαγής των ευρωπαϊκών κι εθνικών πολιτικών.
Με δυο λόγια, η Ιταλία στάθηκε η μόνη χώρα του Ευρωπαϊκού Νότου που έκανε εκλογές με ευρωσκεπτικιστικά ΜΜΕ και μια κραυγή απόγνωσης της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας να αντηχεί, μέσω των τηλεοπτικών καναλιών, σε όλη τη χώρα.
• Με τον Alberto Bagnai, καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας του Πανεπιστημίου Γκαμπριέλε Ντ' Ανούντσιο, και συγγραφέα του μπεστ σέλερ "Il Tramonto dell' Euro" (Η Δύση του Ευρώ), να αναδεικνύεται σε τηλεοπτικό αστέρα και να αντιμετωπίζει με επιτυχία βαριά πολιτικά ονόματα όπως τον επικεφαλής της ευρωλίστας Ρέντσι, Τζιάνι Πιτέλα, και τον φιλελεύθερο υποψήφιο για την Επιτροπή, Γκι Φερχόφσταντ. Υπό την επιρροή του Μπανιάι και άλλων συναδέλφων του, η ιταλική κοινή γνώμη μετακινήθηκε προς τον ευρωσκεπτικισμό, ο Γκρίλο μεταστράφηκε κατά του ευρώ κι ο Ματέο Ρέντσι υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει, έστω κι εμμέσως, το ρόλο του κοινού νομίσματος στην επιδείνωση της ιταλικής ανεργίας.
• Με την κραυγή αγωνίας των ιταλικών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων για τη συντελούμενη στη γείτονα χώρα οικονομική και ανθρώπινη καταστροφή – η οποία όμως, δεν έμεινε στο επίπεδο της χοντροκομμένης γκρίνιας για την «κακιά κυβέρνηση» και την «κακιά Ευρώπη», αλλά προσέλαβε στοιχεία ανάλυσης, εστίασε γόνιμα στο πρακτικό και συγκεκριμένο, στα πώς, τα γιατί και τα τι-πρέπει-να-αλλάξει των εθνικών και ευρωπαϊκών παθογενειών.
Η κραυγή των μικρομεσαίων
Οι Ιταλοί δημοσιογράφοι και οι επιχειρηματίες που κάλεσαν στις εκπομπές τους φώτισαν τις αρνητικές συνέπειες της αδυναμίας δανεισμού («ακόμη και οι κερδοφόρες επιχειρήσεις του Βένετο είναι αδύνατο να δανειστούν, έστω και με υψηλά επιτόκια»), που οδηγεί σε συρρίκνωση δραστηριοτήτων, απολύσεις, λουκέτα κι αυτοκτονίες. Μίλησαν για την αρνητική επιρροή της υπερφορολόγησης, («για κάθε 100 ευρώ που βγάζω τα 60 είναι φόροι, πώς να είμαι βιώσιμος») στην ανταγωνιστικότητα των ΜΜΕ οι οποίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ιταλικής οικονομίας.
Ανέδειξαν τα οικονομικά εμπόδια που προέρχονται από τις Βρυξέλλες, όπως οι διαρκείς απαιτήσεις για νέες πιστοποιήσεις τις οποίες μεγάλο μέρος των ιταλικών ΜΜΕ δεν μπορεί να ακολουθήσει μέσα στο σύγχρονο τοξικό κλίμα («Οι μικρές εταιρείες του κλάδου κλιματισμού στην Ιταλία δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτά τα κόστη, μόνο οι γαλλικές μεσαίες το μπορούν»). Περιέγραψαν τις αδυναμίες των προτεινόμενων ευρωπαϊκών λύσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης («Μας προτείνουν είσοδο σε νέες αγορές.Δεν γίνεται να αναζητήσω συμβόλαια στη Γαλλία υπ' αυτές τις συνθήκες. Πώς να προσλάβω κάποιον όταν αμφιβάλω για το αν θα υπάρχω αύριο;») και μίλησαν για την πολύ περιορισμένη αποτελεσματικότητα των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, που υποτίθεται ότι, υπό τις σημερινές οικονομικές συνθήκες, αποτελούν τον κύριο ή και μοναδικό παράγοντα στήριξης των επιχειρήσεων του Νότου («Τα ευρωπαϊκά προγράμματα και οι χρηματοδοτήσεις, έτσι όπως λειτουργούν στην Ιταλία, δεν προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια ούτε στην απασχόληση ούτε στη στήριξη των μικρών επιχειρήσεων, διότι δεν συνδυάζονται με στοχευμένο τρόπο»).
Μείωση των φόρων στα χαμηλά εισοδήματα, με μείωση του «κόστους της πολιτικής»
Κι όμως, μέσα σε ένα τόσο ευρωσκεπτικιστικό κλίμα, ο Ματέο Ρέντσι πέτυχε μεγάλη νίκη. Το πρωτοφανές 41% που συγκέντρωσε το κόμμα του – από 25% πέρσι – οφείλεται βεβαίως στην παρακμή του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και στην άντληση ψήφων από την εκλογική δεξαμενή των ψηφοφόρων του Μάριο Μόντι του οποίου αποτελεί τον φυσικό συνεχιστή, μάλλον όμως οφείλεται και σε επιδοκιμασία των Ιταλών γιατί ό,τι ο ίδιος έκανε σωστά. Διότι στο διάστημα που προηγήθηκε των ευρωεκλογών, μέσα σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες ο Ματέο Ρέντσι έκανε κάτι σωστά: εφάρμοσε μια συνεκτική πολιτική με οικονομικό νόημα η οποία συνδύαζε:
• Μια προσωρινή συμβιβαστική συμφωνία με το Βερολίνο: ο Ιταλός πρωθυπουργός δεσμεύτηκε να μην αμφισβητήσει τους νέους, γερμανικής κοπής, κανόνες της Ευρωζώνης, ζητώντας σε αντάλλαγμα να του επιτραπεί μια πολύ αργή δημοσιονομική προσαρμογή.
• Τη μείωση των φόρων στα χαμηλά εισοδήματα προκειμένου να τονωθεί η εγχώρια κατανάλωση και να σταθεροποιηθεί η οικονομία, με τρόπο δημοσιονομικά ουδέτερο. Σε αντιστάθμισμα δρομολογήθηκε η μείωση των δημοσίων δαπανών – με τμήμα της να αφορά το «κόστος της πολιτικής», δηλαδή των υψηλών μισθών των κυβερνητικών στελεχών σε ΔΕΚΟ, δημόσιους οργανισμούς κλπ.
Δεν τα γράφω αυτά για να εκφράσω την πίστη μου στο Ματέο Ρέντσι – έτσι κι αλλιώς τα οικονομικά σύννεφα ξαναμαζεύονται πάνω από τη Ρώμη. Θέλω να προτείνω όμως το παράδειγμα του εθνικού διαλόγου και των κυβερνητικών επιλογών της Ιταλίας ως αντανακλαστικούς καθρέφτες που έχουν κάτι να μας αποκαλύψουν για τις δικές μας δημόσιες συζητήσεις και κυβερνητικές επιλογές. Όσα προβλήματα κι αν έχει η Ιταλία, ανταποκρίνεται στο πρότυπο του ευρωπαϊκού δημοκρατικού κράτους, αναπτύσσει εθνικούς διαλόγους και διαθέτει κυβερνήσεις που παλεύουν την κρίση με ορθολογικές πολιτικές. Εμείς τι είμαστε και τι κάνουμε;
Καμία συζήτηση για την χρεοκοπία και τον ιδιωτικό τομέα;
Είχαμε κι εμείς ευρωεκλογές μαζί με τους Ιταλούς και πριν από αυτές κάναμε τις δικές μας προεκλογικές συζητήσεις. Μόνο που στις δικές μας συζητήσεις, ιδίως τις τηλεοπτικές – οι οποίες είναι όμως και οι σημαντικότερες γιατί η τηλεόραση έχει μεγαλύτερη εμβέλεια από κάθε άλλο μέσο – κυριάρχησαν οι πολιτικοί, έλειψαν οι άνθρωποι της οικονομίας, των επιχειρήσεων και κάθε εναλλακτική φωνή.
Αλλά αυτή η χαρακτηριστικά ελληνική υπερκυριαρχία του πολιτικού, η οποία διαπιστώνεται σε όλους τους θεσμούς, από τα ΜΜΕ ως τη δικαιοσύνη και τα πανεπιστήμια, δεν απέδωσε τίποτα που να έχει σχέση με εθνικό διάλογο· απέδωσε έναν στείρο κι επί της ουσίας καθαρά ψηφοθηρικό, επικοινωνιακό λόγο: λίγη ονοματολογία γύρω από τις ευρω-υποψηφιότητες των κομμάτων, άφθονες παραστάσεις πολιτικού θεάτρου και υψηλής οχλοβοής – απ' αυτές που σε κάνουν να κλείνεις την τηλεόραση... – και βαρετές – τις έχουμε ακούσει τόσες φορές που τις μάθαμε απέξω... – συζητήσεις με εναλλαγές ανάμεσα στα δοξαστικά κηρύγματα αισιοδοξίας για την ανάπτυξη που νάτην-έρχεται-φτάνει-στην επόμενη-στροφή-είναι της συγκυβέρνησης και την σε πολλά σημεία ορθή αλλά αδούλευτη κριτική-γκρίνια του ΣΥΡΙΖΑ.
Ας δεχτούμε ότι εμείς δεν είχαμε τους ίδιους λόγους με την Ιταλία να συζητήσουμε σε εθνικό επίπεδο για το ευρώ. Οι κουβέντες αυτές έπρεπε να έχουν γίνει στην Ελλάδα παλαιότερα, προ PSI, αν και είναι πρόβλημα η γενικευμένη άγνοια αναφορικά με την αρνητική επιρροή του νομίσματος στην παραγωγική ανασυγκρότηση και τη μείωση της ανεργίας. Έστω λοιπόν ότι δεν είχαμε τους ίδιους λόγους να συζητήσουμε για το ευρώ, είχαμε όμως κάθε λόγο να συζητήσουμε για τη δημοσιονομική χρεοκοπία, η οποία είναι πάντα εδώ, μασκαρεμένη κάτω από τα 65 δις των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το δημόσιο και τα ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων.
Είχαμε επίσης κάθε λόγο να συζητήσουμε για τους τρόπους με τους οποίους το δημόσιο χρέος μεταφέρεται πάνω σε ό,τι συγκροτεί αυτό που λέμε ιδιωτικό τομέα της οικονομίας π.χ. στις ΜΜΕ, τους ΕΕ αλλά και τους άνεργους, επιδρά πάνω στους συντελεστές της παραγωγής, την αγορά ακινήτων και διαβρώνει ό,τι ζωντανό οικονομικά έχει απομείνει σε αυτή τη χώρα. Πάρα πολλά έπρεπε να συζητήσουμε αλλά οι πολιτικοί που ήταν οι καλεσμένοι των τηλεοπτικών εκπομπών το απέφυγαν: δεν μίλησαν για τους μηχανισμούς καταστροφής του ιδιωτικού τομέα, ούτε για την αναποτελεσματικότητα των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, ούτε για τις εθνικές παθογένειες, τίποτα πρακτικό, τίποτα συγκεκριμένο, καμιά μέριμνα για αλλαγές ώστε να σωθεί αν κάτι μπορεί να σωθεί...
Εν πάση περιπτώσει, με αυτά και με αυτά έφτασε η 25η Μαΐου και η λαϊκή ψήφος ανέδειξε νικητή των ευρωεκλογών τον ΣΥΡΙΖΑ και τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής σταθερότητας στην Ελλάδα ηττημένες. Από την επαύριο των εκλογών, βεβαίως, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ άρχισαν μια προσπάθεια να υποβαθμίσουν την ήττα τους, αλλά η απώλεια 10 ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με τις εκλογές του 2012 δείχνει λαϊκή αποδοκιμασία επειδή η συμπολίτευση μάλλον κάνει κάτι στραβά. Κι όντως η συμπολίτευση κάτι κάνει στραβά: μέσα σε συνθήκες κόκκινου συναγερμού, – σε αντίθεση με τον Ματέο Ρέντσι – εφαρμόζει μια πολιτική χωρίς συνοχή και οικονομική λογική η οποία οδηγεί τη χώρα στην κατάρρευση...
Μια πολιτική χωρίς συνοχή και οικονομικό νόημα
Καλώς ή κακώς, όταν στο διάστημα 2010-2012 η Ελλάδα ήρθε αντιμέτωπη με το φάσμα της χρεοκοπίας, οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ έκαναν μια επιλογή: της παραμονής στο ευρώ και στην ΕΕ, με κούρεμα του δημόσιου ομολογιακού χρέους προς τα ιδιωτικά πιστωτικά ιδρύματα και μετατροπή του σε ευρωπαϊκά διακρατικά δάνεια.
Η επιλογή αυτή είχε πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Τα πλεονεκτήματά της ήταν ότι διακύβευε λιγότερο την εσωτερική σταθερότητα και τις σχέσεις με την Ευρώπη, διατηρούσε άθικτες τις καταθέσεις κι επέτρεπε στην ελληνική οικονομία να ξεφουσκώσει με πιο αργούς ρυθμούς. Το μειονέκτημά της ήταν εγκλώβιζε μακροπρόθεσμα τη χώρα σε μια συνθήκη υφεσιακών και μόνον δυναμικών. Πώς να ανακάμψει μια χρεοκοπημένη χώρα, με ανοιχτή οικονομία, σκληρό νόμισμα, υψηλές δημόσιες δαπάνες, μεγάλο εξωτερικό χρέος, ανεπαρκή χρηματοδότηση και παραγωγή προϊόντων χαμηλής προστιθέμενης αξίας; Αφ' ής στιγμής έγινε η επιλογή του ευρώ, η μόνη πολιτική με οικονομικό νόημα περιλάμβανε την αποφασιστική μείωση των δημοσίων δαπανών, την ολοκλήρωση της εσωτερικής υποτίμησης και τη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος ώστε να υπάρξουν πολλές νέες επενδύσεις.
Η μείωση των δαπανών θα έπρεπε να είναι ο πρώτος στόχος επειδή αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την επιδίωξη των άλλων δύο, δύσκολα όμως επιτυγχάνεται όταν έχεις βγάλει τόσο κόσμο στη σύνταξη. Θα γινόταν πιο εφικτή αν τα πολιτικά κόμματα παραιτούνταν από τις επικοινωνιακές κυνομαχίες και συνεννοούνταν, δίνοντας τα ίδια πρώτα το καλό παράδειγμα με τη δραστική μείωση του «κόστους της πολιτικής» – γιατί ο Ρέντσι το διανοείται αλλά οι έλληνες πολιτικοί όχι; Αν μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες, μπορεί να ολοκληρωθεί η εσωτερική υποτίμηση ώστε να μειωθούν όλα τα κόστη – εισφορών, ενέργειας, μεταφορών-διοδίων, μεταπρατικών αλυσίδων κλπ. – όχι βέβαια χωρίς συγκρούσεις και προβλήματα σε κάποιους κλάδους. Τα της βελτίωσης του επενδυτικού περιβάλλοντος είναι θέμα πολιτικής βούλησης και αφορά πράγματα γνωστά και πολυσυζητημένα: γραφειοκρατία, διαφθορά, ταχεία απονομή δικαιοσύνης κλπ.
Να όμως που σήμερα, δύο χρόνια μετά το PSI και τις εκλογές του 2012, τίποτα από όλα αυτά δεν έχει γίνει. Οι δημόσιες δαπάνες διατηρούνται ψηλά, παρομοίως και όλα τα κόστη – πλην μισθών – ενώ λείπουν οι ουσιαστικές βελτιώσεις και στο επενδυτικό περιβάλλον. Γινόμαστε βεβαίως μάρτυρες μιας θέσπισης ή ad hoc αναγνώρισης προνομιακών εξαιρέσεων και ευνοϊκών διαδικασιών προς ελάχιστους μεγάλους οικονομικούς παίκτες, αλλά για τους υπόλοιπους κυριαρχεί το χάος και το ανελέητο φοροκυνηγητό.
Και κάπως έτσι καταλήγουμε στην τρέχουσα μιζέρια: όποιος μπορεί να φεύγει, όσες ΜΜΕ και ΕΕ δεν αντέχουν να δίνουν το 60% του τζίρου τους στο κράτος να εγκαταλείπουν δραστηριότητες και να κλείνουν βιβλία, οι άνεργοι να παραληρούν με την τεκμαρτή φορολόγηση και τους φόρους στα ακίνητα σε μια ανύπαρκτη αγορά, ο κοινωνικός ιστός να έχει διαρραγεί, το μίσος να βράζει και κανείς μα κανείς να μην καταλαβαίνει αν οι δυνάμεις της συγκυβέρνησης αντιλαμβάνονται κάτι πέρα από τα νούμερα του προϋπολογισμού και τι τις κάνει να πιστεύουν ότι θα σταθεί τα πόδια της μια οικονομία που παράγει ζημιές αντί για κέρδη κι όπου άπαντες οι μικροί – εργαζόμενοι, ΕΕ, επιχειρηματίες – ψάχνουν επί ματαίω τρόπους να καλύψουν τους ευρωπαϊκού επιπέδου φόρους τους με τα όλο και λιγότερα ευρώ που κυκλοφορούν εντός της ελληνικής επικράτειας.
Το μετεκλογικό κερασάκι
Κι όποιος ελπίζει να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο στο άμεσο μέλλον, ας το ξεχάσει. Αφού περίμενε καμιά βδομάδα τις αναλύσεις των δημοσκόπων για την κοινωνική και ταξική σύνθεση της ψήφου, ο μεγάλος εταίρος του κυβερνητικού συνασπισμού κυκλοφόρησε ένα non paper με το μήνυμα των εκλογών όπου συμπέρανε ότι όλα βαίνουν καλώς, με ελάχιστες μόνο φορολογικές αδικίες οι οποίες θα διορθωθούν. Μόνο που οι αδικίες που εντόπισε η ΝΔ δεν αφορούν τους έχοντες μηδενικά εισοδήματα, ή τις απαξιωμένες κατοικίες 60 και 70 ετών ή τη φορολογία των ΕΕ – παρόμοιες σκέψεις θα σήμαιναν ασκώ οικονομική πολιτική με οικονομικά ή έστω κοινωνικά κριτήρια αλλά αυτό, καθώς φαίνεται, η ΝΔ το θεωρεί ανορθολογικό.
Οι αδικίες αφορούν τους αγρότες και τη μεσαία τάξη – δηλαδή στρώματα που η ΝΔ είτε διεκδικεί παραδοσιακά είτε την υπερψήφισαν έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, άρα ετοιμάζει γι' αυτά χατιράκια ώστε να διασφαλίσει την μελλοντική ψήφο τους...
Φάε τη σκόνη μας Ρέντσι... το ελληνικό πολιτικό σύστημα της λαϊκής πελατοκρατίας και του ολιγαρχικού κορπορατισμού σε χαιρετά.
ΥΓ. Η καταστροφή της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, προφανώς, θα συνεχιστεί...
* Η Μαριάννα Τόλια είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου "Το ευρώ, ο Νότος και η Ελλάδα. Έρευνες και Προσεγγίσεις για την κρίση στον Ευρωπαϊκό Νότο και τον ρόλο του ευρώ", Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, Αθήνα 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου