Η υπερουριχαιμία (αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος) είναι πολύ συχνή στο γενικό πληθυσμό.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής έχει βρεθεί ότι 50% των ενηλίκων παρουσιάζουν υπερουριχαιμία. Συνήθως συνυπάρχει με άλλα νοσήματα όπως υπέρταση, μεταβολικό σύνδρομο, καρδιαγγειακά, διαβήτη ή παχυσαρκία.
Εάν
δεν προσεχθεί μπορεί να οδηγήσει σε μία από τις πιο συχνές φλεγμονώδεις
παθήσεις των αρθρώσεων, την ουρική αρθρίτιδα. Επομένως είναι σημαντικό
να γνωρίζουμε τι ακριβώς σημαίνουν οι υψηλές συγκεντρώσεις ουρικού οξέος...
για τον οργανισμό και πώς μπορούμε να τις μειώσουμε μέσω αλλαγής των διατροφικών μας συνηθειών.
Ουρικό οξύ
Το ουρικό οξύ παράγεται από όλα τα κύτταρα του οργανισμού, κυκλοφορεί στο αίμα και αποβάλλεται μέσω των ούρων. Πρόκεται για το τελικό προιόν της αποικοδόμησης των πουρινών. Οι πουρίνες αποτελούν βασικό συστατικό των νουκλεϊκών οξέων (DNA, RNA) του οργανισμού μας, αλλά ανευρίσκονται επίσης και σε πλήθος τροφών (κυρίως σε πρωτεινούχες τροφές).
Κατά τη διάσπασή τους δίνουν ουρικό οξύ το οποίο και αποβάλλεται από τα νεφρά. Οι φυσιολογικές τιμές ουρικού οξέος στο αίμα κυμαίνονται μεταξύ 3,5-7,2 mg /dl στους άνδρες, 2,6-6,0 mg / dl στις γυναίκες και 2,0-5,5 mg /dl στα παιδιά. Θα πρέπει να τονιστεί ότι το ουρικό οξύ δεν αποτελεί μόνο ένα τελικό προιόν αποικοδόμησης αλλά σε φυσιολογικές ποσότητες έχει ένα σημαντικό προστατευτικό ρόλο διότι είναι ένα ισχυρό αντιοξειδωτικό και εκκαθαριστής υψηλής δραστικότητας ελευθέρων ριζών.
Μάλιστα διάφορες έρευνες έχουν δείξει κατά καιρούς ότι μπορεί να συνεισφέρει στη μεγαλύτερη διάρκεια ζωής στους ανθρώπους και στη χαμηλότερη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου.
Υπερουριχαιμία και ουρική αρθρίτιδα
Παρόλα αυτά η συσσώρευσή του στον οργανισμό δημιουργεί διάφορα προβλήματα. Τιμές ουρικού οξέος πάνω από 7mg/dl συνιστούν αυτό που λέμε ‘υπερουριχαιμία’. Κατά την υπερουριχαιμία αυτό που συμβαίνει είναι η δημιουργία κρυστάλλων ουρικού, οι οποίοι επικάθονται σε διάφορα σημεία του σώματος (κυρίως στις αρθρώσεις και στα νεφρά) προκαλώντας βλάβες και πόνο.
Η υπερουριχαιμία μπορεί να προκαλέσει ουρική αρθρίτιδα αλλά και νεφρικές βλάβες. Συνήθη αίτια υπερουριχαιμίας είναι η μειωμένη αποβολή ουρικού οξέος από τα νεφρά ή η αυξημένη σύνθεση του λόγω μεταβολικών διαταραχών- πχ έλλειψη ορισμένων ενζύμων λόγω γενετικών ανωμαλιών έχει ως αποτέλεσμα αυξημένη σύνθεση πουρινών, οι οποίες με τη σειρά τους αυξάνουν την παραγωγή ουρικού οξέος.
Διαιτητική αντιμετώπιση
Σε συνδυασμό με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή (στις περιπτώσεις που κρίνεται αναγκαία), η διατροφή μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο για τη μείωση των επιπέδων του ουρικού οξέος. Πιο συγκεκριμένα, επειδή όπως προαναφέρθηκε η κύρια πηγή παραγωγής ουρικού οξέος είναι οι πουρίνες, η κυριότερη σύσταση για τη διαιτητική αντιμετώπιση της υπερουριχαιμίας είναι ο περιορισμός των τροφίμων που είναι πλούσια σε πουρίνες.
Τέτοιες τροφές είναι οι αντσούγιες, τα εντόσθια, οι ρέγκες, το σκουμπρί, τα αλλαντικά, οι σαρδέλες, τα θαλασσινά (γαρίδες, οστρακοειδή, αστακός, κ.λ.π.), οι σούπες και οι ζωμοί κρεάτων, τα σπαράγγια, το σπανάκι, το κουνουπίδι, τα μανιτάρια και το κυνήγι. Επιπλέον επειδή το κόκκινο κρέας αποτελεί επίσης σημαντική πηγή πουρινών προτείνεται η μερική αντικατάστασή του από σόγια:
Από μελέτες έχει βρεθεί ότι η σόγια αυξάνει την απέκκριση και κάθαρση του ουρικού οξέος από τα νεφρά. Γενικότερα σε ασθενείς με αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος συστήνεται η κύρια πηγή πρωτεϊνικής πρόσληψης να είναι τα γαλακτοκομικά προιόντα χαμηλά σε λιπαρά και η σόγια.
Ταυτόχρονα σε περιπτώσεις υπερουριχαιμίας θα πρέπει να καταναλώνονται επαρκείς ποσότητες νερού (>2λίτρα ημερησίως), καθώς το νερό συμβάλλει στην αποβολή ουρικού από τον οργανισμό και περιορίζει τη δημιουργία κρυστάλλων ουρικού.
Επίσης η πρόσληψη αλκοόλ θα πρέπει να μετριαστεί, καθώς έχει βρεθεί ότι η αιθανόλη όχι μόνο αυξάνει την παραγωγή ουρικού αλλά συγχρόνως μειώνει και την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της υπερουριχαιμίας.
Σε περιπτώσεις παχυσαρκίας συνιστάται η απώλεια βάρους: η διατήρηση ενός σωματικού βάρους μέσα σε φυσιολογικά πλαίσια συμβάλλει στην αντιμετώπιση της υπερουριχαιμίας. Παρόλα αυτά χρειάζεται προσοχή- η απώλεια βάρους θα πρέπει να είναι σταδιακή και το διαιτολόγιο θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένο ανάλογα. Οι στερητικές δίαιτες χωρίς προσεκτικό υπολογισμό της πρόσληψης πουρινών επιδεινώνουν την κατάσταση.
Τέλος καλό θα είναι να αποφεύγονται τα βαριά και μεγάλα γεύματα, ιδιαίτερα κατά τις βραδυνές ώρες καθώς προάγουν το σχηματισμό κρυστάλλων ουρικού νατρίου.
Συνοψίζοντας, οι διατροφικοί χειρισμοί είναι σημαντικοί για την αντιμετώπιση της υπερουριχαιμίας και τον περιορισμό των συμπτωμάτων που προκαλεί η ουρική αρθρίτιδα. Επομένως δεν αρκεί απλώς η λήψη της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής αλλά χρειάζεται να γίνουν και ουσιαστικές αλλαγές στον τρόπο διατροφής των συγκεκριμένων ασθενών.
Η σταδιακή υιοθέτηση των παραπάνω συμβουλών κρίνεται κάτι παραπάνω από απαραίτητη προκειμένου να προληφθεί η εμφάνιση ουρικής αρθρίδας αλλά και για να βελτιωθεί ουσιαστικά η καθημερινότητα και η ποιότητα ζωής των ανθρώπων που ήδη πάσχουν από αυτή.
για τον οργανισμό και πώς μπορούμε να τις μειώσουμε μέσω αλλαγής των διατροφικών μας συνηθειών.
Ουρικό οξύ
Το ουρικό οξύ παράγεται από όλα τα κύτταρα του οργανισμού, κυκλοφορεί στο αίμα και αποβάλλεται μέσω των ούρων. Πρόκεται για το τελικό προιόν της αποικοδόμησης των πουρινών. Οι πουρίνες αποτελούν βασικό συστατικό των νουκλεϊκών οξέων (DNA, RNA) του οργανισμού μας, αλλά ανευρίσκονται επίσης και σε πλήθος τροφών (κυρίως σε πρωτεινούχες τροφές).
Κατά τη διάσπασή τους δίνουν ουρικό οξύ το οποίο και αποβάλλεται από τα νεφρά. Οι φυσιολογικές τιμές ουρικού οξέος στο αίμα κυμαίνονται μεταξύ 3,5-7,2 mg /dl στους άνδρες, 2,6-6,0 mg / dl στις γυναίκες και 2,0-5,5 mg /dl στα παιδιά. Θα πρέπει να τονιστεί ότι το ουρικό οξύ δεν αποτελεί μόνο ένα τελικό προιόν αποικοδόμησης αλλά σε φυσιολογικές ποσότητες έχει ένα σημαντικό προστατευτικό ρόλο διότι είναι ένα ισχυρό αντιοξειδωτικό και εκκαθαριστής υψηλής δραστικότητας ελευθέρων ριζών.
Μάλιστα διάφορες έρευνες έχουν δείξει κατά καιρούς ότι μπορεί να συνεισφέρει στη μεγαλύτερη διάρκεια ζωής στους ανθρώπους και στη χαμηλότερη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου.
Υπερουριχαιμία και ουρική αρθρίτιδα
Παρόλα αυτά η συσσώρευσή του στον οργανισμό δημιουργεί διάφορα προβλήματα. Τιμές ουρικού οξέος πάνω από 7mg/dl συνιστούν αυτό που λέμε ‘υπερουριχαιμία’. Κατά την υπερουριχαιμία αυτό που συμβαίνει είναι η δημιουργία κρυστάλλων ουρικού, οι οποίοι επικάθονται σε διάφορα σημεία του σώματος (κυρίως στις αρθρώσεις και στα νεφρά) προκαλώντας βλάβες και πόνο.
Η υπερουριχαιμία μπορεί να προκαλέσει ουρική αρθρίτιδα αλλά και νεφρικές βλάβες. Συνήθη αίτια υπερουριχαιμίας είναι η μειωμένη αποβολή ουρικού οξέος από τα νεφρά ή η αυξημένη σύνθεση του λόγω μεταβολικών διαταραχών- πχ έλλειψη ορισμένων ενζύμων λόγω γενετικών ανωμαλιών έχει ως αποτέλεσμα αυξημένη σύνθεση πουρινών, οι οποίες με τη σειρά τους αυξάνουν την παραγωγή ουρικού οξέος.
Διαιτητική αντιμετώπιση
Σε συνδυασμό με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή (στις περιπτώσεις που κρίνεται αναγκαία), η διατροφή μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο για τη μείωση των επιπέδων του ουρικού οξέος. Πιο συγκεκριμένα, επειδή όπως προαναφέρθηκε η κύρια πηγή παραγωγής ουρικού οξέος είναι οι πουρίνες, η κυριότερη σύσταση για τη διαιτητική αντιμετώπιση της υπερουριχαιμίας είναι ο περιορισμός των τροφίμων που είναι πλούσια σε πουρίνες.
Τέτοιες τροφές είναι οι αντσούγιες, τα εντόσθια, οι ρέγκες, το σκουμπρί, τα αλλαντικά, οι σαρδέλες, τα θαλασσινά (γαρίδες, οστρακοειδή, αστακός, κ.λ.π.), οι σούπες και οι ζωμοί κρεάτων, τα σπαράγγια, το σπανάκι, το κουνουπίδι, τα μανιτάρια και το κυνήγι. Επιπλέον επειδή το κόκκινο κρέας αποτελεί επίσης σημαντική πηγή πουρινών προτείνεται η μερική αντικατάστασή του από σόγια:
Από μελέτες έχει βρεθεί ότι η σόγια αυξάνει την απέκκριση και κάθαρση του ουρικού οξέος από τα νεφρά. Γενικότερα σε ασθενείς με αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος συστήνεται η κύρια πηγή πρωτεϊνικής πρόσληψης να είναι τα γαλακτοκομικά προιόντα χαμηλά σε λιπαρά και η σόγια.
Ταυτόχρονα σε περιπτώσεις υπερουριχαιμίας θα πρέπει να καταναλώνονται επαρκείς ποσότητες νερού (>2λίτρα ημερησίως), καθώς το νερό συμβάλλει στην αποβολή ουρικού από τον οργανισμό και περιορίζει τη δημιουργία κρυστάλλων ουρικού.
Επίσης η πρόσληψη αλκοόλ θα πρέπει να μετριαστεί, καθώς έχει βρεθεί ότι η αιθανόλη όχι μόνο αυξάνει την παραγωγή ουρικού αλλά συγχρόνως μειώνει και την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της υπερουριχαιμίας.
Σε περιπτώσεις παχυσαρκίας συνιστάται η απώλεια βάρους: η διατήρηση ενός σωματικού βάρους μέσα σε φυσιολογικά πλαίσια συμβάλλει στην αντιμετώπιση της υπερουριχαιμίας. Παρόλα αυτά χρειάζεται προσοχή- η απώλεια βάρους θα πρέπει να είναι σταδιακή και το διαιτολόγιο θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένο ανάλογα. Οι στερητικές δίαιτες χωρίς προσεκτικό υπολογισμό της πρόσληψης πουρινών επιδεινώνουν την κατάσταση.
Τέλος καλό θα είναι να αποφεύγονται τα βαριά και μεγάλα γεύματα, ιδιαίτερα κατά τις βραδυνές ώρες καθώς προάγουν το σχηματισμό κρυστάλλων ουρικού νατρίου.
Συνοψίζοντας, οι διατροφικοί χειρισμοί είναι σημαντικοί για την αντιμετώπιση της υπερουριχαιμίας και τον περιορισμό των συμπτωμάτων που προκαλεί η ουρική αρθρίτιδα. Επομένως δεν αρκεί απλώς η λήψη της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής αλλά χρειάζεται να γίνουν και ουσιαστικές αλλαγές στον τρόπο διατροφής των συγκεκριμένων ασθενών.
Η σταδιακή υιοθέτηση των παραπάνω συμβουλών κρίνεται κάτι παραπάνω από απαραίτητη προκειμένου να προληφθεί η εμφάνιση ουρικής αρθρίδας αλλά και για να βελτιωθεί ουσιαστικά η καθημερινότητα και η ποιότητα ζωής των ανθρώπων που ήδη πάσχουν από αυτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου