Με πιο πρόσφατο το παράδειγμα της ανάρτησης μιας ακραίας λαϊκίστριας πολιτικού που προσπάθησε να δημιουργήσει θέμα από το μηδέν, με ευφάνταστο περιεχόμενο, με απώτερο σκοπό να προσελκύσει την προσοχή δυσαρεστημένων πολιτών.
Η συγκεκριμένη ανάρτηση πυροδότησε ένα πλήθος παρεμβάσεων που αναπαρήγαγαν «ειδήσεις» περί προστίμων σχετικά με τη διακίνηση του «σπιτικού» ελαιόλαδου που καλύπτει τις οικογενειακές μας ανάγκες.
Πώς αντιμετωπίζεται το ψέμα;
Πώς αποκαλύπτεται η διαστρέβλωση της πραγματικότητας;
Πώς αποσυντίθεται η παραπληροφόρηση;
Στην προσπάθεια σύνθεσης του παζλ «ελαιόλαδο», με βοήθησε ιδιαίτερα ο Μανώλης Γιαννούλης, ο οποίος είναι πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιόλαδου. Ένας επιχειρηματίας που κουβαλάει πίσω του μια εμπειρία 49 ετών.
Όσον αφορά τη «μάχη του τενεκέ» ο Μανώλης Γιαννούλης μας έκανε πιο σοφούς. Η συσκευασία των 5 λίτρων, αποτελεί εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας που έχει υιοθετηθεί από το ελληνικό δίκαιο ήδη από το 2002 και η οποία αφορά την τυποποίηση του ελαιόλαδου που φτάνει μέχρι το ράφι του supermarket και τον τελικό καταναλωτή.
Ποια είναι, όμως, η ποσότητα του ελαιόλαδου που φτάνει στο ράφι;
Η ετήσια παραγωγή ελαιόλαδου στη χώρα μας κινείται ανάμεσα στους 250 και στους 400 χιλιάδες τόνους.
Από αυτούς περίπου 110 χιλιάδες τόνοι καταναλώνονται στη χώρα μας με την κατά κεφαλή κατανάλωση να βρίσκεται στα 10,3 κιλά σε ετήσια βάση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας (IOC), η Ελλάδα βρίσκεται 2η στη συγκεκριμένη λίστα, με πρώτη την Ισπανία, όπου η κατά κεφαλή κατανάλωση ελαιόλαδου σε ετήσια βάση βρίσκεται στα 11,4 κιλά. Ακολουθεί η Ιταλία με 7,1 κιλά, η Συρία με 6,8 κιλά, η Κύπρος με 6,3 κιλά, η Πορτογαλία με 5,8 κιλά, η Αλβανία με 5,2 κιλά και το Μαρόκο με 3,7 κιλά. Δηλαδή οι χώρες, των οποίων οι κάτοικοι ακολουθούν τη μεσογειακή διατροφή.
Το υπόλοιπο μέρος της εγχώριας παραγωγής ελαιόλαδου εξάγεται, με τις συγκεκριμένες εξαγωγές να αναδεικνύουν τα διαχρονικά προβλήματα στον χώρο της τυποποίησης, του branding και της «εισβολής» στα supermarkets των ξένων χωρών, όπου το ελαιόλαδο αντιμετωπίζεται ως είδος διατροφικής πολυτελείας, ακόμα και ως φάρμακο. Όμως αυτό είναι ένα ενδιαφέρον θέμα που θα μας απασχολήσει σε άλλο άρθρο.
Ο κ. Γιαννούλης μου εξήγησε ότι από αυτούς τους 110 χιλιάδες τόνους ελαιόλαδου που καταναλώνονται εγχωρίως, μόλις οι 25 χιλιάδες τόνοι πωλούνται μέσω των διαφόρων σημείων λιανικής πώλησης προς τους καταναλωτές.
Τι σημαίνει αυτό;
Ότι καταναλώνονται περίπου 80 με 85 χιλιάδες τόνοι ελαιόλαδου, που φτάνουν από το ελαιοτριβείο στο τραπέζι με κάποιον άλλον τρόπο.
Το επιχείρημα περί ιδιοκατανάλωσης του υπόλοιπου παραγόμενου ελαιόλαδου, αδυνατεί να καλύψει μια τόσο μεγάλη ποσότητα. Πόσες είναι οι οικογένειες, οι συγγενείς και οι φίλοι των ελαιοπαραγωγών, των συλλεκτών των καρπών και των ενασχολούμενων με τη σύνθλιψη των ελιών; Καθ’ υπερβολή μπορεί να υποτεθεί ότι η ιδιοκατανάλωση μπορεί να προσεγγίζει τους 20 χιλιάδες τόνους.
Επομένως, απομένουν περίπου 60 με 65 χιλιάδες τόνοι ελαιόλαδου που παράγονται, διακινούνται και φτάνουν στους καταναλωτές, με μη ορατό τρόπο.
Θα μου πείτε ότι αυτό είναι ένα κοινό μυστικό και ότι παραβίασα ανοικτές θύρες. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι μεγάλο και επιδέχεται δυο διαφορετικές αναγνώσεις. Αμφότερες οι αναγνώσεις είναι εξ ίσου σημαντικές.
Η πρώτη αφορά τη φορολογητέα ύλη που αποκρύπτεται μέσω της διακίνησης και πώλησης άνευ παραστατικών.
Η δεύτερη αφορά την κατανάλωση ελαιόλαδου που δεν είναι τυποποιημένο και ελεγμένο.
Σύμφωνα με τον Μανώλη Γιαννούλη, σε ελέγχους που έχουν διενεργηθεί επανειλημμένως από τον Ε.Φ.Ε.Τ. με λήψη εκατοντάδων δειγμάτων από ανώνυμες συσκευασίες, έχει βρεθεί ότι το 70% των ελαιόλαδων που διακινούνται «χύμα» μέσω των κλασσικών τενεκέδων είτε είναι ελαιόλαδο που έχει υποστεί προσμίξεις με άλλα έλαια όπως είναι για παράδειγμα τα σπορέλαια είτε είναι μη κανονικό, άρα δεν είναι σύμφωνο με τους ισχυρισμούς των πωλητών ότι το ελαιόλαδο που πωλούν, είναι για παράδειγμα έξτρα παρθένο, παρθένο, βιολογικό κλπ είτε, στη χειρότερη περίπτωση, είναι αμιγώς σπορέλαιο χρωματισμένο και αρωματισμένο με τεχνητές χρωστικές και αρωματικές ουσίες και πάει λέγοντας.
Οι στρεβλώσεις είναι ορατές δια γυμνού οφθαλμού.
Οι απώλειες των φορολογικών εσόδων είναι εμφανείς.
Το ίδιο και το φαινόμενο της εξαπάτησης των καταναλωτών, όσον αφορά την ποιότητα του ελαιόλαδου που καταναλώνουν. Ίσως, λοιπόν, όλη η φασαρία να γίνεται για κάποιο άλλο λόγο. Μήπως εν όψει της 1ης Απριλίου;
Η 1η Απριλίου 2025 είναι η ημερομηνία για το big bang στην αγροτική παραγωγή και όχι μόνον στην παραγωγή ελαιόλαδου.
Από τη συγκεκριμένη ημερομηνία και μετά, η παραγωγή, διακίνηση και πώληση των αγροτικών προϊόντων περνάει σε ένα καθεστώς κανονικότητας.
Επιβάλλεται η έκδοση ψηφιακών παραστατικών, δελτίων αποστολής, δελτίων παραλαβής και λοιπών σε κάθε κρίκο της αλυσίδας που θα «ανεβαίνουν» σε πραγματικό χρόνο στην πλατφόρμα mydata της ΑΑΔΕ.
Θα υπάρχουν δελτία παραλαβής της συγκομιδής των ελιών στα ελαιοτριβεία, παραστατικά που θα πιστοποιούν τις ποσότητες του παραγόμενου ελαιόλαδου, παραστατικά για την παράδοση στις εταιρείες τυποποίησης και στους εξαγωγείς.
Αυτή η κανονικότητα, όπως τόνισε ο Μανώλης Γιαννούλης, θα επιτρέψει την παρακολούθηση των πραγματικών μεγεθών της ελαιοπαραγωγής που μέχρι σήμερα γίνεται με εκτιμήσεις και υποθέσεις.
Αυτό σημαίνει ότι πλέον και στην Ελλάδα, όπως και στην Ισπανία, θα υπάρχει εποπτεία πάνω στα μηνιαία δεδομένα όσον αφορά τις πραγματικές ποσότητες, τις πραγματικές τιμές. Γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό. Αφού μόνο όταν γνωρίζεις με ακρίβεια το σήμερα, μπορείς να σχεδιάσεις το αύριο και να διαχειριστείς με επιτυχία τον «πράσινο χρυσό» της ελληνικής γης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου