Κανείς προφανώς δεν περιμένει από κόμμα της αντιπολίτευσης - και δη της αξιωματικής - ν' ανοίξει από τώρα τα χαρτιά του και να πει ότι θα συνεργαστεί με το τάδε η το δείνα κόμμα, βρέξει - χιονίσει. Αυτό ως ένα βαθμό είναι κατανοητό.
Αυτό όμως που δεν είναι κατανοητό στον πολύ κόσμο, είναι το δια ταύτα.
Το οποίο σημαίνει ότι επειδή ήταν το ΠΑΣΟΚ που άνοιξε τη συζήτηση, θα πρέπει τώρα και να εξηγήσει το ίδιο τι σκοπεύει να κάνει εάν επαληθευτούν τα σημερινά δημοκοπικά δεδομένα και η Νέα Δημοκρατία δεν πετύχει μεν αυτοδυναμία αλλά ούτε και θελήσει να συνεργαστεί με την ακροδεξιά...
Οι απόψεις των ίδιων στελεχών που ακούγονται σ ’ένα τέτοιο ενδεχόμενο, μοιάζουν λίγο θολές αν όχι ακατάληπτες.
Άλλοι λένε ότι θα επιδιώξουν αυτοδυναμία του ΠΑΣΟΚ, άλλοι ότι θα συνεργαστούν με την «προοδευτική» αντιπολίτευση. Ποια όμως ακριβώς θα είναι αυτή η «προοδευτική» διακυβέρνηση που θα φτιάξουν, δεν διευκρινίζεται.
Συνεχίζεται δηλαδή μια θολούρα που πλήρωσε όμως το Κίνημα ακριβά και στις εκλογές του ’23, όταν με τον Σύριζα σε αποδρομή δεν κατάφερε το ίδιο να υπερβεί το 12%, έχοντας μάλιστα τότε σαν στόχο το «ισχυρό διψήφιο» που έμεινε τελικά όνειρο απατηλό.
Σε ανάλογες περιπτώσεις, η αείμνηστη Φώφη, είχε τουλάχιστον την ευφυΐα να διαβεβαιώνει ότι «δεν θ ‘αφήσει τη χώρα ακυβέρνητη», καθησυχάζοντας έτσι τους νοικοκυραίους, αφήνοντας έστω όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.
Ο κόσμος κουράστηκε βλέπετε απ’ τις παπάτζες και θέλει καθαρά μηνύματα αλλά και καθαρές προτάσεις απ’ όσους φιλοδοξούν να τον κυβερνήσουν.
Και αποδείχθηκε τελικά ότι τουλάχιστον στις εκλογές του ’23, τέτοια διλήμματα δεν υπήρχαν καθώς η Νέα Δημοκρατία πέτυχε καθαρή και άνετη αυτοδυναμία.
Μια άλλη παρατήρηση, αφορά και στην υπόδειξη των στελεχών του ΠΑΣΟΚ προς τη Νέα Δημοκρατία, να συνεργαστεί με την ακροδεξιά.
Αν και δεν είναι σύνηθες στην πολιτική να γίνονται τέτοιου είδους υποδείξεις από κόμματα σε άλλα κόμματα - και θα πρόσθετα ούτε πρέπον και ούτε ευγενικό - το βαρετά επαναλαμβανόμενο αυτό ευφυολόγημα συνιστά κατά βάθος μια προβολή των δικών τους θέλω και ενός ας πούμε κουτοπόνηρου ευσεβούς πόθου.
Γιατί στην πραγματικότητα αυτό θα ήθελαν, ώστε ο Μητσοτάκης να εμφανιστεί με το στανιό ως περίπου ακροδεξιός. Τους πήρε βλέπετε όλο το Κέντρο, έχει αποδοχή και από τη μεταρρυθμιστική Κεντροαριστερά, και αυτό δεν μπορούν ακόμα να το χωνέψουν.
Κάτι ανάλογο με τον «ακροδεξιό Μητσοτάκη» επιχείρησε άλλωστε και ο Σύριζα αλλά απ’ ότι θυμάμαι δεν πήγε και πολύ καλά. Αλλά τα αναγκαία συμπεράσματα δεν βγήκαν και κάποιοι επιμένουν σε μια ατελέσφορη τακτική παρ’ότι οι προηγούμενοι έφαγαν επανειλημμένα τα μούτρα τους. Αλλά μυαλό δεν φαίνεται να έβαλαν.
Και μεταξύ μας, ποσό πειστικό μπορεί να είναι το επιχείρημα ότι ο Μητσοτάκης είναι ακροδεξιός όταν όλο σχεδόν το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ μετέχει στην κυβέρνησή του;
Και πόσο πειστικό μπορεί να είναι το επιχείρημα όταν ήταν ο Μητσοτάκης που έφερε και ψήφισε το γάμο των ομοφύλων παρά την γκρίνια στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας ; η όταν πρότεινε για το ανώτατο αξίωμα, τη νυν Προέδρο;
Ένα άλλο συμπέρασμα που προκύπτει από την όλη συζήτηση, είναι ότι η πλειοψηφία των στελεχών και οπαδών του ΠΑΣΟΚ, διατηρεί επώδυνες μνήμες από τη συγκυβέρνηση Σαμαρά/Βενιζέλου, παρ’ότι αυτή νοικοκύρεψε τη χώρα και την έβαλε σε ρότα διάσωσης πριν βεβαίως τη λαίλαπα των Σύριζα/Ανελ.
Το επιχείρημα είναι ότι το ΠΑΣΟΚ - σε αντίθεση με άλλους - ήταν το μόνο που πλήρωσε τότε το τίμημα της κρίσης και της συγκυβέρνησης. Πράγμα που όμως είναι μόνο εν μέρει σωστό.
Γιατί η αποδόμηση του ΠΑΣΟΚ είχε ήδη ξεκινήσει αρκετά πριν τη συγκυβέρνηση όταν το ΠΑΣΟΚ από 44% το 2009 κατέληξε στο 12,3% του Ιουνίου του 2012.
Και γιατί η περαιτέρω πτώση στο ιστορικά χαμηλό 4,7% του Ιανουαρίου του 2015, οφειλόταν περισσότερο στη φαεινή ιδέα του Γ. Παπανδρέου να φτιάξει τότε δικό του κόμμα, διασπώντας το ΠΑΣΟΚ.
Και εν πάση περιπτώσει, τι έπρεπε τότε να κάνει το ΠΑΣΟΚ ; Ν ‘αφήσει κατά κάποιους τη χώρα ακυβέρνητη μπροστά στο φάσμα της πτώχευσης και της χρεωκοπίας ;
Και αφήνουμε κατά μέρος ότι ο νυν πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ήταν τότε γραμματέας του Κινήματος και μπορούσε αν ήθελε να εκφράσει τις αντιρρήσεις του.
Το συμπέρασμα είναι ότι κάποιοι πρέπει να μιλούν ίσως λιγότερο και ότι το «ποτέ μη λες ποτέ» δεν ήταν μόνο τίτλος ταινίας του Τζέημς Μποντ.
Αλλά και αξίωμα που ισχύει κατά μείζονα λόγο και στην πολιτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου