Στην Ολλανδία, οι κτηνοτρόφοι διαμαρτύρονται για τη μετακίνηση σημαντικού μέρους της κτηνοτροφικής παραγωγής στην Ισπανία, στα πλαίσια συρρίκνωσης της αγελαδοτροφίας, ώστε να περιοριστούν οι εκπομπές αζώτου.
Στη Γερμανία, οι αγρότες είναι μεταξύ των άλλων αντίθετοι προς την κατάργηση της επιδότησης του αγροτικού ντίζελ. Στη Γαλλία, οι αγρότες στρέφονται κατά του περιορισμού της χρήσης φυτοφαρμάκων. Και στην Ελλάδα... εστιάζουν στις αποζημιώσεις από τις πλημμύρες, καθώς και στο αυξημένο ενεργειακό κόστος που απαιτείται για την παραγωγή των αγροτικών προϊόντων.
Ωστόσο, πίσω από όλα τα επιμέρους αιτήματα και τις εξειδικευμένες διεκδικήσεις των αγροτών και των κτηνοτρόφων, υπάρχει ένα κοινό σημείο αναφοράς. Και αυτό το σημείο είναι η νέα «πράσινη» Κοινή Αγροτική Πολιτική, η γνωστή ως ΚΑΠ. Η νέα ΚΑΠ που εντάσσεται και αυτή στο πλαίσιο της «πράσινης μετάβασης», φέρνει μια σειρά από άμεσες και έμμεσες αλλαγές σε περισσότερους από 135 εκατ. πολίτες που αποτελούν το ευρύτερο αγροτικό και κτηνοτροφικό περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα, η νέα «πράσινη» ΚΑΠ, επηρεάζει το σύνολο των καταναλωτών τροφίμων που παράγονται στις χώρες της ΕΕ.
Η νέα «πράσινη» ΚΑΠ, μεταβάλλει τον τομέα των αγροτικών επιδοτήσεων, αποκλιμακώνοντας με δραστικό τρόπο ή ακόμα και καταργώντας τα ποσά που λαμβάνουν οι αγρότες για το λεγόμενο «πρασίνισμα» της παραγωγής τους.
Την ίδια στιγμή η «πράσινη» ΚΑΠ, φέρνει μεταβολές στον τομέα της βιωσιμότητας των αγροτικών και κτηνοτροφικών περιοχών σε σχέση με το περιβάλλον, το κλίμα και τη αειφορία.
Από την πλευρά τους οι Ευρωπαίοι αγρότες εστιάζουν αφενός στη διαφύλαξη του αγροτικού εισοδήματος και στον περιορισμό των ρυθμίσεων και κανόνων που θέτουν εμπόδια στην επαγγελματική τους δραστηριότητα. Υποστηρίζουν μάλιστα και δικαίως, ότι καλούνται να σηκώσουν ένα σημαντικό μέρος από το συνολικό κόστος της πράσινης μετάβασης, αφού σύμφωνα με τις μελέτες ο αγροτικός και κτηνοτροφικός τομέας συμβάλει στο 35% των εκπομπών αερίων που χρεώνονται στις ανθρώπινες δραστηριότητες.
Επιπλέον, οι αγρότες ζητούν την προστασία της αγοράς από την εισαγωγή φθηνών και μη ποιοτικών τροφίμων που δεν επιβαρύνονται πλέον από προστατευτικούς δασμούς, βάζοντας στο κάδρο την Ουκρανία και τον δρόμο που έχει ξεκινήσει για την είσοδό της την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και την Τουρκία που εξάγει ελεύθερα στις χώρες - μέλη της Ε.Ε τα προϊόντα της, μεταξύ των οποίων τρόφιμα, ποτά και άλλα αγροτικά είδη.
Οι κινητοποιήσεις των αγροτών, δικαιολογούνται σε μεγάλο βαθμό, από ένοχο παρελθόν της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά τη βιομηχανική παραγωγή της. Η ΕΕ, εδώ και χρόνια στο πλαίσιο της προστασίας του περιβάλλοντος έχει επιβαρύνει τη βιομηχανική παραγωγή με φόρους, με τέλη για ρύπους και με διάφορα επιπλέον «περιβαλλοντικά» κόστη.
Με αποτέλεσμα τα ευρωπαϊκά προϊόντα να καθίστανται ακριβότερα από τα αντίστοιχα εισαγόμενα, τα οποία παράγονται σε χώρες που δεν ακολουθούν αυστηρά κανονιστικά και ρυθμιστικά πλαίσια. Και να οδηγούνται συνεπακόλουθα μια σειρά από επιχειρήσεις στο «λουκέτο», υπονομεύοντας με αυτόν τον τρόπο την ίδια την αναπτυξιακή προοπτική των χωρών της ΕΕ.
Κάτι παρόμοιο φοβούνται οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι ότι θα συμβεί και τους ίδιους. Ότι δηλαδή θα βρεθούν αντιμέτωποι με την εκτόξευση του κόστους παραγωγής, με τον κίνδυνο οι μονάδες τους να καταστούν μη βιώσιμες.
Επιπλέον, η ευρωπαϊκή αγροτική παραγωγή, αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα με κάθε αντίστοιχη παραγωγική διαδικασία εντός της Γηραιάς Ηπείρου. Προβλήματα που γνωρίζουμε όλοι μας. Δηλαδή την έλλειψη εργατικών χεριών, την έλλειψη εξειδικευμένων εργαζομένων και την υστέρηση στον τομέα της εισβολής της τεχνολογίας στον πυρήνα της κάθε δραστηριότητας.
Κάποιοι έχουν βιαστεί να χαρακτηρίσουν το κίνημα των αγροτών, ως λαϊκίστικο. Πράγματι, μπορεί κάποια από τα συνθήματα των αγροτών στη Γερμανία, να μοιάζουν με τα αντίστοιχα του AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία). Και τα τρακτέρ στην Ολλανδία μπορεί να συνετέλεσαν στο να κερδίσει στις εκλογές το PVV (Κόμμα για την Ελευθερία).
Ωστόσο, τα προβλήματα είναι υπαρκτά. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, έρχεται για μια ακόμα φορά αντιμέτωπη, με την πραγματικότητα που η ίδια σχεδιάζει. Μένει να αποδειχθεί, αν ενόψει των ευρωεκλογών του Ιουνίου του 2024, θα υπάρξει δυνατότητα για την ανάδειξη κάποιων πολιτικών δυνάμεων που θα κινούνται έξω και πέρα από τα πεπατημένα και κοινώς αποδεκτά. Κάποιων πολιτικών δυνάμεων που θα εκμεταλλευτούν τις αδυναμίες και τις στρεβλώσεις του ευρωπαϊκού μοντέλου, που είναι πλέον ορατές δια γυμνού οφθαλμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου