Οι ελληνικές επιδιώξεις ικανοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό, καθώς η χαλάρωση του κανόνα για το χρέος επιτρέπει πολύ μεγαλύτερα περιθώρια ευελιξίας. Αποτέλεσμα είναι να υπάρχει αυξημένη αισιοδοξία στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης για την αναπτυξιακή και δημοσιονομική πορεία των επόμενων ετών.
Η πιο σταδιακή, σε σύγκριση με το υφιστάμενο αυστηρό πλαίσιο, μείωση των ελλειμμάτων και του χρέους και η ειδική μεταχείριση των αμυντικών δαπανών, είναι τα πεδία που μπορούν να δώσουν σημαντική ώθηση στην ελληνική οικονομία. Μέχρι και το 2019 η Ελλάδα έπρεπε να μειώνει το δημόσιο χρέος της ετησίως κατά 1/20 του υπερβάλλοντος ποσού, με το όριο στο 60% του ΑΕΠ.
Αυτό σήμαινε για το ελληνικό δημόσιο αναγκαστική μείωση του χρέους κατά περίπου 5% το χρόνο (π.χ. με χρέος στο 160%). Με το νέο πλαίσιο, η απαιτούμενη μείωση περιορίζεται στο 1% ετησίως.
Και μπορεί τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα να μειώνει το χρέος της κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως αλλά σε αυτό βοηθάει πολύ και η ισχυρή ανάπτυξη που ενισχύει σημαντικά τον παρανομαστή του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Ο νέος κανόνας του 1% θα κάνει τη διαφορά όταν η ανάπτυξη επιβραδύνει και χρειάζεται δημοσιονομική ώθηση. Είναι σαφές ότι με το νέο πλαίσιο θα υπάρχει περισσότερος χώρος για αναπτυξιακές επενδύσεις αλλά και ενισχυμένη ευελιξία.
Σημειώνεται ότι ο κανόνας του 1% ισχύει για τις χώρες με χρέος άνω του 90% του ΑΕΠ. Για τις χώρες με χρέος μεταξύ 60% - 90% του ΑΕΠ, η απαιτούμενη ετήσια μείωση περιορίζεται στο 0,5%.
Επίσης, τα κράτη-μέλη θα μπορούν να αιτούνται την επέκταση της περιόδου δημοσιονομικής προσαρμογής έως και κατά 7 χρόνια, στην περίπτωση που εφαρμόζουν συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που βελτιώνουν την αναπτυξιακή δυναμική και στηρίζουν τη δημοσιονομική βιωσιμότητα. Σε αυτές υπολογίζονται και οι επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης.
Το σημαντικότερο ζήτημα των δημοσιονομικών κανόνων ήταν το πλαίσιο που ισχύει για τη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος (EDP), μέσω της οποίας οι χώρες με ελλείμματα άνω του 3% του ΑΕΠ πρέπει να μειώνουν τα ελλείμματά τους κατά τουλάχιστον 0,5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο.
Το θέμα είναι πώς ακριβώς μετριέται η μείωση κατά 0,5%. Διότι σχεδόν όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πολύ πιθανό να μπουν στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος από του χρόνου, με τα ελλείμματα χωρών όπως η Γαλλία, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Ουγγαρία, η Σλοβακία, η Μάλτα, η Πολωνία και η Ρουμανία, να ξεπερνούν το 4% του ΑΕΠ.
Μία ομάδα κρατών, με πρώτη τη Γαλλία, ζητούσε να εξαιρεθούν από τον υπολογισμό της ελάχιστης προσαρμογής του 5%, τόσο οι πληρωμές τόκων όσο και οι δαπάνες για πράσινες επενδύσεις. Για τη Γαλλία λ.χ., η εξαίρεση των «πράσινων» δαπανών θα μείωνε την ετήσια προσαρμογή του ελλείμματος στο μισό με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο χρόνος που χρειάζεται για μειωθεί το έλλειμμα κάτω από το 3%.
Όμως το γερμανικό λόμπι αντέδρασε με την ανησυχία ότι η υποβάθμιση της EDP θα έθετε σε κίνδυνο την ικανότητα του νέου συστήματος να διασφαλίζει ότι τα δημόσια χρέη θα μειωθούν σε εύλογο χρονικό διάστημα. Κάπως έτσι φτάσαμε στη συμφωνία της 19ης Δεκεμβρίου, η οποία δεν ικανοποιεί όλες τις χώρες στο απόλυτο αλλά θέτει δεδομένα ένα πιο επιεικές πλαίσιο κανόνων.
Σύμφωνα με το νέο πλαίσιο, η EDP θα ενεργοποιείται αφού πρώτη η Κομισιόν ετοιμάσει μία έκθεση όταν ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μιας χώρας ξεπερνά το 60%, ο κρατικός προϋπολογισμός είναι ελλειμματικός και οι αποκλίσεις των στόχων ξεπερνούν το 0,3% του ΑΕΠ ετησίως ή το 0,6% του ΑΕΠ σωρευτικά.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και η Κομισιόν θα αξιολογούν όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν τις επιδόσεις μιας χώρας, όπως τις δημοσιονομικές προκλήσεις, το μέγεθος της απόκλισης, την πρόοδο στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και την αύξηση των αμυντικών δαπανών.
Το τελευταίο είναι ένα ακόμη εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα για την Ελλάδα καθώς οι αμυντικές δαπάνες για πρώτη φορά θα μπορούν να εξαιρούνται από τον υπολογισμό υπερβολικού ελλείμματος, επιτρέποντας στην ελληνική κυβέρνηση μεγαλύτερα περιθώρια κινήσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου