Στη Θεσσαλονίκη δεν υπήρχε - απ΄όσο γνωρίζω δισκογραφική εταιρεία και τα μπουζουκτσίδικα ακόμα και στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ήταν μικρά.
Την ίδια εποχή, στην Αθήνα, άρχισαν να γίνονται στα νυκτερινά κέντρα επενδύσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων, τα οποία δέκα χρόνια μετά είχαν μετατραπεί σε υπερπαραγωγές των δισεκατομμυρίων δραχμών.
Αυτά τα μαγαζιά έδιναν και τα μυθικά μεροκάματα. Τότε, όπως και τώρα υποθέτω, δε χρειαζόταν να έχεις μόνον ένα καλό τραγούδι, χρειαζόταν να έχεις και μια μεγάλη πίστα που θα το πεις σε χιλιάδες θαμώνες, ώστε σταδιακά να αποκτήσεις το κοινό σου.
Ο Βασίλης Καρράς, τα πέτυχε όλα αυτά. Ήταν μια κλασική σκηνική παρουσία, με κουστούμι και... πουκάμισο, χωρίς σκουλαρίκια και βραχιόλια. Άρχοντα της πίστας τον αποκαλούσαν όλοι. Βάδιζε σε αυτόν τον τομέα τον δρόμο του μεγάλου Τόλη, του Δημήτρη Μητροπάνου, του Πασχάλη Τερζή. Η φωνή του μπάσα κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η γοητεία της. Ειδικότητά του το «καψουροτράγουδο».
Για μια κατηγορία ανθρώπων, της ανώτερης κουλτούρας, για όλους αυτούς που βλέπουν τον κόσμο από μια άλλη οπτική αφ΄υψηλού, αυτό το είδος τραγουδιού ήταν και είναι παρακατιανό. Το προσπερνούσαν και το προσπερνούν με περιφρόνηση, εκφράζει μια υποκουλτούρα όπως λένε, αλλά de gustibus et coloribus non est disputandum. Άλλωστε όλοι όσοι τραγούδησαν τέτοια τραγούδια δε δήλωσαν ποτέ πως είναι κουλτουριάρηδες. Δεν ανήκουν στο κλαμπ των αποκαλούμενων «έντεχνων».
Το καψουροτράγουδο, στα τελειώματα της «νύκτας ξελογιάστρας, νύκτας φεγγαρόλουστης», λίγο πριν το χάραμα, λειτουργούσε λυτρωτικά για όλους όσοι βίωναν την ερωτική εγκατάλειψη τραυματικά. Γιατί τα τραγούδια του Βασίλη Καρρά, μαζί με το οινόπνευμα, πάντα δικαίωναν τον εγκαταλελειμμένο.
Μιλούσαν γι΄αυτή που έφυγε και δε θα ευτυχίσει και ή θα γυρίσει - η προσμονή μιας τιμωρητικής επιστροφής - ή θα ζήσει μέσα στη δυστυχία της, αναγνωρίζοντας τη δική του αξία και το δικό της λάθος. Προσέφεραν μια παρηγορία, μια ελπίδα, ήταν και είναι ένα βάλσαμο στην ψυχή του πονεμένου και για αυτό χιλιοτραγουδήθηκαν.
Δεν είναι τυχαίο που το καψουροτράγουδο πολύ γρήγορα έφυγε από τις πίστες των χιλιάδων και πέρασε στις συναυλίες των δεκάδων χιλιάδων. Το αγκάλιασε ένας κόσμος κάθε ηλικίας, όλοι αυτοί που «γουστάρουν την καψούρα».
Ο Βασίλης έφυγε, ο μύθος του ποτέ δε θα φύγει. Αυτή είναι η μοίρα όλων των μεγάλων φωνών. Η αιωνιότητα είναι το μεγάλο δώρο για το χάρισμά τους.
ΥΓ. Τον Βασίλη Καρρά τον άκουσα για πρώτη φορά κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 70, σε ένα μπουζουκτσίδικο της δυτικής Θεσσαλονίκης, πρέπει να ήταν το «Ρομέο». Ήταν η δεύτερη φωνή, αν θυμάμαι καλά, στη μεγάλη τότε Μαριάνθη Κεφάλα. Εννοείται πως, αν δε θα είχε τη λαμπρή πορεία, δε θα θυμόμουν καν εκείνη την παρουσία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου