ΡΙΝΑΛΤΙ ΚΑΙ ΜΗΛΙΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ
Με ένα ακόμη απολαυστικό non paper (το οποίο κατά πάσα πιθανότητα έγραψε ο Αγγελος Τσέκερης, ο οποίος αντικατέστησε τον εξίσου πετυχημένο nonpaperάκια Θοδωρή Μιχόπουλο) και το οποίο τα ΜΜΕ παρουσίασαν σαν ρεπορτάζ από πρωθυπουργική σύσκεψη, ο Αλέξης Τσίπρας επιτέθηκε στα γεμάτα στους Λαφαζάνη, Λαπαβίτσα και Βαρουφάκη. Ο τελευταίος είναι αλήθεια πως εάν συνεχίσει το...
παραμιλητό μέσα στο πυρετό των συνεντεύξεων θα δικαιώσει τον Μπάμπη Παπαδημητρίου, ο οποίος υποστηρίζει πως ο Γιάνης Βαρουφάκης χρειάζεται επειγόντως ψυχολογική υποστήριξη από ειδικούς.
παραμιλητό μέσα στο πυρετό των συνεντεύξεων θα δικαιώσει τον Μπάμπη Παπαδημητρίου, ο οποίος υποστηρίζει πως ο Γιάνης Βαρουφάκης χρειάζεται επειγόντως ψυχολογική υποστήριξη από ειδικούς.
Ακολουθούν όσα είπε ο πρωθυπουργός:
«Μέχρι σήμερα αντιδράσεις βλέπω, ηρωικές δηλώσεις διαβάζω, αλλά καμία πρόταση εναλλακτική στο εκβιαστικό δίλημμα της 12ης Ιούλη δεν άκουσα.
Αν κάποιοι πιστεύουν ότι το εναλλακτικό αριστερό σχέδιο είναι το Σχέδιο Σόιμπλε, η αρπαγή του στοκ των χαρτονομισμάτων της ΕΚΤ ή το να δίνουμε στους συνταξιούχους χαρτάκια 'IOU' αντί για συντάξεις, ας βγουν να το εξηγήσουν στον ελληνικό λαό.
Και να μη κρύβονται πίσω από την ασφάλεια της δικής μου υπογραφής.
Έχω πλήρη επίγνωση ότι ανέλαβα την ευθύνη ενός δύσκολου συμβιβασμού. Ενός συμβιβασμού, όμως, που μας κρατά ζωντανούς να συνεχίζουμε να παλεύουμε.
Αύριο ψηφίζουμε τις τελευταίες προκαταρκτικές δράσεις και για έναν μήνα, περίπου, δεν έχουμε άλλη υποχρέωση νομοθέτησης και πρέπει να ρίξουμε το βάρος στην διαπραγμάτευση για τη νέα δανειακή σύμβαση.
Η έκβαση της διαπραγμάτευσης αυτής θα είναι καθοριστική και η κυβέρνηση πρέπει να αξιοποιήσει κάθε δυνατότητα συμμαχιών, πολιτικών και κοινωνικών, στην Ευρώπη, προκειμένου να έχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Ταυτόχρονα, κατά το διάστημα αυτό, θα πρέπει να ρίξουμε το βάρος της κυβερνητικής πολιτικής στους τέσσερεις παρακάτω άξονες:
• Στην καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής,
• Στην προώθηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων και αναγκαίων αλλαγών στο πολιτικό σύστημα
• Στη προώθηση στοχευμένων δράσεων για τη στήριξη των πιο αδύναμων κοινωνικών ομάδων
• Στην προσπάθεια άμεσης προσέλκυσης επενδύσεων στην χώρα, ώστε να αντισταθμιστούν οι υφεσιακές τάσεις στην οικονομία.
Σε ό,τι αφορά την επόμενη ημέρα της συμφωνίας, είναι αναγκαίο να προβούμε σε έναν απολογισμό και μια ολοκληρωμένη αποτίμηση της πορείας μας και να χαράξουμε συλλογικά την στρατηγική μας με τα δεδομένα της νέας πραγματικότητας.
Ο «κομματικός» ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να αντιστοιχηθεί με τον «κοινωνικό». Να υποδεχθεί τις αγωνίες και τις προσδοκίες των δεκάδων χιλιάδων απλών ανθρώπων που στηρίζουν σε αυτόν τις ελπίδες του. Και συντεταγμένα, όπως αρμόζει στη δημοκρατική κουλτούρα της αριστεράς, να οδηγηθεί το Σεπτέμβρη σε ευρείες συλλογικές διαδικασίες ώστε να προσδιορίσουμε τους στόχους και τα χαρακτηριστικά της αριστερής διακυβέρνησης στα νέα δεδομένα».
Αν κάποιοι πιστεύουν ότι το εναλλακτικό αριστερό σχέδιο είναι το Σχέδιο Σόιμπλε, η αρπαγή του στοκ των χαρτονομισμάτων της ΕΚΤ ή το να δίνουμε στους συνταξιούχους χαρτάκια 'IOU' αντί για συντάξεις, ας βγουν να το εξηγήσουν στον ελληνικό λαό.
Και να μη κρύβονται πίσω από την ασφάλεια της δικής μου υπογραφής.
Έχω πλήρη επίγνωση ότι ανέλαβα την ευθύνη ενός δύσκολου συμβιβασμού. Ενός συμβιβασμού, όμως, που μας κρατά ζωντανούς να συνεχίζουμε να παλεύουμε.
Αύριο ψηφίζουμε τις τελευταίες προκαταρκτικές δράσεις και για έναν μήνα, περίπου, δεν έχουμε άλλη υποχρέωση νομοθέτησης και πρέπει να ρίξουμε το βάρος στην διαπραγμάτευση για τη νέα δανειακή σύμβαση.
Η έκβαση της διαπραγμάτευσης αυτής θα είναι καθοριστική και η κυβέρνηση πρέπει να αξιοποιήσει κάθε δυνατότητα συμμαχιών, πολιτικών και κοινωνικών, στην Ευρώπη, προκειμένου να έχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Ταυτόχρονα, κατά το διάστημα αυτό, θα πρέπει να ρίξουμε το βάρος της κυβερνητικής πολιτικής στους τέσσερεις παρακάτω άξονες:
• Στην καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής,
• Στην προώθηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων και αναγκαίων αλλαγών στο πολιτικό σύστημα
• Στη προώθηση στοχευμένων δράσεων για τη στήριξη των πιο αδύναμων κοινωνικών ομάδων
• Στην προσπάθεια άμεσης προσέλκυσης επενδύσεων στην χώρα, ώστε να αντισταθμιστούν οι υφεσιακές τάσεις στην οικονομία.
Σε ό,τι αφορά την επόμενη ημέρα της συμφωνίας, είναι αναγκαίο να προβούμε σε έναν απολογισμό και μια ολοκληρωμένη αποτίμηση της πορείας μας και να χαράξουμε συλλογικά την στρατηγική μας με τα δεδομένα της νέας πραγματικότητας.
Ο «κομματικός» ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να αντιστοιχηθεί με τον «κοινωνικό». Να υποδεχθεί τις αγωνίες και τις προσδοκίες των δεκάδων χιλιάδων απλών ανθρώπων που στηρίζουν σε αυτόν τις ελπίδες του. Και συντεταγμένα, όπως αρμόζει στη δημοκρατική κουλτούρα της αριστεράς, να οδηγηθεί το Σεπτέμβρη σε ευρείες συλλογικές διαδικασίες ώστε να προσδιορίσουμε τους στόχους και τα χαρακτηριστικά της αριστερής διακυβέρνησης στα νέα δεδομένα».
Στον πρωθυπουργό ανέλαβε να απαντήσει μέσω της ιστοσελίδας ISKRA ο Nίκος Περπεράς>
Από το απόγευμα της Τρίτης, τα συστημικά μέσα ενημέρωσης πανηγυρίζουν, ύστερα από τη δήλωση του πρωθυπουργού σε συνεργάτες του, την οποία άφησαν να διαρρεύσει "κυβερνητικές πηγές". Κοινή ήταν η εκτίμηση των συστημικών μέσων, ότι με αυτή τη δήλωση ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε την οδό της "εκκαθάρισης" όσων διαφωνούν με το τρίτο Μνημόνιο, δηλαδή τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ.
Ελπίζουμε να διαψευστούν οι αντίπαλοί μας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, εγείρεται ένα τεράστιο πολιτικό ζήτημα. Ο πρωθυπουργός αναγνωρίζει, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ότι στις 12 Ιουλίου, ύστερα από πεντέμιση μήνες διαπραγμάτευσης, δεν είχε το παραμικρό εναλλακτικό σχέδιο απέναντι στην απόλυτη άρνηση των δανειστών. Ακόμη κι αν δεχόμασταν ότι δεν του προσέφερε τέτοιο σχέδιο η Αριστερή Πλατφόρμα- πράγμα που δεν ισχύει- σε τι θα ελάφρυνε κάτι τέτοιο τις δικές του ευθύνες και τις ευθύνες της διαπραγματευτικής ομάδας που ο ίδιος σχημάτισε;
Γιατί δεν προχώρησε από την πρώτη στιγμή σε εθνικοποίηση των τραπεζών, αναστολή πληρωμών ενόψει της διαπραγμάτευσης, αλλά επέμενε να πληρώνει κανονικά τους δανειστές, αφαιμάζοντας τα δημόσια ταμεία, χωρίς να παίρνει ούτε ένα ευρώ δανειακής βοήθειας- γεγονότα που μας οδήγησαν σε δεινότατη θέση στις 12 Ιουλίου;
Πότε ανακάλυψε αλήθεια ο πρωθυπουργός ότι δεν υπάρχει καμία εναλλακτική λύση; Αν το ήξερε από την αρχή, γιατί δεν υπέγραφε μια πολύ ελαφρότερη συμφωνία το Φλεβάρη; Για ποιο λόγο μιλούσε μέχρι χθες για ακύρωση των Μνημονίων; Γιατί πήρε την απόφαση για το δημοψήφισμα;
Κι αν διακηρύσσει τώρα σε όλο τον κόσμο ότι δεν έχει καμία εναλλακτική λύση, τί σόι διαπραγμάτευση εννοεί να κάνει με την τρόικα για το τρίτο Μνημόνιο; Δεν καταλαβαίνει ότι αφοπλίζεται μόνος του, κι ότι μένει παντελώς ακάλυπτος στον οποιονδήποτε εκβιασμό; Εκτός κι αν δεν χρειάζεται καν να εκβιαστεί, πλέον, για να υπογράψει αυτά που θα του ζητηθούν.
Τέλος, μόνο θλίψη προκαλεί το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αναπαράγει ατόφια τις απαράδεκτες επιθέσεις εναντίον μιας μεγάλης μερίδας του κόμματός του από την πλευρά των πιο επιθετικών, συστημικών μίντια. Εκείνων, δηλαδή, που μέχρι χθες "σταύρωναν" τον Αλέξη Τσίπρα και την παράταξή μας, ενώ σήμερα βρίσκονται ξαφνικά να του χτυπούν φιλικά την πλάτη.
Στο μεταξύ ο Ρούντι Ρινάλντι υπέβαλλε την παραίτησή του από την Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ, μέσω επιστολής του και στα ΜΜΕ.
Στην επιστολή του ο κ. Ρινάλντι κάνει λόγο για «ιδεολογική, πολιτική και στρατηγική χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ».
Στην επιστολή του ο κ. Ρινάλντι κάνει λόγο για «ιδεολογική, πολιτική και στρατηγική χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ».
Αναλυτικότερα η επιστολή παραίτησης του κ. Ρινάλντι έχει ως ακολούθως:
«Δεν είναι ώρα για πολλά λόγια. Η χώρα μπήκε στην τροχιά της χρεοκοπίας και η κοινωνία θα ζήσει αβάστακτες καταστάσεις με το 3ο Μνημόνιο που πιθανά δεν θα αποτρέψει το Grexit.
Οι ισχυρισμοί περί αναγκαίου και επώδυνου συμβιβασμού δεν ισχύουν. Πρόκειται για ιδεολογική, πολιτική, στρατηγική χρεοκοπία της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτή είχε προδιαγραφεί για λογαριασμό του από την κυρίαρχη ομάδα, από το 2012 και μετά, με σταθμό τις εξαγγελίες της «Θεσσαλονίκης» και κατάληξη την 6μηνη κυβερνητική διαδρομή.
Σε αυτό το χρονικό διάστημα ο κομματικός οργανισμός είχε υποκατασταθεί πλήρως από τον κυρίαρχο μηχανισμό και τις γραφειοκρατικές πρακτικές του, μηχανισμό ο οποίος μάλιστα το τελευταίο 6μηνο έχει επιπλέον κρατικοποιηθεί.
Στα πλαίσια αυτά η Πολιτική Γραμματεία –με αυτονόητες τις ευθύνες της- έχει μετατραπεί σε αδρανοποιημένο και ακολουθητικό συνεργό της συντελούμενης κεντροαριστερής και τώρα μνημονιακής μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ.
Τούτων δοθέντων και μετά την μνημονιακή συμφωνία και την ψήφιση προαπαιτούμενων και δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί, ανοίγει μια περίοδος ριζικού επαναπροσδιορισμού του λαϊκού κινήματος, αλλά και της ουσίας της πολιτικής διαδικασίας σαν τέτοιας, το περιεχόμενο των οποίων μέλλει να αναζητηθεί.
Ωστόσο ο ΣΥΡΙΖΑ προδιαγράφει την πορεία του έξω από τα αιτούμενα αυτού του επαναπροσδιορισμού, μεταλλασσόμενος σε οργανικό υποστύλωμα της μνημονιακής διαδικασίας έστω κι αν λεκτικά την αρνείται.
Στα πλαίσια αυτά παραιτούμαι από την Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ
Η ζωή όμως συνεχίζεται, με ό,τι έχει και ό,τι της λείπει...».
«Δεν είναι ώρα για πολλά λόγια. Η χώρα μπήκε στην τροχιά της χρεοκοπίας και η κοινωνία θα ζήσει αβάστακτες καταστάσεις με το 3ο Μνημόνιο που πιθανά δεν θα αποτρέψει το Grexit.
Οι ισχυρισμοί περί αναγκαίου και επώδυνου συμβιβασμού δεν ισχύουν. Πρόκειται για ιδεολογική, πολιτική, στρατηγική χρεοκοπία της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτή είχε προδιαγραφεί για λογαριασμό του από την κυρίαρχη ομάδα, από το 2012 και μετά, με σταθμό τις εξαγγελίες της «Θεσσαλονίκης» και κατάληξη την 6μηνη κυβερνητική διαδρομή.
Σε αυτό το χρονικό διάστημα ο κομματικός οργανισμός είχε υποκατασταθεί πλήρως από τον κυρίαρχο μηχανισμό και τις γραφειοκρατικές πρακτικές του, μηχανισμό ο οποίος μάλιστα το τελευταίο 6μηνο έχει επιπλέον κρατικοποιηθεί.
Στα πλαίσια αυτά η Πολιτική Γραμματεία –με αυτονόητες τις ευθύνες της- έχει μετατραπεί σε αδρανοποιημένο και ακολουθητικό συνεργό της συντελούμενης κεντροαριστερής και τώρα μνημονιακής μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ.
Τούτων δοθέντων και μετά την μνημονιακή συμφωνία και την ψήφιση προαπαιτούμενων και δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί, ανοίγει μια περίοδος ριζικού επαναπροσδιορισμού του λαϊκού κινήματος, αλλά και της ουσίας της πολιτικής διαδικασίας σαν τέτοιας, το περιεχόμενο των οποίων μέλλει να αναζητηθεί.
Ωστόσο ο ΣΥΡΙΖΑ προδιαγράφει την πορεία του έξω από τα αιτούμενα αυτού του επαναπροσδιορισμού, μεταλλασσόμενος σε οργανικό υποστύλωμα της μνημονιακής διαδικασίας έστω κι αν λεκτικά την αρνείται.
Στα πλαίσια αυτά παραιτούμαι από την Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ
Η ζωή όμως συνεχίζεται, με ό,τι έχει και ό,τι της λείπει...».
Στο μεταξύ με νέο του άρθρο ο Γιάννης Μηλιός έρχεται να εξαπολύσει κι αυτός με την σειρά του επίθεση στον Αλέξη Τσίπρα.
Η κυβέρνηση επέλεξε εξαρχής τον δρόμο που οδηγούσε στο αδιέξοδο της υπογραφής του τρίτου μνημονίου, δηλώνει το στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννης Μηλιός και εκτιμά ότι υπήρχε η εναλλακτική άλλης στρατηγικής, με διαφορετικά αποτελέσματα.
Σε άρθρο του που αναρτήθηκε στον ιστότοπο του Κόκκινου Δικτύου, ο Γιάννης Μηλιός υποστηρίζει ότι, αν η κυβέρνηση είχε επιλέξει εξαρχής έναν δρόμο σύγκρουσης με τους δανειστές και την ολιγαρχία εντός Ελλάδας, δεν θα είχε αναγκαστεί να υπογράψει την βαριά συμφωνία με την τρόικα.
Στο μακροσκελές άρθρο του, όπου εξηγεί τη συλλογιστική του, ο Μηλιός εστιάζει στο πώς θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι σήμερα διαφορετικά, εφόσον η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επέλεγε να ακολουθήσει άλλη στρατηγική, δηλαδή να εφαρμόσει το πρόγραμμα του κόμματος: «Αυτό το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Και επειδή ποτέ δεν δοκιμάστηκε, η "διαπίστωση" πως "δεν υπήρχε εναλλακτική λύση" πέρα από τη συνθηκολόγηση, είναι άτοπη. Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ προϋπέθετε μία άλλη διακυβέρνηση και μία άλλη διαπραγμάτευση με πυξίδα τη μεροληψία υπέρ των λαϊκών τάξεων! Αυτό θα αποτελούσε την εναλλακτική στρατηγική», γράφει ο Γιάννης Μηλιός.
Ολόκληρο το άρθρο:
«1. "Δεν υπήρχε εναλλακτική λύση" στο Μνημόνιο 3;
Η πλειοψηφία όσων στηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ, ευρύτερα όσων ανήκουν στην Αριστερά, αλλά και η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας συμφωνούν ότι η κυβέρνηση υπέστη μια οδυνηρή ήττα στη Σύνοδο Κορυφής της 12ης Ιουλίου, όταν συνομολόγησε το 3ο Μνημόνιο.
Η συντριπτική αυτή ήττα, που έχει χαρακτηριστικά συνθηκολόγησης, οδηγεί αυθόρμητα στην αποδοχή της άποψης ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» (το περίφημο θατσερικό ΤΙΝΑ). Αυτό υποστηρίζουν πρωτίστως τα κόμματα της Δεξιάς και «κεντροαριστερής» αντιπολίτευσης και οι οπαδοί τους. Αλλά όχι μόνο.
Ακόμα και η κυβέρνηση φαίνεται να προσχωρεί με τον τρόπο της σε μια παραλλαγή της ιδέας της ΤΙΝΑ. Δηλώνει πως έπραξε «μέχρι το τέλος» ό,τι ήταν δυνατό και τελικώς υπέκυψε σε ένα αδυσώπητο εκβιασμό: Μνημόνιο ή η καταστροφική πρόταση Σόιμπλε για Grexit. Ισχυρίζεται πως συνθηκολόγησε «ηρωικώς μαχόμενη» απέναντι σε έναν αντίπαλο με συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις, επιλέγοντας το μικρότερο κακό. Επομένως σχεδόν τίποτα δεν ήταν δυνατό αλλά ούτε και θα είναι δυνατό να αλλάξει (ΤΙΝΑ), αφού ο αντίπαλος θα έχει πάντα υπέρτερες δυνάμεις και το μόνο που θα επιδιώκει θα είναι η συνέχιση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής.
Το δίλημμα στο οποίο ισχυρίζεται ότι βρέθηκε η κυβέρνηση, να επιλέξει ανάμεσα στο Μνημόνιο 3 και στο «καταστροφικό σενάριο» για έξοδο από το ευρώ, προκαταλαμβάνει μια άλλη παραλλαγή του ΤΙΝΑ, που αναδύεται αυθόρμητα στο εσωτερικό της Αριστεράς αλλά και της ελληνικής κοινωνίας: Την εκδοχή ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση (ΤΙΝΑ) εντός της Ζώνης του Ευρώ». Η κυβέρνηση ταυτίζει την έξοδο από το ευρώ με το «καταστροφικό σενάριο», με το επιχείρημα πως για να μην καταρρεύσει η συναλλαγματική ισοτιμία του νέου εθνικού νομίσματος, απαιτούνται συναλλαγματικά διαθέσιμα σε διεθνές νόμισμα, επομένως ένα νέο δημόσιο δάνειο, άρα παρόμοιοι μνημονιακοί όροι για τη σύναψη αυτού του δανείου. Στους όρους αυτούς θα προστεθούν η μείωση της αγοραστικής δύναμης μισθωτών και συνταξιούχων από την «ελεγχόμενη υποτίμηση» που θα υπάρξει έτσι κι αλλιώς, η διατήρηση των υφιστάμενων ιδιωτικών χρεών σε διεθνές νόμισμα κ.ο.κ.
Πρέπει επομένως να αποδεχθούμε τη μια ή την άλλη εκδοχή του ΤΙΝΑ; Ή, για να διατυπώσω το ίδιο ερώτημα με πιο «επίκαιρο» τρόπο: Βρέθηκε η κυβέρνηση σε ένα πρωτοφανή εκβιασμό, και συνθηκολόγησε διότι δεν υπήρχε εναλλακτικός δρόμος; Η απάντηση είναι ναι, όμως ναι, διότι η ίδια η κυβέρνηση είχε εξαρχής επιλέξει το δρόμο που οδηγούσε σε αυτό το αδιέξοδο και σε αυτόν το συμβιβασμό. Είχε επιλέξει να λειτουργήσει ως κυβέρνηση του «υπάρχοντος», ως κυβέρνηση του υπαρκτού ελληνικού καπιταλισμού, θεωρώντας ότι το τέλος της λιτότητας μπορεί να αποτελέσει το «κοινό πρόγραμμα» κεφαλαίου και εργασίας.
Οποία αυταπάτη! Η κρίση του καπιταλισμού είναι έλλειψη υπεραξίας, όχι έλλειψη ζήτησης. Γι’ αυτό και το κεφάλαιο, η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα όπως και παντού γνωρίζει μόνο μία στρατηγική για έξοδο από την κρίση, σε αντιστοιχία με τα ταξικά της συμφέροντα: Τη λιτότητα, την απαξίωση και πολιτική-συνδικαλιστική υποβάθμιση της εργασίας, την ιδιοποίηση του δημόσιου από το ιδιωτικό, τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας.
2. H στρατηγική του κεφαλαίου μετά την κρίση του 2008
Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 δημιούργησε νέα δεδομένα στην Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως. Διαμορφώθηκε μια νέα πολιτική «διεθνής» του κεφαλαίου, με σημαία τη λιτότητα και τον άγριο νεοφιλελευθερισμό.
Η λιτότητα αποτελεί την πλέον προσήκουσα πολιτική για την αντιμετώπιση της πτώσης της κεφαλαιακής κερδοφορίας (της «κρίσης του κεφαλαίου»), καθώς αποτελεί συνιστώσα της ευρύτερης στρατηγικής για μείωση του κόστους ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος. Οι στρατηγικές μείωσης του κόστους είναι εξ ορισμού πολιτικές συρρίκνωσης της ζήτησης και ως εκ τούτου αρχικά παράγουν αποτελέσματα ύφεσης, προσβλέποντας όμως σε μια μελλοντική ανάπτυξη μέσω της αυξημένης κερδοφορίας.
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι η αριστερή πολιτική μπορεί να είναι μόνο συγκρουσιακή, πολιτική ρήξεων με το κεφάλαιο, πολιτική αναδιανομής υπέρ της εργασίας: Αναδιανομής πλούτου, εισοδήματος και ισχύος (συνδικαλιστικά δικαιώματα, δημοκρατικοί θεσμοί, πλαίσιο συνεργατικής-αλληλέγγυας αναδιοργάνωσης τομέων της οικονομίας κ.λπ.). Αυτό ήταν άλλωστε το περιεχόμενο του Προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, όπως εγκρίθηκε και από το ιδρυτικό 1ο Συνέδριό του.
3. Το πρόγραμμα που δεν υλοποιήθηκε - Η στρατηγική που πρέπει να συγκεκριμενοποιήσουμε
Μετά τις ευρωεκλογές του 2014, όταν αναδείχθηκε πρώτο κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ διολίσθησε σε μια στρατηγική «ιστορικού συμβιβασμού», ουσιαστικά προαναγγέλλοντας μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας»: Εξομάλυνση και άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων, με «κοινό για όλους» «εθνικό στόχο» την ανάπτυξη της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας (καπιταλιστική ανάπτυξη που κατ’ ευφημισμόν ονομάζεται «παραγωγική ανασυγκρότηση») και την προστασία των θυμάτων εκείνων των μνημονιακών πολιτικών, που βρέθηκαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας («αντιμετώπιση ανθρωπιστικής κρίσης»). Το «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» αποτύπωνε αυτό το συμβιβασμό, καθώς απ’ αυτό απουσίαζαν αφενός όλες οι πολιτικές για την προώθηση εναλλακτικών μορφών παραγωγής απέναντι στην καπιταλιστική επιχειρηματικότητα και τις αγορές, και αφετέρου όλες οι προτάσεις φορολόγησης του κεφαλαίου και του μεγάλου πλούτου.
Η στρατηγική του «ιστορικού συμβιβασμού», αποτέλεσε εξαρχής, αλλά και αποδείχθηκε τελικώς, αυταπάτη, και συνέπειά της δεν μπορούσε να είναι παρά μόνο η ήττα της αριστερής στρατηγικής.
Ο τρόπος που έγινε η διαπραγμάτευση με τους δανειστές καθορίστηκε απόλυτα από τον τρόπο που ασκήθηκε η πολιτική στο εσωτερικό, δηλαδή από τον «ιστορικό συμβιβασμό» του ΣΥΡΙΖΑ με το κεφάλαιο, και την πολιτεία μιας κυβέρνησης που λειτουργούσε ως οιονεί κυβέρνηση «εθνικής ενότητας»: Τηρούμε «κάθε λέξη» του Συντάγματος και πληρώνουμε τα χρέη μας στο ακέραιο (μέχρι να εξαντληθούν όλα τα ταμειακά διαθέσιμα του ελληνικού Δημοσίου). Η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου επιβεβαίωσε αυτή τη συμμόρφωση της κυβέρνησης στις επιταγές του κεφαλαίου και των δανειστών.
Έτσι και η διαπραγμάτευση σύρθηκε σε ένα «καθησυχαστικό» κλίμα, που προδίκαζε την επερχόμενη κατάληξη: Τον τελικό εκβιασμό, μετά την αποδυνάμωση των τραπεζών και την εξάντληση των ταμειακών διαθεσίμων του Δημοσίου.
Αντίθετα με αυτή την πορεία, από το Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ απέρρεε μια εντελώς διαφορετική πολιτική στρατηγική: Καθυστέρηση πληρωμών προς τους δανειστές του ελληνικού δημοσίου ήδη από τον Φεβρουάριο, μέχρι την επίτευξη συμφωνίας αντίστοιχης με τη λαϊκή εντολή, διασφάλιση των αναγκαίων για το κοινωνικό κράτος δημόσιων εσόδων μέσα από τη φορολογία του πλούτου και του μεγάλου κεφαλαίου, προώθηση μέτρων και ενός νομοθετικού πλαισίου για τον περιορισμό του χώρου εξουσίας της αγοράς, μέσα από συνεταιριστικά-συνεργατικά σχήματα που θα «ενώνουν» το άνεργο εργατικό δυναμικό με το αργούν παραγωγικό δυναμικό των κλειστών επιχειρήσεων, ενεργητική άσκηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των τραπεζών κ.λπ.
Αυτό το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Και επειδή ποτέ δεν δοκιμάστηκε, η «διαπίστωση» πως «δεν υπήρχε εναλλακτική λύση» πέρα από τη συνθηκολόγηση, είναι άτοπη. Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ προϋπέθετε μία άλλη διακυβέρνηση και μία άλλη διαπραγμάτευση με πυξίδα τη μεροληψία υπέρ των λαϊκών τάξεων! Αυτό θα αποτελούσε την εναλλακτική στρατηγική.
Οι δυνάμεις του κεφαλαίου στην Ελλάδα δεν έχουν αντιμαχόμενα συμφέροντα με τους δανειστές. Είναι όλοι αυτοί που μαζί με τους συμμάχους τους και τους κάθε λογής εκπροσώπους τους πάλεψαν με φανατισμό για να υπερισχύσει το «Ναι» στο πρόσφατο δημοψήφισμα, οι «πατρίκιοι» που ηττήθηκαν από το 61% της ψήφου των «πληβείων».
Ο αγώνας των λαϊκών τάξεων για βελτίωση της ζωής τους και αλλαγή της κοινωνίας δεν μπορεί να έχει ως κέντρο, ως «Γενικό Επιτελείο», μια κυβέρνηση που έχει οδηγήσει τον εαυτό της στο να υλοποιήσει το 3ο Μνημόνιο, δηλαδή ένα πρόγραμμα οικονομικών και κοινωνικών μετασχηματισμών ενταγμένο απόλυτα στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο εμπέδωσης των συμφερόντων του κεφαλαίου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η συμφωνία δεν πρέπει να περάσει»!
Στο μακροσκελές άρθρο του, όπου εξηγεί τη συλλογιστική του, ο Μηλιός εστιάζει στο πώς θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι σήμερα διαφορετικά, εφόσον η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επέλεγε να ακολουθήσει άλλη στρατηγική, δηλαδή να εφαρμόσει το πρόγραμμα του κόμματος: «Αυτό το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Και επειδή ποτέ δεν δοκιμάστηκε, η "διαπίστωση" πως "δεν υπήρχε εναλλακτική λύση" πέρα από τη συνθηκολόγηση, είναι άτοπη. Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ προϋπέθετε μία άλλη διακυβέρνηση και μία άλλη διαπραγμάτευση με πυξίδα τη μεροληψία υπέρ των λαϊκών τάξεων! Αυτό θα αποτελούσε την εναλλακτική στρατηγική», γράφει ο Γιάννης Μηλιός.
Ολόκληρο το άρθρο:
«1. "Δεν υπήρχε εναλλακτική λύση" στο Μνημόνιο 3;
Η πλειοψηφία όσων στηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ, ευρύτερα όσων ανήκουν στην Αριστερά, αλλά και η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας συμφωνούν ότι η κυβέρνηση υπέστη μια οδυνηρή ήττα στη Σύνοδο Κορυφής της 12ης Ιουλίου, όταν συνομολόγησε το 3ο Μνημόνιο.
Η συντριπτική αυτή ήττα, που έχει χαρακτηριστικά συνθηκολόγησης, οδηγεί αυθόρμητα στην αποδοχή της άποψης ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» (το περίφημο θατσερικό ΤΙΝΑ). Αυτό υποστηρίζουν πρωτίστως τα κόμματα της Δεξιάς και «κεντροαριστερής» αντιπολίτευσης και οι οπαδοί τους. Αλλά όχι μόνο.
Ακόμα και η κυβέρνηση φαίνεται να προσχωρεί με τον τρόπο της σε μια παραλλαγή της ιδέας της ΤΙΝΑ. Δηλώνει πως έπραξε «μέχρι το τέλος» ό,τι ήταν δυνατό και τελικώς υπέκυψε σε ένα αδυσώπητο εκβιασμό: Μνημόνιο ή η καταστροφική πρόταση Σόιμπλε για Grexit. Ισχυρίζεται πως συνθηκολόγησε «ηρωικώς μαχόμενη» απέναντι σε έναν αντίπαλο με συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις, επιλέγοντας το μικρότερο κακό. Επομένως σχεδόν τίποτα δεν ήταν δυνατό αλλά ούτε και θα είναι δυνατό να αλλάξει (ΤΙΝΑ), αφού ο αντίπαλος θα έχει πάντα υπέρτερες δυνάμεις και το μόνο που θα επιδιώκει θα είναι η συνέχιση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής.
Το δίλημμα στο οποίο ισχυρίζεται ότι βρέθηκε η κυβέρνηση, να επιλέξει ανάμεσα στο Μνημόνιο 3 και στο «καταστροφικό σενάριο» για έξοδο από το ευρώ, προκαταλαμβάνει μια άλλη παραλλαγή του ΤΙΝΑ, που αναδύεται αυθόρμητα στο εσωτερικό της Αριστεράς αλλά και της ελληνικής κοινωνίας: Την εκδοχή ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση (ΤΙΝΑ) εντός της Ζώνης του Ευρώ». Η κυβέρνηση ταυτίζει την έξοδο από το ευρώ με το «καταστροφικό σενάριο», με το επιχείρημα πως για να μην καταρρεύσει η συναλλαγματική ισοτιμία του νέου εθνικού νομίσματος, απαιτούνται συναλλαγματικά διαθέσιμα σε διεθνές νόμισμα, επομένως ένα νέο δημόσιο δάνειο, άρα παρόμοιοι μνημονιακοί όροι για τη σύναψη αυτού του δανείου. Στους όρους αυτούς θα προστεθούν η μείωση της αγοραστικής δύναμης μισθωτών και συνταξιούχων από την «ελεγχόμενη υποτίμηση» που θα υπάρξει έτσι κι αλλιώς, η διατήρηση των υφιστάμενων ιδιωτικών χρεών σε διεθνές νόμισμα κ.ο.κ.
Πρέπει επομένως να αποδεχθούμε τη μια ή την άλλη εκδοχή του ΤΙΝΑ; Ή, για να διατυπώσω το ίδιο ερώτημα με πιο «επίκαιρο» τρόπο: Βρέθηκε η κυβέρνηση σε ένα πρωτοφανή εκβιασμό, και συνθηκολόγησε διότι δεν υπήρχε εναλλακτικός δρόμος; Η απάντηση είναι ναι, όμως ναι, διότι η ίδια η κυβέρνηση είχε εξαρχής επιλέξει το δρόμο που οδηγούσε σε αυτό το αδιέξοδο και σε αυτόν το συμβιβασμό. Είχε επιλέξει να λειτουργήσει ως κυβέρνηση του «υπάρχοντος», ως κυβέρνηση του υπαρκτού ελληνικού καπιταλισμού, θεωρώντας ότι το τέλος της λιτότητας μπορεί να αποτελέσει το «κοινό πρόγραμμα» κεφαλαίου και εργασίας.
Οποία αυταπάτη! Η κρίση του καπιταλισμού είναι έλλειψη υπεραξίας, όχι έλλειψη ζήτησης. Γι’ αυτό και το κεφάλαιο, η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα όπως και παντού γνωρίζει μόνο μία στρατηγική για έξοδο από την κρίση, σε αντιστοιχία με τα ταξικά της συμφέροντα: Τη λιτότητα, την απαξίωση και πολιτική-συνδικαλιστική υποβάθμιση της εργασίας, την ιδιοποίηση του δημόσιου από το ιδιωτικό, τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας.
2. H στρατηγική του κεφαλαίου μετά την κρίση του 2008
Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 δημιούργησε νέα δεδομένα στην Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως. Διαμορφώθηκε μια νέα πολιτική «διεθνής» του κεφαλαίου, με σημαία τη λιτότητα και τον άγριο νεοφιλελευθερισμό.
Η λιτότητα αποτελεί την πλέον προσήκουσα πολιτική για την αντιμετώπιση της πτώσης της κεφαλαιακής κερδοφορίας (της «κρίσης του κεφαλαίου»), καθώς αποτελεί συνιστώσα της ευρύτερης στρατηγικής για μείωση του κόστους ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος. Οι στρατηγικές μείωσης του κόστους είναι εξ ορισμού πολιτικές συρρίκνωσης της ζήτησης και ως εκ τούτου αρχικά παράγουν αποτελέσματα ύφεσης, προσβλέποντας όμως σε μια μελλοντική ανάπτυξη μέσω της αυξημένης κερδοφορίας.
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι η αριστερή πολιτική μπορεί να είναι μόνο συγκρουσιακή, πολιτική ρήξεων με το κεφάλαιο, πολιτική αναδιανομής υπέρ της εργασίας: Αναδιανομής πλούτου, εισοδήματος και ισχύος (συνδικαλιστικά δικαιώματα, δημοκρατικοί θεσμοί, πλαίσιο συνεργατικής-αλληλέγγυας αναδιοργάνωσης τομέων της οικονομίας κ.λπ.). Αυτό ήταν άλλωστε το περιεχόμενο του Προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, όπως εγκρίθηκε και από το ιδρυτικό 1ο Συνέδριό του.
3. Το πρόγραμμα που δεν υλοποιήθηκε - Η στρατηγική που πρέπει να συγκεκριμενοποιήσουμε
Μετά τις ευρωεκλογές του 2014, όταν αναδείχθηκε πρώτο κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ διολίσθησε σε μια στρατηγική «ιστορικού συμβιβασμού», ουσιαστικά προαναγγέλλοντας μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας»: Εξομάλυνση και άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων, με «κοινό για όλους» «εθνικό στόχο» την ανάπτυξη της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας (καπιταλιστική ανάπτυξη που κατ’ ευφημισμόν ονομάζεται «παραγωγική ανασυγκρότηση») και την προστασία των θυμάτων εκείνων των μνημονιακών πολιτικών, που βρέθηκαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας («αντιμετώπιση ανθρωπιστικής κρίσης»). Το «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» αποτύπωνε αυτό το συμβιβασμό, καθώς απ’ αυτό απουσίαζαν αφενός όλες οι πολιτικές για την προώθηση εναλλακτικών μορφών παραγωγής απέναντι στην καπιταλιστική επιχειρηματικότητα και τις αγορές, και αφετέρου όλες οι προτάσεις φορολόγησης του κεφαλαίου και του μεγάλου πλούτου.
Η στρατηγική του «ιστορικού συμβιβασμού», αποτέλεσε εξαρχής, αλλά και αποδείχθηκε τελικώς, αυταπάτη, και συνέπειά της δεν μπορούσε να είναι παρά μόνο η ήττα της αριστερής στρατηγικής.
Ο τρόπος που έγινε η διαπραγμάτευση με τους δανειστές καθορίστηκε απόλυτα από τον τρόπο που ασκήθηκε η πολιτική στο εσωτερικό, δηλαδή από τον «ιστορικό συμβιβασμό» του ΣΥΡΙΖΑ με το κεφάλαιο, και την πολιτεία μιας κυβέρνησης που λειτουργούσε ως οιονεί κυβέρνηση «εθνικής ενότητας»: Τηρούμε «κάθε λέξη» του Συντάγματος και πληρώνουμε τα χρέη μας στο ακέραιο (μέχρι να εξαντληθούν όλα τα ταμειακά διαθέσιμα του ελληνικού Δημοσίου). Η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου επιβεβαίωσε αυτή τη συμμόρφωση της κυβέρνησης στις επιταγές του κεφαλαίου και των δανειστών.
Έτσι και η διαπραγμάτευση σύρθηκε σε ένα «καθησυχαστικό» κλίμα, που προδίκαζε την επερχόμενη κατάληξη: Τον τελικό εκβιασμό, μετά την αποδυνάμωση των τραπεζών και την εξάντληση των ταμειακών διαθεσίμων του Δημοσίου.
Αντίθετα με αυτή την πορεία, από το Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ απέρρεε μια εντελώς διαφορετική πολιτική στρατηγική: Καθυστέρηση πληρωμών προς τους δανειστές του ελληνικού δημοσίου ήδη από τον Φεβρουάριο, μέχρι την επίτευξη συμφωνίας αντίστοιχης με τη λαϊκή εντολή, διασφάλιση των αναγκαίων για το κοινωνικό κράτος δημόσιων εσόδων μέσα από τη φορολογία του πλούτου και του μεγάλου κεφαλαίου, προώθηση μέτρων και ενός νομοθετικού πλαισίου για τον περιορισμό του χώρου εξουσίας της αγοράς, μέσα από συνεταιριστικά-συνεργατικά σχήματα που θα «ενώνουν» το άνεργο εργατικό δυναμικό με το αργούν παραγωγικό δυναμικό των κλειστών επιχειρήσεων, ενεργητική άσκηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των τραπεζών κ.λπ.
Αυτό το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Και επειδή ποτέ δεν δοκιμάστηκε, η «διαπίστωση» πως «δεν υπήρχε εναλλακτική λύση» πέρα από τη συνθηκολόγηση, είναι άτοπη. Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ προϋπέθετε μία άλλη διακυβέρνηση και μία άλλη διαπραγμάτευση με πυξίδα τη μεροληψία υπέρ των λαϊκών τάξεων! Αυτό θα αποτελούσε την εναλλακτική στρατηγική.
Οι δυνάμεις του κεφαλαίου στην Ελλάδα δεν έχουν αντιμαχόμενα συμφέροντα με τους δανειστές. Είναι όλοι αυτοί που μαζί με τους συμμάχους τους και τους κάθε λογής εκπροσώπους τους πάλεψαν με φανατισμό για να υπερισχύσει το «Ναι» στο πρόσφατο δημοψήφισμα, οι «πατρίκιοι» που ηττήθηκαν από το 61% της ψήφου των «πληβείων».
Ο αγώνας των λαϊκών τάξεων για βελτίωση της ζωής τους και αλλαγή της κοινωνίας δεν μπορεί να έχει ως κέντρο, ως «Γενικό Επιτελείο», μια κυβέρνηση που έχει οδηγήσει τον εαυτό της στο να υλοποιήσει το 3ο Μνημόνιο, δηλαδή ένα πρόγραμμα οικονομικών και κοινωνικών μετασχηματισμών ενταγμένο απόλυτα στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο εμπέδωσης των συμφερόντων του κεφαλαίου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η συμφωνία δεν πρέπει να περάσει»!
Και σαν να μην έφταναν τα βάσανα του Τσίπρα έρχονται και τα δικά του παιδιά, η Νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ, να τον αμφισβητήσουν>
Αναλυτικά η ανακοίνωση της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ:
«Η συμφωνία στην οποία κατέληξε η πολύμηνη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στις 13 Ιουλίου αποτελεί, πέρα από κάθε αμφιβολία, μια τεράστια ήττα για τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ελλάδα. Το πρωτοφανές πραξικόπημα το οποίο προκάλεσαν οι δανειστές, δεν ήταν παρά το τελευταίο επεισόδιο μιας σειράς ακραίων εκβιασμών που οδήγησαν την κυβέρνηση σ' ένα ασφυκτικό πολιτικό αδιέξοδο.
Ωστόσο, θα ήταν εξαιρετικά ελλειμματικό από τη μεριά μας, να ερμηνεύσουμε το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης μόνο ως αποτέλεσμα των επιλογών των δανειστών. Οφείλουμε να απολογίσουμε αρνητικά τη σημαντική υποτίμηση των συσχετισμών εντός ευρωζώνης, την απόλυτη πεποίθηση ότι τα ορθολογικά επιχειρήματα θα μπορούσαν να πείσουν τους θεσμούς να συμφωνήσουν σε μια «αμοιβαία επωφελή» συμφωνία, αλλά και το ότι η απειλή ενός grexit θα μπορούσε να παίξει καταλυτικό ρόλο στην επικράτηση του δικού μας σχεδίου. Τα παραπάνω συνέτειναν αποφασιστικά στην απουσία ενός εναλλακτικού σχεδίου ρήξης που θα μπορούσε να λειτουργήσει τόσο στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης, όσο και ως επιλογή της κυβέρνησης, γεγονός που ήταν καθοριστικός παράγοντας εγκλωβισμού μας.
Ταυτόχρονα, η επανάπαυση, για μεγάλο διάστημα, σε τεχνικές διαπραγματεύσεις εν όψει του βέβαιου «έντιμου συμβιβασμού» δεν έδωσε χώρο για τον ενθουσιασμό και τη δυναμική που δημιουργεί η συμμετοχή της κοινωνίας, ενάντια στην κυριαρχία των τεχνοκρατών και τη συνέχιση της άσκησης πολιτικής σα να μην άλλαξε τίποτα. Επιπλέον, δεν προχωρήσαμε σε μια σειρά από «μονομερείς ενέργειες» που θα μπορούσαν να στρέψουν το πεδίο της σύγκρουσης στο εσωτερικό, να παγιώσουν τις σχέσεις με τον κόσμο που εκπροσωπούμε, να δώσουν έναυσμα για νέους αγώνες και να εξασφαλίσουν πόρους για την υλοποίηση του προγράμματός μας.
Μπροστά σε όλη αυτή την κατάσταση, η ανεπάρκεια του κομματικού μηχανισμού (κόμμα και νεολαία) ήταν καθοριστική. Η μη σύγκλιση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ πριν την ψήφιση των προαπαιτούμενων, μετέφερε όλο το βάρος σε αναρμόδια όργανα όπως η Κ.Ο. και στην ατομική ευθύνη-συνείδηση του κάθε βουλευτή. Η ατροφία των καθοδηγητικών οργάνων και οι εξω-συλλογικές αποφάσεις είναι οι δύο συπληρωματικές όψεις της ίδιας σχέσης.
Η συμφωνία που υπεγράφη φέρει τη σφραγίδα του συντριπτικού συσχετισμού δύναμης εντός ευρωζώνης και των εκβιασμών εις βάρος της κυβέρνησης και του ελληνικού λαού. Αυτός ο εγκλωβισμός και το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθαμε μας υποχρεώνει να επανεξετάσουμε τους άξονες και τις κατευθύνσεις του σχεδίου αυτού. Οφείλουμε να δούμε πως τελικά η Ε.Ε. και η Ευρωζώνη λειτουργούν ως θεσμοθετημένος νεοφιλελευθερισμός, που περιορίζει ασφυκτικά τα περιθώρια μετασχηματισμού τους. Η διεθνιστική μας στρατηγική οφείλει να περνά μέσα από την αποδέσμευση απ' αυτούς τους σχηματισμούς, ως ένα αίτημα δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας, αλλά και ως προϋπόθεση για την αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού.
Η ψήφιση του τρίτου μνημονίου έρχεται απέναντι στις ιδεολογικές μας καταβολές, τις προεκλογικές μας δεσμεύσεις, τις συλλογικές μας αποφάσεις κι ανατρέπει μια μακρά πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, με τον κίνδυνο να τσακίσει την ελπίδα για ένα διαφορετικό δρόμο στη μοναδική χώρα της Ε.Ε. όπου η Αριστερά πέτυχε μια ιστορική νίκη. Γι' αυτούς τους λόγους είμαστε ενάντια στη συμφωνία.
Είναι επιτακτική ανάγκη, σε αυτή τη φάση, να συγκληθεί άμεσα η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ και να πραγματοποιηθεί άμεσα έκτακτο συνέδριο, που συνιστά το ανώτατο σώμα απόφασης του κόμματος, και το οποίο θα έχει τη συνολική ευθύνη για τον απολογισμό της προηγούμενης περιόδου και το σχεδιασμό της στρατηγικής του επόμενου διαστήματος. Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ευθύνη και πρέπει να προστατέψει όλα τα μέλη του από προσωπικές επιθέσεις εναντίον τους, που καμία σχέση δεν έχουν με τις αρχές κι αξίες της Αριστεράς.
Δεν μπορούμε, μέσα σε όλα αυτά, να αμελήσουμε ωστόσο το σπουδαίο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Η κυβέρνηση σε αυτή την περίπτωση, επιλέγοντας να δώσει το λόγο στο λαό, κατάφερε για αυτό το σύντομο διάστημα να τον κάνει πρωταγωνιστή κόντρα στους ακραίους εκβιασμούς, τη χρηματοπιστωτική ασφυξία, τις κλειστές τράπεζες και τη μηντιακή φρενίτιδα. Το δημοψήφισμα ως κοινωνική διεργασία και ως αποτέλεσμα, μας δείχνει πως ο αγώνας για το σχηματισμό ενός κοινωνικού μλοκ που θα ανοίξει νέους δρόμους για τη διεύρυνση της δημοκρατίας, της συνεργασίας και της αλληλεγγύης σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής, είναι πιο επίκαιρος, αλλά και δυνάμει νικηφόρος, παρά ποτε.
Σε ότι μας αφορά, το να αγωνιζόμαστε για ένα δικαιότερο κόσμο δεν είναι επιλογή ηθικής δικαίωσης, αλλά ένας τρόπος να αλλάζουμε την καθημερινότητά μας, να μετασχηματίζουμε τις ζωές μας και την κοινωνία. Στο δρόμο αυτό θα συνεχίσουμε να βαδίζουμε έχοντας πάντα στο νου ότι η ιστορία είναι ένα πεδίο δυνατοτήτων στο οποίο διαρκώς αγωνιζόμαστε για να καταστήσουμε εφικτά αυτά που τώρα μπορεί να φαίνονται αδιανόητα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου