Το 2022 λόγω της στρατιωτικής εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία είχαμε την μεγαλύτερη πολεμική σύγκρουση στην Ευρώπη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και για την οποία πολλοί πιστεύουμε ακράδαντα ότι θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.
Πρόκειται για έναν ακήρυκτο πόλεμο ο οποίος αναντίρρητα κλόνισε δομικά την Ευρωατλαντική Αρχιτεκτονική Ασφαλείας που οικοδομήθηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και ταυτόχρονα δημιούργησε σοβαρή ενεργειακή και οικονομική κρίση στην ευάλωτη τελικά Ευρώπη και απειλεί επισιτιστικά πολλά φτωχά κράτη...
Με το δίκιο μας αναρωτιόμαστε για την πορεία αυτού του πολέμου το 2023, αν θα υπάρξει αποφασιστική νίκη κάποιας πλευράς που θα επιβάλει την θέληση της στην άλλη και αν θα μπορούσαμε να φθάσουμε τουλάχιστον σε ένα τέλος των εχθροπραξιών και σε μία κατ’ αρχήν ανακωχή σταματώντας την αιματοχυσία και την καταστροφή της Ουκρανίας αλλά και την οικονομική και ενεργειακή κρίση που βιώνουμε στην Δύση.
Και βέβαια πάντα με τον «φόβο» μήπως του χρόνου τέτοιες ημέρες θα αναρωτιόμαστε και θα συζητάμε ξανά τα ίδια πράγματα! Για να μπορέσουμε όμως να θέσουμε το γενικό πλαίσιο των εκτιμήσεων μας για το 2023 κρίνεται σκόπιμο να περιγράψουμε εξαιρετικά συνοπτικά που έχει φθάσει ο πόλεμος σήμερα.
Ο γράφων όπως και ένα μεγάλο ποσοστό αναλυτών, βασιζόμενος πάνω στην εκτίμηση κόστους/οφέλους είχε υποστηρίξει πριν από την ρωσική στρατιωτική εισβολή ότι αυτή δεν ήταν πιθανή. Το ζήτημα όμως είναι ότι δεν έπεισε η «αποτροπή» και ο Πούτιν εισέβαλε γιατί λόγω κακών υπολογισμών είχε την αυταπάτη ότι οι δυνάμεις του θα διεξήγαγαν έναν σύντομο, και χωρίς υψηλό κόστος νικηφόρο πόλεμο υλοποιώντας τους πολιτικούς σκοπούς του πολέμου όπως τέθηκαν από τον Πούτιν στο θυμωμένο του διάγγελμα της 24 Φεβρουαρίου.
Πάντως όπως αποδείχθηκε στην εξέλιξη των επιχειρήσεων οι Ρωσικές Ένοπλες Δυνάμεις δεν είχαν τις δυνατότητες, ούτε ήταν κατάλληλα οργανωμένες και προετοιμασμένες για κάτι τέτοιο. Ούτε φυσικά οι Υπηρεσίες Πληροφοριών είχαν εκτιμήσει την αντίδραση αυτής που ονομάζουμε Δύση.
Οι πολιτικοί στόχοι του πολέμου, δηλαδή η ανατροπή της πολιτικής καθεστηκυίας τάξης του Κιέβου («αποναζιστικοποίηση») και η αντικατάσταση της από φιλορώσους Ουκρανούς (υπάρχουν και αυτοί), η καταστροφή των Ουκρανικών Ενόπλων Δυνάμεων («αποστρατικοποίηση») και η «απελευθέρωση» του Ντόνμπας υποστηρίχθηκαν με εντελώς λάθος τρόπο τόσο σε στρατηγικό όσο και σε επιχειρησιακό-τακτικό επίπεδο.
Οι Ρώσοι υποτίμησαν τις δυνατότητες και την ανθεκτικότητα των Ουκρανών και υπερτίμησαν τις δικές τους! Αποτέλεσμα ήταν να υλοποιηθεί μόνον ο τρίτος.
Η Ρωσία έχει καταλάβει εδάφη που ανέρχονται στο 20% της συνολικής επικράτειας της Ουκρανίας και συμπεριλαμβάνει εκτός από το μεγαλύτερο μέρος του Ντόνμπας, μία ευρεία εδαφική παραθαλάσσια ζώνη που συνδέει χερσαία την Κριμαία μέσω Μελιτούπολης, Μαριούπολης και Ντόνμπας με την Ρωσία στερώντας ταυτόχρονα την Ουκρανία από την Θάλασσα του Αζόφ ενώ έχει μπλοκάρει και την θαλάσσια έξοδο της στην Μαύρη θάλασσα.
Οι Ουκρανικές Δυνάμεις με αποφασιστικότητα και με την σημαντική βοήθεια της Δύσης εκμεταλλεύτηκαν τα τραγικά λάθη των Ρώσων, κατόρθωσαν να επιβιώσουν από τις πρώτες επιθέσεις, να απορροφήσουν την αρχική επιθετική ισχύ, να επιβραδύνουν και τέλος να σταματήσουν κάθε προχώρηση.
Μετά τον Αύγουστο και με την συνεχή υποστήριξη πρωτίστως των ΗΠΑ και των Βρετανών οι οποίοι μάλιστα έχουν σημαντικό ρόλο στην σχεδίαση των επιχειρήσεων, ανέλαβαν την πρωτοβουλία σε τακτικό επίπεδο και εξεδίωξαν με μία κρίσιμη αντεπίθεση τους Ρώσους από το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής του Χαρκόβου.
Μετά την ανάκτηση της Χερσώνας λόγω της επιβεβλημένης στρατιωτικά απαγκίστρωσης των ρωσικών δυνάμεων από το εκείθεν του ποταμού Δνείπερου (δυτικό) τμήμα της πόλης και την αναδιάταξη τους στην ανατολική όχθη επιτεύχθηκε ακόμα ένας πολιτικός θρίαμβος για το Κίεβο κάτι που ταυτόχρονα ήταν σημαντική πολιτική ήττα για την Μόσχα.
Το μέτωπο έχει πλέον παγιωθεί και δεν διεξάγονται μείζονες επιχειρήσεις. Η Μόσχα επωφελείται από αυτό το «πάγωμα», αναδιατάσσει και ενισχύει με την μερική επιστράτευση τις δυνάμεις της με στρατηγικό στόχο να σταθεροποιήσει τα όχι ασήμαντα εδαφικά κέρδη που έχει πετύχει.
Παράλληλα με έναν πόλεμο κατατριβής με τις συνεχείς πυραυλικές προσβολές αλλά και με επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροχήματα επιχειρεί να μειώσει την ανθεκτικότητα (resilience) της χώρας και να κάμψει τη θέληση της ουκρανικής πολιτικής ηγεσίας και του ίδιου του ουκρανικού λαού για περαιτέρω αντίσταση, προσπαθώντας επιπροσθέτως να μειώσει την ικανότητα της ουκρανικής ηγεσίας να υποστηρίξει τις επιχειρήσεις των ουκρανικών δυνάμεων στα ανατολικά και νότια.
Οι Ουκρανοί από την πλευρά τους επίσης αναδιοργανώνονται προσδοκώντας την προμήθεια νέων οπλικών συστημάτων από την Δύση και τον ανεφοδιασμό τους σε πυρομαχικά αλλά και άλλα κρίσιμα υλικά κυρίως ανταλλακτικά για την συντήρηση και την χρηστικότητα της πανσπερμίας των κυρίων μέσων που έχουν δοθεί από την Δύση.
Η οδυνηρή αλήθεια είναι ότι χωρίς την στρατιωτική, οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια της Δύσης με πρώτη από όλα της Αμερικής η Ουκρανία δεν θα υπήρχε σήμερα έτσι τουλάχιστον όπως την ξέρουμε.
Παράλληλα ο οικονομικός πόλεμος της Δύσης απέναντι στη Μόσχα δεν αποδίδει στον βαθμό που επιδιωκόταν και ένα μέρος των κυρώσεων της Δύσης επιστρέφει ως «μπούμερανκ» πίσω σε αυτήν προκαλώντας σοβαρά προβλήματα τις οικονομίες των δυτικών χωρών με ότι αυτό συνεπάγεται σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο.
Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η κατάσταση σήμερα μετά από 10 μήνες πολέμου. Η οποιαδήποτε εκτίμηση για την περαιτέρω πορεία του πολέμου τουλάχιστον για τους πρώτους μήνες του 2023 βασίζεται σε κάποιες παράγοντες στους οποίους θα αναφερθούμε παρακάτω.
Οι ΗΠΑ, όπως επαναβεβαιώθηκε στην πρόσφατη επίσκεψη Ζελένσκι στην Ουάσιγκτον, θα συνεχίσουν να στηρίζουν την Ουκρανία αλλά δεν ξέρουμε για πόσο χρόνο ακόμα ιδιαίτερα με την πλειοψηφία στην Βουλή των Αντιπροσώπων των Ρεπουμπλικάνων. Όμως φαίνεται, σύντομα θα τεθεί επιτακτικά το ερώτημα του κόστους/ωφέλειας. Πάντως οι πόροι που διαθέτει η Αμερική αλλά και οι λοιπές χώρες προς υποστήριξη της Ουκρανίας δεν είναι απεριόριστοι.
Από την άλλη σημειώνεται ότι η Αμερική δεν θα χορηγήσει στην Ουκρανία προηγμένα όπλα μεγάλου βεληνεκούς και μη επανδρωμένα αεροσκάφη υψηλής τεχνολογίας, καθώς επίσης και άλλα «ισχυρότερα οπλικά συστήματα», που θα επέτρεπαν στον Ουκρανό Αρχιστράτηγο να αναλάβει σημαντικές επιθετικές επιχειρήσεις την άνοιξη του 2023 σύμφωνα με την Washington Post!
Ένας άλλος παράγοντας που θα επηρεάσει σημαντικά την όποια πορεία του πολέμου είναι το ανθρώπινο δυναμικό. Ενώ η Ρωσία φαίνεται να έχει τεράστιο και μπορεί με την επιστράτευση να καλύπτει τον μεγάλο αριθμό απωλειών που αναμφίβολα είχε, δεν συμβαίνει το ίδιο και με την Ουκρανία. Πριν από μερικές εβδομάδες η Πρόεδρος της Επιτροπής της ΕΕ Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν μίλησε για 100.000 στρατιώτες που σκοτώθηκαν από την έναρξη του πολέμου, μία δήλωση που ανασκευάστηκε μετά από οργισμένη αντίδραση του Κιέβου το οποίο επιμένει να μην δίνει στοιχεία.
Η Ουκρανία δεν μπορεί να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο με αμυντικές επιχειρήσεις. Και όπως έχουμε πει νίκη για το Κίεβο σημαίνει ανακατάληψη όλων των κατεχομένων εδαφών από τους Ρώσους. Για να εκτοξεύσει στρατηγική αντεπίθεση και να πραγματοποιήσει επιθετική επιστροφή προκειμένου να ανακαταλάβει όλα τα κατεχόμενα εδάφη χρειάζεται μία στρατηγική εφεδρεία δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών.
Φαίνεται ότι έχει αρχίσει να στερεύει όχι μόνον από Ουκρανούς αλλά και από «εθελοντές» από Πολωνία, Γεωργία, Βρετανία και άλλες χώρες. Παράλληλα με τους δεκάδες χιλιάδες Ρώσους που έφυγαν από την χώρα για να αποφύγουν την επιστράτευση, διαβάσαμε πρόσφατα στο ΑΠΕ ότι σύμφωνα με τις ουκρανικές συνοριακές αρχές περίπου 12.000 νεαροί Ουκρανοί επιχείρησαν να αποφύγουν τη στράτευση από την έναρξη της ρωσικής εισβολής και την κήρυξη κατάστασης πολέμου στην Ουκρανία κατευθυνόμενοι προς δυτικές χώρες
Από όλα αυτά που προαναφέρθηκαν θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι τουλάχιστον για το πρώτο δίμηνο-τρίμηνο του 2023 δεν αναμένεται μείζων στρατιωτική επιχείρηση η οποία θα μπορούσε να ανατρέψει τα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί έστω και αν κάποιες δυτικές πηγές δεν αποκλείουν μία επανάληψη ρωσικής επίθεσης προς το Κίεβο από την Λευκορωσία.
Ο Πούτιν ενθαρρυμένος από το γεγονός ότι η ρωσική οικονομία και η βιομηχανία που υποστηρίζει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις δεν επηρεάζονται δομικά από τον λεγόμενο οικονομικό πόλεμο της Δύσης, μιλάει για μία «μακροπρόθεσμη διαδικασία». Κάτι βέβαια που τον ευνοεί ποντάροντας στην κάποια στιγμή διάσπαση του όχι και πολύ συνεκτικού δυτικού μετώπου εναντίον του.
Καθώς καμία πλευρά δεν φαίνεται να είναι σε θέση στο επόμενο χρονικό διάστημα να πετύχει αποφασιστική νίκη όσο παρατείνεται ο πόλεμος τόσο θα αυξάνεται το κόστος για όλους τους εμπλεκομένους και αναπόδραστα τόσο περισσότερο θα αναζητείται από εδώ και πέρα μία στρατηγική εξόδου και μία διπλωματική πορεία για μία κατ΄ αρχήν ανακωχή.
Όπως γράψαμε και σε πρόσφατο άρθρο μας ένα μεγάλο μέρος των συζητήσεων Μπάιντεν-Ζελένσκι εστιάστηκε και στην αναζήτηση στρατηγικής εξόδου από τον πόλεμο ο οποίος παρατείνεται επικίνδυνα καθόσον ελλοχεύει ο κίνδυνος κλιμάκωσης ενώ παράλληλα καταστρέφει όλο και περισσότερο την Ουκρανία.
Τέλος επισημαίνουμε ότι είναι σημαντικό λάθος να καθυστερεί μία οποιαδήποτε διαδικασία ανακωχής με την απατηλή προσδοκία ότι θα έλθουν επιτυχίες αργότερα. Ένας πόλεμος όπως προαναφέρθηκε τείνει να τελειώσει είτε όταν η μία πλευρά επιτυγχάνει αποφασιστική νίκη και επιβάλει την θέληση της στην άλλη, είτε όταν και οι δύο αντιλαμβάνονται ότι η συνέχιση του έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος από το κόστος των παραχωρήσεων και των συμβιβασμών που πρέπει να κάνουν για να τον τελειώσουν.
Μέχρι αυτό να γίνει αντιληπτό οι Ρώσοι θα συνεχίζουν τον πόλεμο κατατριβής με πυραυλικές προσβολές και επιθέσεις με Drones κρισίμων και άλλων στρατιωτικών υποδομών στην Ουκρανία όπως έκαναν την Πρωτοχρονιά αλλά και χθες επιχειρώντας να μας θυμίζουν ποιος «έχει το πάνω χέρι»!
Κωνσταντίνος Λουκόπουλος
*Ο Αντιστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Λουκόπουλος είναι Γεωστρατηγικός Αναλυτής και Εκτελεστικός Διευθυντής στο «Παρατηρητήριο Ευρωμεσογειακής Ασφάλειας και Συνεργασίας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου