Η διεύθυνση του εστιατορίου είχε προαποφασίσει ότι ο Becker, όντας άντρας, θα πλήρωνε για το φαγητό και η Bick, oύσα γυναίκα, απλά δε χρειαζόταν να απασχολεί το όμορφο κεφαλάκι της με ασήμαντα πράγματα όπως είναι τα χρήματα.
Εκείνη τη νύχτα του Ιουλίου του 1980 η Bick και ο Becker απλά ακούμπησαν κάτω τα μενού τους και έφυγαν από το εστιατόριο χωρίς να φάνε. Την επόμενη ημέρα η δικηγόρος τους, Gloria Allred, τηλεφώνησε στο εστιατόριο εκ μέρους τους και μίλησε με την ιδιοκτήτρια, Virginie Ferry. Όταν τη ρώτησε ευγενικά για ποιον λόγο το μενού που δόθηκε στην πελάτισσα της δεν είχε πάνω τιμές η Ferry απάντησε με απόλυτα φυσικό ύφος: «Μα γιατί μία γυναίκα είναι γυναίκα». Τότε η Allred αποκρίθηκε: «Τι σημαίνει αυτό, τι σημαίνει αυτό;». Tότε η Ferry προσπάθησε να εξηγήσει ότι όλο αυτό είναι κάτι πολύ συνηθισμένο στη Γαλλία με τη Allred να της απαντά πως κάτι τέτοιο στην Αμερική θεωρείται «καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Παρόλα αυτά η ιδιοκτήτρια του L’Orangerie έκανε σαφές ότι δεν πρόκειται να αλλάξει την πολιτική στο εστιατόριο της.
Εκείνη την περίοδο η Gloria Allred ήταν ήδη μία από τις πιο γνωστές φεμινίστριες δικηγόρους στις ΗΠΑ, δίνοντας το παρών σε μερικές από τις πιο καθοριστικές δικαστικές υποθέσεις για τα δικαιώματα των γυναικών στην Αμερική. Λίγο πριν η υπόθεση του L’Orangerie εμφανιστεί στον διάβα της η Allred είχε χειριστεί με τεράστια επιτυχία τη δικαστική διαμάχη ενός μικρού αγοριού με ένα κατάστημα παιχνιδιών, το οποίο χώριζε τα προϊόντα του σε «παιχνίδια για κορίτσια» και «παιχνίδια για αγόρια». Όπως είχε καταθέσει τότε το παιδί, η συμπεριφορά των υπαλλήλων στο κατάστημα τον έκανε να αισθανθεί πολύ άσχημα επειδή ήθελε να αγοράσει ένα χούλα χουπ.
Εκείνη τη στιγμή η δικηγόρος ήξερε πάρα πολύ καλά μέσα της ότι αν είχε φτάσει μέχρι τα δικαστήρια για σεξιστικά παιχνίδια σε παιχνιδάδικα τότε σίγουρα θα πήγαινε στο δικαστήριο μία υπόθεση για σεξιστικά μενού σε εστιατόρια. Από πότε είναι δουλειά ενός εστιατορίου να κρίνει ποιος θα πληρώσει για ένα γεύμα και ποιος όχι; Από πότε είναι δουλειά ενός εστιατορίου να κρίνει ποιος φέρνει τα λεφτά σε μία οικογένεια και ποιος όχι; Από πότε είναι δουλειά ενός εστιατορίου να κρίνει ποιος θα πρέπει να γνωρίζει πόσο κοστίζει ένα δείπνο και ποιος όχι; Όπως είχε πει η ίδια: «Κάτι τέτοιο προσβάλει βαθιά τις γυναίκες που εργάζονται όπως η Bick. Aλλά και τις γυναίκες που δεν εργάζονται και θέλουν απλώς να ξέρουν πόσο κοστίζει το φαγητό που έφαγαν με τον συζυγό τους. Άλλωστε ένα γεύμα πληρώνεται από το κοινό ταμείο της οικογένειας».
Έτσι η Bick και ο Becker, με την καθοδήγηση της Allred, μήνυσαν το εστιατόριο για κοινωνικές διακρίσεις. Απαίτησαν μία μικρή αποζημίωση, αλλά κυρίως ζητούσαν από το εστιατόριο να αλλάξει πλήρως την παραπάνω πρακτική. Όπως δήλωσε η ίδια η Bick η εμπειρία του να πάρει στα χέρια της ένα «μενού για κυρίες» την άφησε απόλυτα προσβεβλημμένη και ντροπιασμένη.
Αρχικά η κοινή γνώμη έδειχνε να παίρνει το μέρος του εστιατορίου. Οι εφημερίδες βρήκαν την αγωγή «αστεία» και «αχρείαστη» και έκαναν λόγο για εκμετάλλευση της Kathleen Bick από τη δικηγόρο Gloria Allred, για τους δικούς της προσωπικούς σκοπούς. Την ίδια στιγμή, οι ιδιοκτήτες του L’Orangerie υπερασπίστηκαν την πολιτική τους, λέγοντας ότι το «μενού για κυρίες» είναι μία παλιά, ευγενική παράδοση, κάτι σαν να ανάβεις το τσιγάρο της γυναίκας που συνοδεύεις ή να σηκώνεσαι όρθιος όταν εκείνη μπαίνει στο δωμάτιο.
Από πότε είναι δουλειά ενός εστιατορίου να κρίνει ποιος θα πληρώσει για ένα γεύμα και ποιος όχι;
Το τι ακριβώς συνέβη στην εξέλιξη αυτής της υπόθεσης παραμένει θολό και κάπως ασαφές. Κάποια στιγμή το εστιατόριο ανακοίνωσε ξαφνικά ότι θα αλλάξει την πολιτική του, αλλά μόνο εν μέρει. Σκόπευε δηλαδή να διατηρήσει τα μενού χωρίς τιμές, αλλά αυτά να μην απευθύνονται αποκλειστικά στις γυναίκες θαμώνες. Η ίδια η Allred υποστηρίζει πως οι ιδιοκτήτες του L’Orangerie αποφάσισαν να υποχωρίσουν όταν εκείνη και οι πελάτες της τοποθέτησαν με το έτσι θέλω ένα τραπέζι με λινό τραπεζομάντηλο, χρυσά πιάτα και ένα βάζο στο πεζοδρόμιο έξω από το εστιατόριο και δε δεχόντουσαν με τίποτα να το μετακινήσουν μέχρι το κατάστημα να αποσύρει τους καταλόγους του. Το θέαμα έγινε πρωτοσέλιδο στις τοπικές εφημερίδες και σύμφωνα με την Allred έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφαση του εστιατορίου να πάψει να απευθύνεται στις γυναίκες σα να είναι άβουλα όντα. Σε κάθε περίπτωση, όποια κι αν είναι η αλήθεια, λίγο καιρό μετά η μήνυση αποσύρθηκε και η ζωή συνεχίστηκε ακριβώς από το σημείο που είχε σταματήσει, αλλά με μία μικρή νίκη για τη γυναικεία αξιοπρέπει να έχει μόλις κερδηθεί.
Και μπορεί η «παράδοση» του «μενού κυριών» να μην κατάφερε να κρατήσει για πολύ καιρό στις αρκετά πιο προοδευτικές (τουλάχιστον στα 60's, 70's, 80's και 90΄s) και φιλελεύθερες Ηνωμένες Πολιτείες, ωστόσο, και εκεί υπάρχει ένα μελανό σημείο στον τρόπο που οι γυναίκες αντιμετωπίζονταν από τους ιδιοκτήτες των εστιατορίων ειδικότερα και την κοινωνία συνολικότερα. Καθ' όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα, θεωρούνταν ασεβές από μία γυναίκα να γευματίσει μόνη της σε ένα εστιατόριο. Καθώς, όμως, όλο και περισσότερες γυναίκες έβγαιναν στις μεγάλες πόλεις για ψώνια ή για να συναντήσουν τις φίλες τους μία τελείως νέα «ανάγκη» έκανε την εμφάνιση της στα γαστρονομικά δεδομένα της Αμερικής, Τα εστιατόρια γυναικών. Το 1833 το Ladies’ Ordinary άνοιξε τις πόρτες του στη Νέα Υόρκη και έγινε το πρώτο εστιατόριο στις ΗΠΑ αποκλειστικά για γυναίκες.
Τότε ο κόσμος, κυρίως οι άντρες, δήλωναν σοκαρισμένοι. H Βaltimore Sun της εποχής έγραφε «Αυτό το νέο, νεοϋορκέζικο σκηνικό, δανεισμένο από τη Γαλλία, έχει κάνει θλιβερή εισβολή στις ζωές μας ενάντια σε κάθε λογική». Παρόλα αυτά οι γυναίκες συνέχισαν να βγαίνουν για φαγητό χωρίς τη συνοδεία αντρών, παρά τις έντονες αντιδράσεις και τα σχόλια. Μέχρι τη στιγμή που τα εστιατόρια για γυναίκες έγιναν κάτι απόλυτα συνηθισμένο σε όλες τις μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ. Και όλα, μα όλα, έδιναν στις γυναίκες «μενού κυριών». Το καλύτερο, όμως, ήταν ότι όλα έγραφαν πάνω τις τιμές.
Αναστασία Τουρούτογλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου