Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Αλέξης Τσίπρας είχε εντυπωσιακή πορεία, αν αναλογιστούμε ότι από επικεφαλής ενός κόμματος που αγωνιούσε αν θα εισέλθει ή όχι στη Βουλή, έγινε πρωθυπουργός.
Δεν υπάρχει, επίσης, αμφιβολία ότι οι δυνάμεις που τον στήριξαν στην πορεία του αυτή, ήταν εκείνες που προέρχονταν –κυρίως- από το βαθύ ΠαΣοΚ του κρατισμού, το...
πελατειακό κράτος κι εκείνες που ήταν πάντα ταυτισμένες με τις πρακτικές της ήσσονος προσπάθειας.
Προφανώς, διέβλεψαν στο πρόσωπο του, τον νέο Ανδρέα Παπανδρέου κι εκείνος έκανε ότι μπορούσε για να τους δικαιώσει.
Μέχρι και τον τρόπο ομιλίας του Παπανδρέου αντέγραψε.
Υπάρχουν, όμως, κάποιες βασικές διαφορές και κυρίως διαπιστώσεις.
Μια διαπίστωση, ας πούμε, είναι ότι επί των ημερών του Ανδρέα Παπανδρέου ξεκίνησε η διόγκωση του θλιβερού κράτους που μας οδήγησε στη χρεοκοπία και τις επιπτώσεις που όλοι ζούμε.
Κάτι που ο Αλέξης Τσίπρας επιθυμεί να επαναφέρει, μέσω δήθεν κεκτημένων ή άλλων πολιτικών που μαθηματικά οδηγούν σε ελλείμματα.
Από την άλλη πλευρά, όσο κι αν επιθυμεί ο νυν πρωθυπουργός να ταυτίζεται με τον Ανδρέα Παπανδρέου, υπάρχει μια βασική διαφορά που είναι ορατή και κρίσιμη.
Ο Παπανδρέου, πριν αναλάβει την εξουσία, είχε φροντίσει να δημιουργήσει ένα κόμμα ομοιογενές και σε μεγάλο βαθμό προσωποπαγές.
Κάτι που δεν έκανε ο Αλ. Τσίπρας.
Στον Παπανδρέου, οι προσωπικές πολιτικές στελεχών δεν χωρούσαν.
Όποιος τις επιχείρησε πήγε πάραυτα σπίτι του, με την περίφημη επιστολή που του απηύθυνε …ευχαριστίες για την προσφορά του στο… Κίνημα.
Σήμερα, στην κυβέρνηση Τσίπρα, οι προσωπικές στρατηγικές είναι ουκ ολίγες και μάλιστα σε κομβικούς θεσμικούς και πολιτικούς θώκους.
Από υπουργούς της κυβέρνησης, μέχρι την πρόεδρο της Βουλής.
Όλοι αυτοί, δημιουργούν καθημερινά τ’ απίστευτα φαινόμενα διγλωσσίας, αλλά κυρίως δημιουργούν ουτοπικά αναχώματα στην άσκηση ρεαλιστικής πολιτικής.
Ο δε πρωθυπουργός, είναι σαφές ότι προσπαθεί να ισορροπεί ανάμεσα σε αντικρουόμενες θέσεις και τάσεις των υπουργών του και πολλών κομματικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Α. Παπανδρέου κυβερνούσε.
Ο Α. Τσίπρας ισορροπεί και δη «ανισσόροπα» για τον τόπο.
Μια άλλη βασική διαφορά είναι ότι ο Α. Παπανδρέου παρέλαβε μια υγιέστατη οικονομία (το χρέος ήταν 25% ως ποσοστό του ΑΕΠ), η οποία κατάφερε να κρατήσει όρθιο τον τόπο, στα δέκα χρόνια που ασκούσε κοινωνική πολιτική με δανεικά και με την κατασπατάληση των κοινοτικών πακέτων στήριξης.
Ο Παπανδρέου, μοίρασε λεφτά στον κοσμάκη, έστω και δανεικά, τα οποία σήμερα όλοι καλούμαστε ν’ αποπληρώσουμε.
Σήμερα, δεν υπάρχει η δυνατότητα δανεικών για τη χώρα και την οποιαδήποτε κυβέρνησή της.
Πλην του μηχανισμού στήριξης των δανειστών.
Χωρίς αυτόν τον μηχανισμό, η χώρα είναι νεκρή.
Χωρίς την ανασύσταση του Κράτους, η χώρα δεν έχει καμιά προοπτική.
Χωρίς τον σχεδιασμό και τη δημιουργία νέου οικονομικού -αναπτυξιακού μοντέλου, η χώρα δεν έχει κανένα μέλλον.
Αυτά, ο Αλέξης Τσίπρας κι η κυβέρνησή του τ’ αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας.
Ας μη ξεχνάμε ότι πρώτη προτεραιότητα της κυβέρνησή του, ήταν να δοθούν αυξήσεις στους προνομιούχους της ΔΕΗ, η προσπάθεια επαναπρόσληψης όσων είχαν απομακρυνθεί από το δημόσιο κι η αποσπασματική ρίψη λίγων εκατομμυρίων στη χοάνη της κοινωνικής κρίσης.
Ομού μετά των θεαμάτων που θυμίζουν εποχές που όλοι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι θα ήθελαν να έχουν λησμονήσει.
Μια άλλη βασική διαφορά είναι ότι το διεθνές περιβάλλον των χρόνων του Α. Παπανδρέου ήταν τελείως διαφορετικό απ’ ότι σήμερα.
Στο τότε διεθνές περιβάλλον, οι εκβιασμοί ή οι παραλογίες -εκβιασμοί του Α. Παπανδέου, θεωρούνταν ήσσονος σημασίας, δεδομένης της σταθερής πορείας του τόπου, την οποία ο ίδιος ποτέ δεν διακύβευσε.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Μάργκαρετ Θάτσερ, που ήταν πολέμιος των παροχών με δανεικά και του κράτους –τέρατος κι ενώ συγκρουόταν συστηματικά με τον Α. Παπανδρέου, είχε δηλώσει πολλά χρόνια μετά, ότι «δεν τον συμπάθησα, αλλά ποτέ δεν έφευγε από διάσκεψη Κορυφής της ΕΟΚ, χωρίς να κερδίσει κάτι για τη χώρα του»…
Σήμερα, ο Α. Τσίπρας, μπορεί να διακηρύττει την πορεία της χώρας εντός της Ευρωζώνης, αλλά οι πράξεις της κυβέρνησής του κι η σαφής «αγκυλωμένη ανεπάρκεια» της πλειοψηφίας των μελών της κυβέρνησής και του κόμματός του, άλλα καταδεικνύουν και διακυβεύουν την ευρωπαϊκή πορεία του τόπου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι υπέγραψαν τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, χωρίς να λάβουν ούτε … ένα ευρώ!
Είναι και κάτι ακόμη, ιδιαιτέρως σημαντικό.
Επί Α. Παπανδρέου, δεν υπήρχε ένας πανικόβλητος λαός που μετρούσε ημέρες μέχρι το τέλος της ρευστότητας.
Είπαμε, άλλες ήταν οι συνθήκες, άλλο το διεθνές περιβάλλον, άλλη η δυνατότητα πρόσβασης σε χρήματα.
Σήμερα, η οικονομία είναι παντελώς στεγνή και το ενδεχόμενο να μείνει η χώρα χωρίς πετρέλαιο, χωρίς φάρμακα, χωρίς πρώτες ύλες, κάθε άλλο παρά κινδυνολογία χαρακτηρίζεται.
Σήμερα, σε τόσο δύσκολες συνθήκες, το μόνο που βιώνουν οι Έλληνες από την κυβέρνησή τους, είναι η… δημιουργική ασάφεια κι αδιάντροπες γενικότητες ενός …φαντασιακού έρωτα για ….δήθεν Αριστερή διακυβέρνηση.
Όμως, τα ψέματα τελειώνουν.
Ούτε εντολή για ρήξη έχουν από την ελληνική κοινωνία, ούτε μπορούν πλέον να παίζουν τον ρόλο του Τσάβες ή του Αλιέντε στην Ευρώπη.
Ούτε δικαίωμα να οδηγήσουν την ελληνική κοινωνία στην κόλαση των απρόβλεπτων συνεπειών σε οικονομικό, κοινωνικό και γεωπολιτικό επίπεδο.
Ούτε μπορεί ο πρωθυπουργός να επιτρέπει σε υπουργούς του να ασκούν εξουσία ως να βρισκόμαστε στη δραχμή, δήθεν για να μη προδώσουν τ’ αντιμνημονιακά «πιστεύω» τους.
Επαναλαμβάνω, τα ψέματα τελειώνουν.
Το πολύ μέχρι το τέλος του μηνός, ο πρωθυπουργός οφείλει να διαλέξει με ποιους θα πάει και ποιους θ’ αφήσει.
Κι αν επιλέξει να πορευθεί στον δρόμο που επιθυμούν οι Λαφαζάνης, Λαπαβίτσας κι οι άλλοι δραχμολάγνοι, οφείλει πρώτα απ’ όλα να το συζητήσει με την ελληνική κοινωνία.
Μέσω εκλογών με μοναδικό ερώτημα αυτό…
Γράφει
ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος
πελατειακό κράτος κι εκείνες που ήταν πάντα ταυτισμένες με τις πρακτικές της ήσσονος προσπάθειας.
Προφανώς, διέβλεψαν στο πρόσωπο του, τον νέο Ανδρέα Παπανδρέου κι εκείνος έκανε ότι μπορούσε για να τους δικαιώσει.
Μέχρι και τον τρόπο ομιλίας του Παπανδρέου αντέγραψε.
Υπάρχουν, όμως, κάποιες βασικές διαφορές και κυρίως διαπιστώσεις.
Μια διαπίστωση, ας πούμε, είναι ότι επί των ημερών του Ανδρέα Παπανδρέου ξεκίνησε η διόγκωση του θλιβερού κράτους που μας οδήγησε στη χρεοκοπία και τις επιπτώσεις που όλοι ζούμε.
Κάτι που ο Αλέξης Τσίπρας επιθυμεί να επαναφέρει, μέσω δήθεν κεκτημένων ή άλλων πολιτικών που μαθηματικά οδηγούν σε ελλείμματα.
Από την άλλη πλευρά, όσο κι αν επιθυμεί ο νυν πρωθυπουργός να ταυτίζεται με τον Ανδρέα Παπανδρέου, υπάρχει μια βασική διαφορά που είναι ορατή και κρίσιμη.
Ο Παπανδρέου, πριν αναλάβει την εξουσία, είχε φροντίσει να δημιουργήσει ένα κόμμα ομοιογενές και σε μεγάλο βαθμό προσωποπαγές.
Κάτι που δεν έκανε ο Αλ. Τσίπρας.
Στον Παπανδρέου, οι προσωπικές πολιτικές στελεχών δεν χωρούσαν.
Όποιος τις επιχείρησε πήγε πάραυτα σπίτι του, με την περίφημη επιστολή που του απηύθυνε …ευχαριστίες για την προσφορά του στο… Κίνημα.
Σήμερα, στην κυβέρνηση Τσίπρα, οι προσωπικές στρατηγικές είναι ουκ ολίγες και μάλιστα σε κομβικούς θεσμικούς και πολιτικούς θώκους.
Από υπουργούς της κυβέρνησης, μέχρι την πρόεδρο της Βουλής.
Όλοι αυτοί, δημιουργούν καθημερινά τ’ απίστευτα φαινόμενα διγλωσσίας, αλλά κυρίως δημιουργούν ουτοπικά αναχώματα στην άσκηση ρεαλιστικής πολιτικής.
Ο δε πρωθυπουργός, είναι σαφές ότι προσπαθεί να ισορροπεί ανάμεσα σε αντικρουόμενες θέσεις και τάσεις των υπουργών του και πολλών κομματικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Α. Παπανδρέου κυβερνούσε.
Ο Α. Τσίπρας ισορροπεί και δη «ανισσόροπα» για τον τόπο.
Μια άλλη βασική διαφορά είναι ότι ο Α. Παπανδρέου παρέλαβε μια υγιέστατη οικονομία (το χρέος ήταν 25% ως ποσοστό του ΑΕΠ), η οποία κατάφερε να κρατήσει όρθιο τον τόπο, στα δέκα χρόνια που ασκούσε κοινωνική πολιτική με δανεικά και με την κατασπατάληση των κοινοτικών πακέτων στήριξης.
Ο Παπανδρέου, μοίρασε λεφτά στον κοσμάκη, έστω και δανεικά, τα οποία σήμερα όλοι καλούμαστε ν’ αποπληρώσουμε.
Σήμερα, δεν υπάρχει η δυνατότητα δανεικών για τη χώρα και την οποιαδήποτε κυβέρνησή της.
Πλην του μηχανισμού στήριξης των δανειστών.
Χωρίς αυτόν τον μηχανισμό, η χώρα είναι νεκρή.
Χωρίς την ανασύσταση του Κράτους, η χώρα δεν έχει καμιά προοπτική.
Χωρίς τον σχεδιασμό και τη δημιουργία νέου οικονομικού -αναπτυξιακού μοντέλου, η χώρα δεν έχει κανένα μέλλον.
Αυτά, ο Αλέξης Τσίπρας κι η κυβέρνησή του τ’ αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας.
Ας μη ξεχνάμε ότι πρώτη προτεραιότητα της κυβέρνησή του, ήταν να δοθούν αυξήσεις στους προνομιούχους της ΔΕΗ, η προσπάθεια επαναπρόσληψης όσων είχαν απομακρυνθεί από το δημόσιο κι η αποσπασματική ρίψη λίγων εκατομμυρίων στη χοάνη της κοινωνικής κρίσης.
Ομού μετά των θεαμάτων που θυμίζουν εποχές που όλοι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι θα ήθελαν να έχουν λησμονήσει.
Μια άλλη βασική διαφορά είναι ότι το διεθνές περιβάλλον των χρόνων του Α. Παπανδρέου ήταν τελείως διαφορετικό απ’ ότι σήμερα.
Στο τότε διεθνές περιβάλλον, οι εκβιασμοί ή οι παραλογίες -εκβιασμοί του Α. Παπανδέου, θεωρούνταν ήσσονος σημασίας, δεδομένης της σταθερής πορείας του τόπου, την οποία ο ίδιος ποτέ δεν διακύβευσε.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Μάργκαρετ Θάτσερ, που ήταν πολέμιος των παροχών με δανεικά και του κράτους –τέρατος κι ενώ συγκρουόταν συστηματικά με τον Α. Παπανδρέου, είχε δηλώσει πολλά χρόνια μετά, ότι «δεν τον συμπάθησα, αλλά ποτέ δεν έφευγε από διάσκεψη Κορυφής της ΕΟΚ, χωρίς να κερδίσει κάτι για τη χώρα του»…
Σήμερα, ο Α. Τσίπρας, μπορεί να διακηρύττει την πορεία της χώρας εντός της Ευρωζώνης, αλλά οι πράξεις της κυβέρνησής του κι η σαφής «αγκυλωμένη ανεπάρκεια» της πλειοψηφίας των μελών της κυβέρνησής και του κόμματός του, άλλα καταδεικνύουν και διακυβεύουν την ευρωπαϊκή πορεία του τόπου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι υπέγραψαν τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, χωρίς να λάβουν ούτε … ένα ευρώ!
Είναι και κάτι ακόμη, ιδιαιτέρως σημαντικό.
Επί Α. Παπανδρέου, δεν υπήρχε ένας πανικόβλητος λαός που μετρούσε ημέρες μέχρι το τέλος της ρευστότητας.
Είπαμε, άλλες ήταν οι συνθήκες, άλλο το διεθνές περιβάλλον, άλλη η δυνατότητα πρόσβασης σε χρήματα.
Σήμερα, η οικονομία είναι παντελώς στεγνή και το ενδεχόμενο να μείνει η χώρα χωρίς πετρέλαιο, χωρίς φάρμακα, χωρίς πρώτες ύλες, κάθε άλλο παρά κινδυνολογία χαρακτηρίζεται.
Σήμερα, σε τόσο δύσκολες συνθήκες, το μόνο που βιώνουν οι Έλληνες από την κυβέρνησή τους, είναι η… δημιουργική ασάφεια κι αδιάντροπες γενικότητες ενός …φαντασιακού έρωτα για ….δήθεν Αριστερή διακυβέρνηση.
Όμως, τα ψέματα τελειώνουν.
Ούτε εντολή για ρήξη έχουν από την ελληνική κοινωνία, ούτε μπορούν πλέον να παίζουν τον ρόλο του Τσάβες ή του Αλιέντε στην Ευρώπη.
Ούτε δικαίωμα να οδηγήσουν την ελληνική κοινωνία στην κόλαση των απρόβλεπτων συνεπειών σε οικονομικό, κοινωνικό και γεωπολιτικό επίπεδο.
Ούτε μπορεί ο πρωθυπουργός να επιτρέπει σε υπουργούς του να ασκούν εξουσία ως να βρισκόμαστε στη δραχμή, δήθεν για να μη προδώσουν τ’ αντιμνημονιακά «πιστεύω» τους.
Επαναλαμβάνω, τα ψέματα τελειώνουν.
Το πολύ μέχρι το τέλος του μηνός, ο πρωθυπουργός οφείλει να διαλέξει με ποιους θα πάει και ποιους θ’ αφήσει.
Κι αν επιλέξει να πορευθεί στον δρόμο που επιθυμούν οι Λαφαζάνης, Λαπαβίτσας κι οι άλλοι δραχμολάγνοι, οφείλει πρώτα απ’ όλα να το συζητήσει με την ελληνική κοινωνία.
Μέσω εκλογών με μοναδικό ερώτημα αυτό…
Γράφει
ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου