Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Γερμανία: Μετά την οικονομική επιβολή η στρατιωτική ηγεμονία. Ανάλυση

Το κείμενο στηρίζεται σε εκτεταμένα αποσπάσματα του άρθρου «President Gauck demands more support for Germany’s army», του Wolfgang Weber,στο World Socialist Web Site, 6/7.

Επιλογή-μετάφραση Αριάδνη Αλαβάνου
Έχουν περάσει μόλις δυο χρόνια από τότε που ο πρώην Γερμανός πρόεδρος Χορστ Κέλερ, επιστρέφοντας από μια επίσκεψη στο Αφγανιστάν, είχε δηλώσει ότι «μια χώρα όπως η Γερμανία που βασίζεται στις εξαγωγές πρέπει να γνωρίζει ότι οι στρατιωτικές επεμβάσεις στο εξωτερικό είναι αναγκαίες για τη στήριξη των γερμανικών συμφερόντων».
Η αντίδραση της κοινής γνώμης τον ανάγκασε να παραιτηθεί για την χρονικά ατυχή, (ήταν η εποχή που είχε δημιουργήσει σάλο η δολοφονία αμάχων Αφγανών από Γερμανούς στρατιώτες), αλλά ουδόλως ανακριβή δήλωσή του, εφόσον γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις επιχειρούν σήμερα σε τρεις ηπείρους...

Οι γερμανικές ελίτ αρέσκονται να σπρώχνουν κάτω από το χαλί μερικά κοινά μυστικά. Ο σημερινός πρόεδρος, Γιόακιμ Γκάουκ, μόλις 100 ημέρες στο αξίωμά του, μιλώντας στην Μπούντεσβερ (τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις) μπορεί να μην επανέλαβε αυτολεξεί τις δηλώσεις του Κέλερ, αλλά επιδόθηκε σε έναν ύμνο του γερμανικού στρατού και της αποστολής του. Με την ιδιότητά του του πρώην λουθηρανού πάστορα και δη Ανατολικογερμανού αντιφρονούντα, φαίνεται πως εκπληροί όλες τις αναγκαίες προϋποθέσεις να μιλά για στρατιωτικά θέματα μένοντας στο απυρόβλητο.


«Αν κάποιος πιστεύει ακόμη ότι ο Κρίστιαν Βουλφ, που αντικατέστησε τον Κέλερ το 2010, αναγκάστηκε σε παραίτηση απλώς γιατί τα ΜΜΕ τον κατηγόρησαν ότι άφησε απλήρωτο κάποιο λογαριασμό σε ξενοδοχείο και γιατί δέχτηκε κάποια ‘δωράκια’, μάλλον είναι οικτρά γελασμένος. Η ομιλία του Γκάουκ στη στρατιωτική ακαδημία τον περασμένο Ιούνιο καθιστά σαφές γιατί διορίστηκε πρόεδρος της Γερμανίας. Έχει αναλάβει την αποστολή να συμβάλει στην ταχεία και ενεργητική στροφή σε μια πιο επιθετική εσωτερική και εξωτερική πολιτική, παρά την αντίθεση που εκφράζει η γερμανική κοινή γνώμη»( Wolfgang Weber, “President Gauck demands more support for Germany’s army»).

Οι αντιπολεμικές και φιλειρηνικές διαθέσεις της πλειοψηφίας του γερμανικού λαού από κοινού με την ευαισθησία σε θέματα πυρηνικής ενέργειας και περιβάλλοντος αποτελούν τους δύο τομείς στους οποίους αναπτύσσεται η πιο ενεργητική παρέμβασή του στην κεντρική πολιτική σκηνή. Με την αναχαίτιση αυτών των διαθέσεων καταπιάστηκε ο Γερμανός πρόεδρος στην εν λόγω ομιλία του, την ανάλυση της οποίας παρουσιάζει ο Β. Βέμπερ στο πολύ εύστοχο άρθρο του .

Σημειώνει:

«Σε άρθρο της [σοσιαλδημοκρατικών τάσεων] εφημερίδας Süddeutsche Zeitung, των αρχών Μαΐου, γράφτηκε , από τον Γιαν Τεχάου, επικεφαλής του δεξιού think tank Carnegie Europe, ότι η εναντίωση τμήματος του πληθυσμού αποτελεί το βασικό εμπόδιο για τη στρατιωτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής της Γερμανίας. Είτε το θέλουμε είτε όχι, γράφει ο Τεχάου, η Γερμανία είναι σήμερα η μεγαλύτερη και ισχυρότερη κεντροευρωπαϊκή χώρα και η ηγέτιδα δύναμη της ηπείρου […] Όμως οι Γερμανοί δεν αποδέχονται αυτό το γεγονός, λόγω των ιστορικών τραυμάτων τους, και αυτό δημιουργεί ένα περιβάλλον που ‘κρατά πίσω τη χώρα’, που την κάνει να συμπεριφέρεται ‘δειλά’. Ο Τεχάου προτρέπει τους Γερμανούς να ξεχάσουν τον ναζισμό και τους παγκόσμιους πολέμους, να αυτοσυγχωρηθούν, ώστε να συμβάλει η Γερμανία πιο ρωμαλέα στην ανάπτυξη του ΝΑΤΟ και καλεί τη Γερμανία να ξαναχρησιμοποιήσει τον πόλεμο ως εργαλείο της πολιτικής. Ως προς αυτό, αναθέτει ένα ιδιαίτερο καθήκον στον πρόεδρο Γκάουκ : Να κάμψει την αντίσταση του γερμανικού λαού στους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς και να βοηθήσει να ‘δημιουργηθούν οι εσωτερικές προϋποθέσεις για μια κατάλληλη εξωτερική πολιτική’.



Ο Τεχάου γράφει: ‘Ποιος άλλος, αν όχι ένας άνθρωπος του Θεού, θα μπορούσε να καταστήσει σαφές στους Γερμανούς, με μια σημαντική ομιλία, ότι μπορούν να ζήσουν εν ελευθερία και γαλήνη με τον εαυτό τους , τις γειτονικές χώρες και τον κόσμο, όταν αποκτήσουν το κουράγιο να δώσουν άφεση σ’ αυτούς τους ίδιους;’ 
Ο Γκάουκ, κατά τα φαινόμενα δεν καθυστέρησε καθόλου και έσπευσε να κάνει αυτή τη «σημαντική ομιλία» στην Μπούντεσβερ.

“ Όπως γίνεται συνήθως, άρχισε με μια αντικομμουνιστική νότα», γράφει ο Βέμπερ. « ‘Ως θύμα δεκαετιών δικτατορίας’, στην πρώην Ανατολική Γερμανία’, διακήρυξε ότι ήταν πλέον ευτυχής να στέκεται ενώπιον ενός στρατού που, σε αντίθεση με τον ανατολικογερμανικό, ήταν ένας πραγματικός ‘στρατός του λαού’ αφιερωμένος στη ‘μάχη για την ειρήνη και την ελευθερία’, λέγοντας ότι ο στρατός αυτός αποτελεί μέρος του ‘δημοκρατικού θαύματος’ που έλαβε χώρα στη Δυτική Γερμανία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο ‘και στη συνέχεια στα ανατολικά της χώρας μας πριν από δύο δεκαετίες’.
»Αυτό το ‘δημοκρατικό θαύμα’», γράφει ο Βόλφγκανγκ Βέμπερ (ό.π.), «χρειάζεται μια πιο εκ του σύνεγγυς εξέταση.

Τον Οκτώβριο του 1950, ο Γκούσταβ Χάινεμαν –αργότερα ομοσπονδιακός πρόεδρος, τότε όμως μέλος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης—παραιτήθηκε από το γραφείο του υπουργού Εσωτερικών της πρώτης ομοσπονδιακής κυβέρνησης του Κόνραντ Αντενάουερ, εις ένδειξη διαμαρτυρίας έναντι αυτού του ‘δημοκρατικού θαύματος’. Είχε γίνει γνωστό ότι ο Κ. Αντενάουερ όχι μόνο είχε συμφωνήσει με τις ΗΠΑ πίσω από τις πλάτες του υπουργικού συμβουλίου για τον επανεξοπλισμό του στρατού, αλλά τον Μάιο του 1950 είχε ήδη κάνει πρακτικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, με τη δημιουργία του εντελώς μυστικού Κέντρου Εσωτερικών Υπηρεσιών. Το Κέντρο, υπό τον πρώην στρατηγό της Ράιχσβερ Γκέρχαρτ Γκραφ φον Σβέρινγκ, αποτέλεσε τμήμα της καγκελαρίας υπό την αποκλειστική και προσωπική εποπτεία του Αντενάουερ.

Αποστολή του ήταν να συνεργαστεί άμεσα με τους πολυάριθμους στρατηγούς και αξιωματικούς της Ράιχσβερ για να προετοιμάσουν συστηματικά τη συγκρότηση του νέου εθνικού στρατού , παρόλο που αυτό –μόλις πέντε χρόνια μετά το τέλος του πολέμου—δεν είχε υποβληθεί προς έγκριση στο Κοινοβούλιο, πολύ δε περισσότερο σε λαϊκό δημοψήφισμα. [1]
[….]»Ο σχηματισμός της Μπούντεσβερ δεν τέθηκε στη διαδικασία της δημοκρατικής απόφασης του γερμανικού λαού, ούτε η νομισματική μεταρρύθμιση, ούτε η εγκαθίδρυση του δυτικογερμανικού κράτους, ούτε το σύνταγμα.

Όλα αυτά τα μέτρα ήταν δυτικές επιθετικές πρωτοβουλίες στον απόηχο του Ψυχρού Πολέμου που στόχευαν στην άσκηση οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής πίεσης επί της σοβιετικής ζώνης κατοχής και της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης και στην κατάρρευσή της, δηλαδή στο να επιτευχθεί η ‘αναδιοργάνωση της Ανατολικής Ευρώπης’, όπως το έθεσε ο Αντενάουερ. Η σταλινική γραφειοκρατία στη Μόσχα και στο Ανατολικό Βερολίνο, που μέχρι το 1952 σκόπευε να ιδρύσει μια ουδέτερη, αφοπλισμένη Γερμανία ως ουδέτερο κράτος ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, απλώς αφέθηκε να αντιδράσει όπως μπορούσε. 
» Ο Γκ. Χάινεμαν αποδείχθηκε αξιόπιστος μάρτυρας αυτών των εξελίξεων επίσης, εφόσον ως επί μακρόν νομικός σύμβουλος και διευθυντής ανθρακωρυχείου του τεράστιου ομίλου Rheinstahl ήταν υπεράνω πάσης υποψίας ότι εξέτρεφε ‘σοσιαλιστικές κλίσεις’.

‘Εκείνη την εποχή’, έγραψε αργότερα, ‘κατέληξα ότι η γενική πολιτική κατάσταση εξελισσόταν πολύ επικίνδυνα και οι Αμερικανοί ωθούσαν τα πράγματα με στόχο να ασκηθεί προς την Ανατολή στρατιωτική και πολιτική πίεση’. [2]
»Όμως, θα έπρεπε να επισημανθεί και κάτι ακόμη σχετικά με το ‘δημοκρατικό θαύμα’ του Γκάουκ. Όσοι επέκριναν την πολιτική επανεξοπλισμού του Αντενάουερ και διαμαρτύρονταν εναντίον της αντιμετώπιζαν την απειλή μακροχρόνιας φυλάκισης και μεγάλων προστίμων μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Η νομοθεσία περί προδοσίας και εσχάτης προδοσίας , που είχε καταργηθεί από τις κατοχικές δυνάμεις ως υπόλειμμα του ναζισμού, επανεισάχθηκε στο ποινικό δίκαιο κατά τις συνοπτικές διαδικασίες της Πρώτης Τροπολογίας του Ποινικού Δικαίου, τον Μάιο του 1951.

Σ’ αυτή τη βάση, οι δικαστές, κινούμενοι εξόφθαλμα από πολιτικούς σκοπούς, προχώρησαν σε συνολικά 250.000 αγωγές ποινικού χαρακτήρα εναντίον όχι μόνο των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος και των οικογενειών τους, αλλά και μελών κινημάτων ειρήνης, αριστερών συνδικαλιστών και χριστιανών φιλειρηνιστών. Εξαιτίας των πεποιθήσεών τους, 10.000 αντίπαλοι της κυβέρνησης Αντενάουερ χαρακτηρίστηκαν «εχθροί του συντάγματος», «κομμουνιστικά τρωκτικά» ή «υποχείρια της ανατολικογερμανικής κυβέρνησης» και καταδικάστηκαν σε βαριά πρόστιμα και καθείρξεις, σε κέντρα κράτησης ή φυλακές. [3].

Οι δικαστές που επέβαλαν τέτοιες ποινές στην πλειονότητά τους κατείχαν παρόμοια αξιώματα στο τρίτο Ράιχ και απορροφήθηκαν από το μεταπολεμικό γερμανικό κράτος – όπως ακριβώς αμέτρητοι στρατηγοί, αξιωματικοί και άνθρωποι των μυστικών υπηρεσιών. Αντίθετα, ούτε ένας από τους περίπου 3.000 στρατοδίκες των Ναζί δεν έδωσε λόγο για τις 30.000 θανατικές καταδίκες ενάντια σε αντιρρησίες συνείδησης και λιποτάκτες.
»


Αυτό όμως ήταν απλώς το πρελούδιο της ‘σημαντικής ομιλίας’ του Γερμανού προέδρου. Ακολούθησε το χορικό. Ο Γκάουκ έπλεξε το εγκώμιο του μετασχηματισμού της Μπούντεσβερ σε μια παγκόσμια μαχητική δύναμη πολεμικών επιχειρήσεων: ‘Ενώ εμείς καθόμαστε εδώ, χιλιάδες στρατιώτες μας βρίσκονται σε αποστολές σε τρεις ηπείρους. Ένοπλες δυνάμεις στα Βαλκάνια, στο Ινδοκούς και στο Κέρας της Αφρικής επιχειρούν εναντίον τρομοκρατών και πειρατών … Ποιος θα πίστευε πως αυτό θα ήταν δυνατόν πριν από είκοσι χρόνια; Έτσι, προσφιλείς άνδρες και γυναίκες του στρατού εκπαιδεύονται σήμερα με σαφή προοπτική να συμμετάσχουν σε τέτοιες αποστολές …’
»Ο Γκάουκ δεν περιορίστηκε σε απλή πολεμική προπαγάνδα. Ο ύμνος προς τις ένοπλες δυνάμεις συνοδεύτηκε , όπως είχε απαιτηθεί [μέσω του Τεχάου], από μια επίθεση προς εκείνους που ‘στρέφουν αλλού το πρόσωπό τους, τους δειλούς, που δεν θέλουν να γνωρίζουν’ – μια στηλίτευση της έλλειψης εκτίμησης και υποστήριξης προς το στρατό και τις επιχειρήσεις του από την κοινωνία.

‘Όλα αυτά δεν θα έπρεπε να συζητούνται στα διοικητικά επίπεδα και στο Κοινοβούλιο μόνο’, τόνισε ο Γκάουκ. Χρειάζεται να συζητούνται ‘εκεί όπου θα έπρεπε να αναγνωρίζεται η σημασία των ενόπλων δυνάμεών μας : μέσα στην κοινωνία. Δεν μας αρέσει να σκεφτόμαστε ότι υπάρχουν πάλι τραυματίες βετεράνοι μεταξύ μας. Άνθρωποι που η υπηρεσία τους προς τη Γερμανία τους κόστισε τη φυσική ή διανοητική τους υγεία. Και η κοινωνία φέρει βαρέως το γεγονός ότι και πάλι σκοτώνονται Γερμανοί σε στρατιωτική δράση’. 
» Ο Γκάουκ κάλεσε να γίνονται περισσότερες δημόσιες συζητήσεις με στρατιώτες και αξιωματικούς για να ξεπεραστεί η απροθυμία αποδοχής των πολεμικών επιχειρήσεων:

‘Στρατηγοί, αξιωματικοί και στρατιώτες πρέπει να βρεθούν ξανά στο επίκεντρο της κοινωνίας μας!’ Επανήλθε αρκετές φορές σ’ αυτό το ζήτημα υποδεικνύοντας εμφανώς ότι στρατιώτες και αξιωματικοί θα έπρεπε να εμφανίζονται πιο συχνά στον Τύπο και στην τηλεόραση, προκειμένου να δημιουργηθεί η σωστή ατμόσφαιρα. Σύμφωνα με τον πρόεδρο, ‘η κοινωνία μας δεν δείχνει την ίδια ετοιμότητα αποδοχής θυσιών’ μ’ αυτή που επιδεικνύουν οι στρατιώτες της Μπούντεσβερ, υπάρχει ελάχιστη προθυμία να πεθάνουν οι άνθρωποι, αντίθετα, περιορίζονται σε έναν εικονικό ‘εθισμό στην ευτυχία’.
»

Ο Γκάουκ καυτηρίασε μια τέτοια επιδίωξη της ευτυχίας: ‘Το γεγονός ότι υπάρχουν και πάλι γερμανικές απώλειες δεν μπορεί να το σηκώσει η κοινωνία μας που αναζητά την ευτυχία … Όμως δεν μπορούμε να έχουμε ελευθερία χωρίς ευθύνη. Για εσάς, αγαπητοί στρατιώτες/στρατιωτίνες, είναι αυταπόδεικτο. Είναι, όμως, αυταπόδεικτο και για την κοινωνία μας; Ορισμένοι θεωρούν ότι η εξασφάλιση της ελευθερίας και της ευημερίας μας είναι ευθύνη του κράτους και της δημοκρατίας. Κάποιοι συγχέουν την ελευθερία με την απερισκεψία, την αδιαφορία και τον ηδονισμό. Άλλοι είναι πολύ καλοί όσον αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων τους ή, όπου είναι αναγκαίο, τα απαιτούν κραυγαλέα. Και όλοι ξεχνούν πολύ εύκολα ότι μια λειτουργική δημοκρατία απαιτεί επίσης προσπάθεια, εγρήγορση, θάρρος και μερικές φορές την ύστατη θυσία από ένα άτομο: να δώσει τη ζωή του’.
» Αυτή η ‘προθυμία να κάνουμε θυσίες’ είναι σπάνια στις μέρες μας , σύμφωνα με τον Γκάουκ. ‘Αλλά, εδώ, στις ένοπλες δυνάμεις, συναντώ ανθρώπους που είναι πρόθυμοι να αφιερωθούν σε κάτι – ανθρώπους που είναι θαρραλέοι πολίτες εν στολή!’
»

Χρησιμοποιώντας αυτό τον όρο ‘θαρραλέοι πολίτες εν στολή’, ο Γκάουκ ανήγγειλε την απομάκρυνση από την ιδέα των ‘ένστολων πολιτών του κράτους’, τη συνολική ιδέα της μεταρρύθμισης της Μπούντεσβερ από τη δεκαετία του 1970 που υπονοούσε ότι η διαφορά μεταξύ στρατιωτών και άλλων πολιτών στη μεταπολεμική περίοδο δεν ήταν ο φόνος και ο θάνατος, αλλά απλώς η στολή. Επιπλέον, ο Γκάουκ εξήρε το ‘μαχητικό πνεύμα των στρατιωτών και την προθυμία τους να πεθάνουν για ένα ιδανικό’ …: ένα ιδανικό που έρχεται σε αντίθεση με αυτό που θεωρεί ως αξιοκατάκριτη επιδίωξη της ευημερίας και της ευτυχίας.


Ήδη δύο χρόνια προ της ανάδειξής του στην προεδρία , σε μια συνέντευξη προς τη Süddeutsche Zeitung, ο Γιόακιμ Γκάουκ είχε επιτεθεί βίαια στη λαχτάρα των ανθρώπων για ευτυχία. ‘Οι άνθρωποι πρέπει να σηκωθούν από την αιώρα της αναμονής της ευτυχίας μέσω της ευχαρίστησης και της ευημερίας!’, κήρυξε ο πάστορας. Και στην ερώτηση του δημοσιογράφου ‘Πάνε τα πράγματα πολύ καλά για εμάς;’ Απάντησε: ‘Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας ζωής που δεν κερδίζεται πλέον μέρα με τη μέρα. Η κατάσταση είναι διαφορετική σε καιρούς κρίσης ή δικτατορίας’.

Σήμερα προφανώς θα πρόσθετε: ‘και σε καιρούς πολέμου επίσης’. ‘Όταν όλα πάνε καλά για εμάς, οι προκλήσεις της ζωής περνούν απαρατήρητες … και υπάρχει αναζήτηση νοήματος’. Ο δημοσιογράφος ρώτησε: ‘Είμαστε τόσο υλιστές;’ Και ο Γκάουκ απάντησε: ‘Ειλικρινά, το πιστεύω, ναι. Δεν αφορά μόνο την εποχή μας. Η λαχτάρα του ανθρώπου για άμεση ικανοποίηση προκειμένου να θεωρηθεί ευτυχής αποτελεί μέρος της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης φύσης’.
» Με αυτές τις παρατηρήσεις ο Γιόακιμ Γκάουκ επαναλαμβάνει με άμεσο τρόπο την ‘πολιτισμική κριτική’ των αστών ιδεολόγων και συγγραφέων της Γερμανίας πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο.

Εκείνοι οι διανοούμενοι χρησιμοποιούσαν σχεδόν τις ίδιες λέξεις όταν διαμαρτύρονταν για την κυριαρχία του ‘υλισμού’ στην κοινωνία, την απώλεια των υψηλών ιδανικών ή μάλλον την απροθυμία να πεθαίνει κανείς γι’ αυτά. Θεωρούσαν ευπρόσδεκτες τις κρίσεις, τη φτώχεια και τον πόλεμο ως ‘απελευθέρωση από την παρακμή’, ως ‘καθαρτήριες καταστροφές’, ‘ηρωικές δοκιμασίες για μια υψηλότερη ύπαρξη που να έχει νόημα’ – ιδέες που πρόσφεραν στους μιλιταριστές, τότε όπως και τώρα, τον ιδεολογικό εξοπλισμό που είχαν ανάγκη.
» Ο Κόλμαρ Φράιχερ φον ντερ Γκολτς, ανώτατος Γερμανός αυτοκρατορικός στρατηγός και κτηνώδης οργανωτής της κατοχής του Βελγίου κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου, έγραψε εφτά χρόνια πριν από την έναρξη της σφαγής: ‘Πάνω απ’ όλα, επιθυμώ δυο καλά πράγματα για τη γερμανική πατρίδα, την πλήρη εκπτώχευση και ένα πόλεμο τιμωρίας που να διαρκέσει εφτά χρόνια. Μετά, ο γερμανικός λαός θα είχε πιθανώς την ικανότητα να ανυψωθεί ξανά και να σωθεί από μια ηθική εξαχρείωση αιώνων’. [4]
Ο Γκάουκ δεν ανατρέχει στους ιδεολόγους του γερμανικού ιμπεριαλισμού πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο μόνο μέσω της επίκλησης της κρίσης, του πολέμου και των θυσιών ως ευκαιριών για μια ‘πιο άξια και με νόημα ύπαρξη’, που υπερβαίνει τη ‘σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης’.

Οι μακροσκελείς ομιλίες του ενάντια στην επιδίωξη της ευτυχίας’ εντάσσονται επίσης στην ίδια παράδοση. Φιλόσοφοι όπως ο Μαξ Σέλερ, κοινωνιολόγοι όπως ο Γκέοργκ Ζίμελ και οικονομολόγοι όπως ο Βέρνερ Ζόμπαρτ επιδίδονται στους ίδιους ακριβώς οδυρμούς, επικαλούμενοι συχνά τον Φρ. Νίτσε και τους διάσπαρτους αφορισμούς του περί ‘υλισμού’ και ‘ηδονισμού’. Έτσι εξέφρασαν μια άγρια εχθρότητα απέναντι στο εργατικό κίνημα που έχει υιοθετήσει ένα επαναστατικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα και στην πάλη του για κοινωνική ισότητα, ένα κίνημα που δεν ήταν πλέον διατεθειμένο να ανεχθεί μια μειονότητα πλούτου στην κορφή της κοινωνίας, ενώ η πλειονότητα βυθίζεται στη φτώχεια και στην ταλαιπωρία. 
»

Τα κηρύγματα του Γιόακιμ Γκάουκ κατά του ‘εθισμού στην ευτυχία και την ευημερία’ ισοδυναμούν επίσης με στοχευμένες επιθέσεις του εκπροσώπου της τάξης των ιδιοκτητών στα βασικά κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα των εργαζομένων στη Γερμανία και σε όλη την Ευρώπη. Την αντίθεση των Ελλήνων ή των Ισπανών εργαζομένων στην αθλιότητα που υπαγορεύουν το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες, την αντίσταση στη λιτότητα προς χάριν της ‘σωτηρίας των τραπεζών’, την εναντίωση στους αποικιακούς πολέμους στο Αφγανιστάν και τη Σομαλία – αυτά στιγματίζει ο Γκάουκ ως ‘εθισμό στην ευτυχία’ και ‘φιλοδοξία ευημερίας’.



[…]

Σημειώσεις:

1. Για λεπτομέρειες, βλ. Mathias Molt, Von der Wehrmacht zur Bundeswehr—continuity and discontinuity in the structure of the German armed forces from 1955 to 1966, Heidelberg, 2007, σσ. 74 κ.ε. Για την αδιακρισία που επέδειξε ο κόμης φον Σβέρινγκ, ο οποίος μίλησε στον Τύπο για τη μυστική επιχείρηση του Αντενάουερ, απομακρύνθηκε από την υπηρεσία και το Κέντρο διαλύθηκε ύστερα από 6 μήνες και αντικαταστάθηκε από το λεγόμενο ‘Κενό Υπουργείο’ που ανέλαβε όμως τα ίδια καθήκοντα.


2. Παρατίθεται από τον Heinrich Hannover, Die Republik vor Gericht 1954-1974. Memoirs of a troublesome lawyer, Berlin 1998, 2nd Edition, σ. 70.

3. Βλ. Heinrich Hannover στη δίκη της Επιτροπής Ειρήνης του Ντίσελντορφ 1959/60, ό.π., σσ. 57 κ.ε.
4. Παρατίθεται από τον Wolfram Wette (Pub.), Schule der Gewalt. Militarism in Germany 1871-1945. Berlin 2005, σ. 53.



Onalert

Δεν υπάρχουν σχόλια: