Ξέρω, ωστόσο, ότι η συρρίκνωσή της δεν είναι παντελώς άσχετη με την τριχόπτωση.
Διακρίνονται αμφότερες σε φυσιολογικές και παθολογικές. Οφείλονται κατά κύριο λόγο στην ατροφία που προκαλείται από τη γήρανση και την αβιταμίνωση. Αντιμετωπίζονται και οι δυο με... συμπληρώματα διατροφής και μεθόδους αναζωογόνησης των κυττάρων. Μόνον που για την αναζωογόνηση των πολιτικών κυττάρων, και μόνον εφόσον ο μαρασμός τους δεν είναι παθολογικός και η βλάβη τους ανήκεστος, χρειάζεται επιπλέον:
Πρώτον η κατάλληλη ιδεοθεραπεία και άρα παραγωγή νέων ιδεών, και
Δεύτερον οι κατάλληλες κλιματολογικές συνθήκες ώστε να μπορεί να γίνει η καλλιέργεια και η συγκομιδή των καρπών τους.
Όταν ενόψει των εκλογών του 2009 ο Αλέκος Αλαβάνος είχε τη φαεινή ιδέα να ανοίξει τον δρόμο της διαδοχής στον νεαρό, ευειδή και ελκυστικό Αλέξη Τσίπρα, ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάστηκε τον ιστορικά μηδενικό χρόνο των πέντε μόλις ετών για να πραγματοποιήσει σε δυο, έστω, φάσεις (διπλές εκλογές Μαΐου-Ιουνίου 2012) το άλμα που τον εκτίναξε από το 5,04% του 2009 στο 36,34% του Ιανουαρίου του 2015 και στο σχεδόν ισοϋψές 35,46% του Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους.
Υπό το φως των πεπραγμένων του διαδόχου του ο Αλέκος Αλαβάνος θα ομολογούσε αργότερα ότι η επιλογή του εκείνη ήταν το μεγαλύτερο λάθος της πολιτικής του καριέρας.
Μπορεί με την αυτοκριτική του να προστέθηκε στον ατελείωτο κατάλογο των ανθρώπων που ως στερνή τους γνώση είχαν την πίκρα της διαπίστωσης ότι «ουδείς αγνωμονέστερος του ευεργετηθέντος». Όμως χωρίς ίσως να το καταλάβει είχε απλώς επιβεβαιώσει την ισχύ του αξιώματος της πολιτικής επικοινωνίας σύμφωνα με το οποίο σημασία δεν έχει τόσο το τι λέγεται αλλά από ποιον λέγεται.
Χωρίς τον Τσίπρα είναι λίαν αμφίβολο αν η Αριστερά θα είχε πετύχει ποτέ να γίνει για πρώτη φορά κυβέρνηση. Όπως χωρίς τον Ανδρέα Παπανδρέου το ΠΑΣΟΚ ίσως δεν θα είχε πετύχει ποτέ να «λεηλατήσει» την εκλογική βάση της παραδοσιακής Αριστεράς για να γίνει από μειοψηφική κεντροαριστερή πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου σχεδόν οκταετής κυβέρνηση της «Αλλαγής». Όπως πριν από αυτόν ο πατέρας του Γεώργιος Παπανδρέου δεν θα είχε πετύχει ποτέ να συνδέσει τα χίλια κομμάτια του μεταπολεμικού Κέντρου για να γίνει ο Γέρος της Δημοκρατίας και της παράταξης που συσπειρώθηκε γύρω του εναντίον του «παρακράτους της Δεξιάς». Όπως μετά από αυτόν ο Κώστας Σημίτης δεν θα είχε πετύχει να αναστήσει το ημιθανές ΠΑΣΟΚ συγκρουόμενος με τον παπανδρεϊκό πυρήνα του για να το κάνει επί σχεδόν δυο τετραετίες την κυρίαρχη δύναμη εκσυγχρονισμού της χώρας που θα κυβερνούσε "λεηλατώντας" αυτήν τη φορά τον μεσαίο χώρο και αφήνοντας χωρίς ατζέντα την κεντροδεξιά.
Βέβαια ούτε ο Αλέξης Τσίπρας θα είχε ίσως καταφέρει να αλώσει ταυτόχρονα την μεσοαστική βάση και των δυο παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας, αν οι ψηφοφόροι της κεντροδεξιάς δεν αποφάσιζαν να στείλουν στην ΝΔ τον πολιτικά το λογαριασμό του ΕΝΦΙΑ και αν οι ψηφοφόροι της κεντροαριστεράς δεν έδιναν την τιμωρητική χαριστική βολή στο μετά την αναδοχή των μνημονίων και το βίαιο τέλος του ονείρου της αστικοποίησης των «μη προνομιούχων» ασθμαίνον ΠΑΣΟΚ.
Όσο αληθές, όμως, είναι ότι ο Τσίπρας ανέβηκε στην εξουσία καβάλα στο κύμα της κοινωνικής δυσαρέσκειας που προκάλεσε η οικονομική κρίση και ανέτρεψε τις πολιτικές ισορροπίες της μεταπολίτευσης, άλλο τόσο είναι αληθές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είχε γνωρίσει τους δυο εκλογικούς θρίαμβους του 2015, αν ο αρχηγός του δεν είχε προσληφθεί από το εκλογικό σώμα όχι μόνον ως ο τιμωρός, που θα έπαιρνε εκδίκηση για τα δεινά που έφερε «η υποταγή της χώρας» στους «υπαλλήλους της τρόικα», αλλά και ως ο σταυροφόρος που θα έδινε νικηφόρα την μάχη του «νέου» εναντίον της δυναστείας του «παλιού» κομματικού συστήματος.
Με άλλα λόγια ούτε τότε ούτε τώρα η οικονομική κρίση και η κοινωνική δυσαρέσκεια, που πάντα προκαλεί, αποτελούν από μόνες τους ικανές και αναγκαίες συνθήκες για να αποκτήσουν οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις ανατρεπτική των υφιστάμενων κομματικών συσχετισμών δυναμική.
Πολύ περισσότερο που η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση, όπως πολιτεύεται, θα παλιώνει πιο γρήγορα από όσο θα φθείρεται η κυβέρνηση.
Και ακόμα περισσότερο που ο Αλέξης Τσίπρας έχοντας άγνοια κινδύνου και ακτιβιστική παιδεία διέπραξε τότε το μοιραίο λάθος που θα τον βαρύνει για πολύν καιρό ακόμα: Αντί να περιμένει τη σειρά του, που ούτως ή άλλως δεν θα αργούσε να έρθει, βιάστηκε να εκμεταλλευτεί τις περιστάσεις παραγνωρίζοντας ότι υπό συνθήκες οικονομικής κρίσης ήταν ζήτημα χρόνου να αποδειχθεί ότι η Αριστερά, έχοντας μάλιστα τα χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Όποια κι αν ήταν η εξωτερική υποστήριξη που φάνηκε ότι πράγματι είχε και πριν και μετά τις εκλογές του 2015 η κατά τα άλλα εναλλακτική και αρχικά αντι-αμερικανική ελληνική του αριστερού λαϊκισμού.
Τώρα πια όλοι γνωρίζουν ότι «ο Μανώλης με τα λόγια χτίζει ανώγεια και κατώγεια» αλλά όχι σχέσεις εμπιστοσύνης σαν κι αυτές που χρειάζεται να υπάρξουν για να αναδομηθούν και να αναγεννηθούν τα πολιτικά κύτταρα της κοινωνίας των πολιτών.
Στην σχεδόν καθόλα συγγενή Γαλλία ένας άλλος Μανώλης καβάλησε κι αυτός με παραδειγματική επιδεξιότητα το κύμα της γενικευμένης κοινωνικής απαξίωσης του παλιού πολιτικού συστήματος και κέρδισε την μάχη του «νέου» σαρώνοντας τα παραδοσιακά κόμματα της χώρας του πλην της «αντισυστημικής» Ακροδεξιάς. Το έκανε, όμως, χωρίς να επιστρατεύσει δημαγωγικά ψέμματα για να ερεθίσει τα κύτταρα της κοινωνίας των πολιτών που του έδωσαν την νίκη στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2017.
Το ποια θα είναι η τύχη του Εμμανουέλ Μακρόν στις προεδρικές εκλογές του 2022 είναι άδηλον. Εάν, όμως, τις ξανακερδίσει αυτό θα οφείλεται πρωτίστως στην ικανότητά του να ανανεώνει την εμπιστοσύνη της μεσαίας τάξης ανανεώνοντας ταυτόχρονα την ατζέντα της διακυβέρνησής του. Θέτωντας στόχους - όπως η ανάκτηση της ευρωπαϊκής κυριαρχίας, ο ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας, η στροφή στην βιομηχανία, η οικολογική μετάβαση σε ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης, η διαφοροποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής, η αναθεώρηση των τρόπων διαχείρισης της πολυπολιτισμικότητας, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής - που δεσμεύουν πια πολύ περισσότερους ψηφοφόρους από αυτούς που τα ιστορικά κόμματα της κεντροδεξιάς και της κεντροδεξιάς θα είναι εφεξής σε θέση να συσπειρώσουν.
Μέχρις ότου η μείζων αλλά και η ελάσσων αντιπολίτευση, εκτός από το να ασκούνται σε αμήχανη συνήθως κριτική, μπορέσουν να κατεβάσουν και καμιά καλή νέα ιδέα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ΝΔ θα παίζουν χωρίς αντίπαλο. Πολλώ δε μάλλον που είναι μια παράταξη κοινωνικά συμπαγέστερη και διαχειριστικά αποτελεσματικότερη. Τουλάχιστον μέχρις αποδείξεως του εναντίου.
Εκτός αν οι εξελίξεις των εθνικών θεμάτων και τα αδιέξοδα που ενδεχομένως δημιουργηθούν στην μετά-την-πανδημία εποχή εκτρέψουν τα πράγματα προς άλλες κατευθύνσεις.
Και πάλι, όμως, από τη μορφή που θα προσλάβει η σύγκρουση του «νέου» με το «παλιό» θα εξαρτηθεί η δυναμική τους.
Σε καμμιά πάντως περίπτωση η πορεία των πραγμάτων δεν θα είναι καλύτερη με μια κυβέρνηση που θα παίζει μονότερμα. Θα γίνουν δε μάλλον χειρότερα αν υποχρεωθεί να παίξει δίτερμα με «αντισυστημικό» αντίπαλο.
Πρώτον η κατάλληλη ιδεοθεραπεία και άρα παραγωγή νέων ιδεών, και
Δεύτερον οι κατάλληλες κλιματολογικές συνθήκες ώστε να μπορεί να γίνει η καλλιέργεια και η συγκομιδή των καρπών τους.
Όταν ενόψει των εκλογών του 2009 ο Αλέκος Αλαβάνος είχε τη φαεινή ιδέα να ανοίξει τον δρόμο της διαδοχής στον νεαρό, ευειδή και ελκυστικό Αλέξη Τσίπρα, ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάστηκε τον ιστορικά μηδενικό χρόνο των πέντε μόλις ετών για να πραγματοποιήσει σε δυο, έστω, φάσεις (διπλές εκλογές Μαΐου-Ιουνίου 2012) το άλμα που τον εκτίναξε από το 5,04% του 2009 στο 36,34% του Ιανουαρίου του 2015 και στο σχεδόν ισοϋψές 35,46% του Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους.
Υπό το φως των πεπραγμένων του διαδόχου του ο Αλέκος Αλαβάνος θα ομολογούσε αργότερα ότι η επιλογή του εκείνη ήταν το μεγαλύτερο λάθος της πολιτικής του καριέρας.
Μπορεί με την αυτοκριτική του να προστέθηκε στον ατελείωτο κατάλογο των ανθρώπων που ως στερνή τους γνώση είχαν την πίκρα της διαπίστωσης ότι «ουδείς αγνωμονέστερος του ευεργετηθέντος». Όμως χωρίς ίσως να το καταλάβει είχε απλώς επιβεβαιώσει την ισχύ του αξιώματος της πολιτικής επικοινωνίας σύμφωνα με το οποίο σημασία δεν έχει τόσο το τι λέγεται αλλά από ποιον λέγεται.
Χωρίς τον Τσίπρα είναι λίαν αμφίβολο αν η Αριστερά θα είχε πετύχει ποτέ να γίνει για πρώτη φορά κυβέρνηση. Όπως χωρίς τον Ανδρέα Παπανδρέου το ΠΑΣΟΚ ίσως δεν θα είχε πετύχει ποτέ να «λεηλατήσει» την εκλογική βάση της παραδοσιακής Αριστεράς για να γίνει από μειοψηφική κεντροαριστερή πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου σχεδόν οκταετής κυβέρνηση της «Αλλαγής». Όπως πριν από αυτόν ο πατέρας του Γεώργιος Παπανδρέου δεν θα είχε πετύχει ποτέ να συνδέσει τα χίλια κομμάτια του μεταπολεμικού Κέντρου για να γίνει ο Γέρος της Δημοκρατίας και της παράταξης που συσπειρώθηκε γύρω του εναντίον του «παρακράτους της Δεξιάς». Όπως μετά από αυτόν ο Κώστας Σημίτης δεν θα είχε πετύχει να αναστήσει το ημιθανές ΠΑΣΟΚ συγκρουόμενος με τον παπανδρεϊκό πυρήνα του για να το κάνει επί σχεδόν δυο τετραετίες την κυρίαρχη δύναμη εκσυγχρονισμού της χώρας που θα κυβερνούσε "λεηλατώντας" αυτήν τη φορά τον μεσαίο χώρο και αφήνοντας χωρίς ατζέντα την κεντροδεξιά.
Βέβαια ούτε ο Αλέξης Τσίπρας θα είχε ίσως καταφέρει να αλώσει ταυτόχρονα την μεσοαστική βάση και των δυο παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας, αν οι ψηφοφόροι της κεντροδεξιάς δεν αποφάσιζαν να στείλουν στην ΝΔ τον πολιτικά το λογαριασμό του ΕΝΦΙΑ και αν οι ψηφοφόροι της κεντροαριστεράς δεν έδιναν την τιμωρητική χαριστική βολή στο μετά την αναδοχή των μνημονίων και το βίαιο τέλος του ονείρου της αστικοποίησης των «μη προνομιούχων» ασθμαίνον ΠΑΣΟΚ.
Όσο αληθές, όμως, είναι ότι ο Τσίπρας ανέβηκε στην εξουσία καβάλα στο κύμα της κοινωνικής δυσαρέσκειας που προκάλεσε η οικονομική κρίση και ανέτρεψε τις πολιτικές ισορροπίες της μεταπολίτευσης, άλλο τόσο είναι αληθές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είχε γνωρίσει τους δυο εκλογικούς θρίαμβους του 2015, αν ο αρχηγός του δεν είχε προσληφθεί από το εκλογικό σώμα όχι μόνον ως ο τιμωρός, που θα έπαιρνε εκδίκηση για τα δεινά που έφερε «η υποταγή της χώρας» στους «υπαλλήλους της τρόικα», αλλά και ως ο σταυροφόρος που θα έδινε νικηφόρα την μάχη του «νέου» εναντίον της δυναστείας του «παλιού» κομματικού συστήματος.
Με άλλα λόγια ούτε τότε ούτε τώρα η οικονομική κρίση και η κοινωνική δυσαρέσκεια, που πάντα προκαλεί, αποτελούν από μόνες τους ικανές και αναγκαίες συνθήκες για να αποκτήσουν οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις ανατρεπτική των υφιστάμενων κομματικών συσχετισμών δυναμική.
Πολύ περισσότερο που η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση, όπως πολιτεύεται, θα παλιώνει πιο γρήγορα από όσο θα φθείρεται η κυβέρνηση.
Και ακόμα περισσότερο που ο Αλέξης Τσίπρας έχοντας άγνοια κινδύνου και ακτιβιστική παιδεία διέπραξε τότε το μοιραίο λάθος που θα τον βαρύνει για πολύν καιρό ακόμα: Αντί να περιμένει τη σειρά του, που ούτως ή άλλως δεν θα αργούσε να έρθει, βιάστηκε να εκμεταλλευτεί τις περιστάσεις παραγνωρίζοντας ότι υπό συνθήκες οικονομικής κρίσης ήταν ζήτημα χρόνου να αποδειχθεί ότι η Αριστερά, έχοντας μάλιστα τα χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Όποια κι αν ήταν η εξωτερική υποστήριξη που φάνηκε ότι πράγματι είχε και πριν και μετά τις εκλογές του 2015 η κατά τα άλλα εναλλακτική και αρχικά αντι-αμερικανική ελληνική του αριστερού λαϊκισμού.
Τώρα πια όλοι γνωρίζουν ότι «ο Μανώλης με τα λόγια χτίζει ανώγεια και κατώγεια» αλλά όχι σχέσεις εμπιστοσύνης σαν κι αυτές που χρειάζεται να υπάρξουν για να αναδομηθούν και να αναγεννηθούν τα πολιτικά κύτταρα της κοινωνίας των πολιτών.
Στην σχεδόν καθόλα συγγενή Γαλλία ένας άλλος Μανώλης καβάλησε κι αυτός με παραδειγματική επιδεξιότητα το κύμα της γενικευμένης κοινωνικής απαξίωσης του παλιού πολιτικού συστήματος και κέρδισε την μάχη του «νέου» σαρώνοντας τα παραδοσιακά κόμματα της χώρας του πλην της «αντισυστημικής» Ακροδεξιάς. Το έκανε, όμως, χωρίς να επιστρατεύσει δημαγωγικά ψέμματα για να ερεθίσει τα κύτταρα της κοινωνίας των πολιτών που του έδωσαν την νίκη στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2017.
Το ποια θα είναι η τύχη του Εμμανουέλ Μακρόν στις προεδρικές εκλογές του 2022 είναι άδηλον. Εάν, όμως, τις ξανακερδίσει αυτό θα οφείλεται πρωτίστως στην ικανότητά του να ανανεώνει την εμπιστοσύνη της μεσαίας τάξης ανανεώνοντας ταυτόχρονα την ατζέντα της διακυβέρνησής του. Θέτωντας στόχους - όπως η ανάκτηση της ευρωπαϊκής κυριαρχίας, ο ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας, η στροφή στην βιομηχανία, η οικολογική μετάβαση σε ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης, η διαφοροποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής, η αναθεώρηση των τρόπων διαχείρισης της πολυπολιτισμικότητας, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής - που δεσμεύουν πια πολύ περισσότερους ψηφοφόρους από αυτούς που τα ιστορικά κόμματα της κεντροδεξιάς και της κεντροδεξιάς θα είναι εφεξής σε θέση να συσπειρώσουν.
Μέχρις ότου η μείζων αλλά και η ελάσσων αντιπολίτευση, εκτός από το να ασκούνται σε αμήχανη συνήθως κριτική, μπορέσουν να κατεβάσουν και καμιά καλή νέα ιδέα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ΝΔ θα παίζουν χωρίς αντίπαλο. Πολλώ δε μάλλον που είναι μια παράταξη κοινωνικά συμπαγέστερη και διαχειριστικά αποτελεσματικότερη. Τουλάχιστον μέχρις αποδείξεως του εναντίου.
Εκτός αν οι εξελίξεις των εθνικών θεμάτων και τα αδιέξοδα που ενδεχομένως δημιουργηθούν στην μετά-την-πανδημία εποχή εκτρέψουν τα πράγματα προς άλλες κατευθύνσεις.
Και πάλι, όμως, από τη μορφή που θα προσλάβει η σύγκρουση του «νέου» με το «παλιό» θα εξαρτηθεί η δυναμική τους.
Σε καμμιά πάντως περίπτωση η πορεία των πραγμάτων δεν θα είναι καλύτερη με μια κυβέρνηση που θα παίζει μονότερμα. Θα γίνουν δε μάλλον χειρότερα αν υποχρεωθεί να παίξει δίτερμα με «αντισυστημικό» αντίπαλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου