Είτε 300 είτε 600 εκατομμύρια ευρώ, ο λογαριασμός από το κανόνι της Thomas Cook στον ξενοδοχειακό-τουριστικό κλάδο της Ελλάδας αναμένεται ότι θα είναι βαρύτατος.
Αρκετοί θεωρούν ότι ο κίνδυνος που δημιουργείται έχει συστηματικά χαρακτηριστικά καθώς τα φέσια εξαπλώνονται σε όλη την αλυσίδα ενός ζωτικού και πολυδιάστατου κλάδου της οικονομίας. Ξενοδοχεία, τουριστικοί πράκτορες, προμηθευτές, αεροπορικές εταιρείες κλπ, βρίσκονται εκτεθειμένοι από την Κρήτη και την Κω μέχρι την Κέρκυρα και τη Ρόδο.Το ερώτημα είναι ποιοι και με ποιο τρόπο θα κληθούν να πληρώσουν τη ζημιά; ...
Για τις ασφαλιστικές εταιρείες είναι μέρος της δουλειάς τους.
Για τις τράπεζες που είχαν δανειακά ανοίγματα επίσης.
Όμως δεν ήταν όλες οι πλευρές ασφαλισμένες έναντι του πιστωτικού και των παρεπόμενων κινδύνων.
Η παροχή ταξιδιωτικών υπηρεσιών θεωρείται διεθνώς μια δουλειά πολύ υψηλού ρίσκου λόγω της ποικιλίας των κινδύνων που ενέχουν (γεωπολιτικοί κίνδυνοι, συμβόλαια, απότομες αλλαγές συνθηκών και τιμών της αγοράς, κλπ) με αποτέλεσμα ένα πολύ μεγάλο μέρος των εμπλεκομένων να μην αντέχει το υψηλό κόστος ασφάλισης και να είναι διαρκώς εκτεθειμένο σε μεγάλα ρίσκα.
Έτσι το κράτος, δηλαδή εμείς οι φορολογούμενοι, πιθανόν να είμαστε μεταξύ εκείνων που θα βάλουν εμμέσως το χέρι στην τσέπη ώστε να περιοριστεί ένα ντόμινο χρεοκοπιών και σε κάθε περίπτωση ένα συντριπτικό πλήγμα στο μοναδικό σταθερά αναπτυσσόμενο τμήμα της ελληνικής οικονομίας.
Υπάρχει μια διαδεδομένη άποψη πως ο συστημικός κίνδυνος από την έκτακτη οικονομική καταστροφή ενός τουριστικού κολοσσού που έστελνε στην Ελλάδα κάθε χρόνο πάνω από 600.000 επισκέπτες, δικαιολογεί ως ένα βαθμό μια “κρατική παρέμβαση”- την οποία είχαμε δει στο παρελθόν σε διάφορες μορφές να συμβαίνει με τις ιδιωτικές τράπεζες, την αλυσίδα Μαρινόπουλος κ.α- χωρίς ακόμη να γνωρίζουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που θα έχει η βοήθεια προς τις επιχειρήσεις που πλήττονται.
To κατά πόσο η στήριξη αυτή είναι μια ορθή πολιτική που δεν έρχεται σε αντίθεση με την άποψη ότι το κράτος δεν πρέπει να παρεμβαίνει ώστε να δημιουργεί συνθήκες άνισης μεταχείρισης -όπως λ.χ στην προκειμένη περίπτωση με την “επιδότηση” των πληγέντων εταιρειών- ότι η αγορά οφείλει να πληρώνει το κόστος από το ρίσκο που αναλαμβάνει και να αυτορρυθμίζεται - είναι μια κουβέντα που σε τέτοιες έκτακτες συνθήκες έχει μόνο θεωρητικό υπόβαθρο μπροστά στο άμεσο πολιτικό και οικονομικό κόστος.
Ήδη η κυβέρνηση σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Τουριστικών Επιχειρήσεων και άλλους φορείς εξετάζουν διάφορους τρόπους για να συνδράμει το ελληνικό Δημόσιο οικονομικά τις επιχειρήσεις κυρίως μέσω των φορολογικών ελαφρύνσεων. Το πιθανότερο είναι πως η βοήθεια αυτή θα έχει να κάνει με στοχευμένες φορολογικές ελαφρύνσεις.
Μια πρόταση που πιθανόν θα υλοποιηθεί είναι να μην πληρώσουν τα ξενοδοχεία τον ΦΠΑ για τα ανείσπρακτα τιμολόγια που εκδόθηκαν από την 1η Μαΐου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου 2019 όπως εισηγείται ο ΣΕΤΕ. Εναλλακτικά οι οφειλές αυτές αν δεν διαγραφούν, να παγώσουν ή να ρυθμιστούν, έως ότου το πτωχευτικό δικαστήριο κάποτε επιδικάσει αποζημιώσεις, αποφασίσει κουρέματα οφειλών κλπ.
Δεν γνωρίζουμε πόσο μεγάλα είναι αυτά τα ποσά. Αν θέλουμε να μιλάμε για σωστή επιχειρηματικότητα, οι απαιτήσεις αυτές θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον ασφαλισμένες. Από τις αντιδράσεις προκύπτει ότι δεν είναι στην πλειονότητά τους γιατί είχαν κόστος σε μια περίοδο που δίνονται μάχες επιβίωσης και όχι κατ' ανάγκη υπερκερδοφορίας.
Λόγω της κλίμακας της ζημιάς, αντιλαμβάνεται κανείς, ότι η έμμεση αρωγή του Δημοσίου είναι ένα αποδεκτό μέτρο καθώς δεν μπορείς να ζητάς από μια επιχείρηση να πληρώσει φόρο για χρήματα που δεν εισέπραξε ή δεν πρόκειται να εισπράξει, παρότι η πρακτική αυτή (το να καταβάλει, δηλαδή, κανείς φόρο για ανείσπρακτα τιμολόγια ακολουθείται κατά κόρον σε όλες τις άλλες περιπτώσεις -ειδικά δε στις συναλλαγές με το κράτος- και έχει ήδη οδηγήσει σε χρεοκοπία αμέτρητες επιχειρήσεις).
Σε κάθε περίπτωση ένα μεγάλο μέρος του κόστους από αυτά τα 300-600 εκατ. ευρώ θα βαρύνει εκ των πραγμάτων τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που με τη σειρά τους θα επιβαρύνουν τους προμηθευτές και τους υπόλοιπους κρίκους της αλυσίδας, και ένα άλλο σημαντικό μέρος το Δημόσιο που είχε υπολογίσει να εισπράξει συγκεκριμένα έσοδα από τον ΦΠΑ και τα οποία δεν θα βάλει στο ταμείο.
Του Βασίλη Γεώργα
liberal.gr
Έτσι το κράτος, δηλαδή εμείς οι φορολογούμενοι, πιθανόν να είμαστε μεταξύ εκείνων που θα βάλουν εμμέσως το χέρι στην τσέπη ώστε να περιοριστεί ένα ντόμινο χρεοκοπιών και σε κάθε περίπτωση ένα συντριπτικό πλήγμα στο μοναδικό σταθερά αναπτυσσόμενο τμήμα της ελληνικής οικονομίας.
Υπάρχει μια διαδεδομένη άποψη πως ο συστημικός κίνδυνος από την έκτακτη οικονομική καταστροφή ενός τουριστικού κολοσσού που έστελνε στην Ελλάδα κάθε χρόνο πάνω από 600.000 επισκέπτες, δικαιολογεί ως ένα βαθμό μια “κρατική παρέμβαση”- την οποία είχαμε δει στο παρελθόν σε διάφορες μορφές να συμβαίνει με τις ιδιωτικές τράπεζες, την αλυσίδα Μαρινόπουλος κ.α- χωρίς ακόμη να γνωρίζουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που θα έχει η βοήθεια προς τις επιχειρήσεις που πλήττονται.
To κατά πόσο η στήριξη αυτή είναι μια ορθή πολιτική που δεν έρχεται σε αντίθεση με την άποψη ότι το κράτος δεν πρέπει να παρεμβαίνει ώστε να δημιουργεί συνθήκες άνισης μεταχείρισης -όπως λ.χ στην προκειμένη περίπτωση με την “επιδότηση” των πληγέντων εταιρειών- ότι η αγορά οφείλει να πληρώνει το κόστος από το ρίσκο που αναλαμβάνει και να αυτορρυθμίζεται - είναι μια κουβέντα που σε τέτοιες έκτακτες συνθήκες έχει μόνο θεωρητικό υπόβαθρο μπροστά στο άμεσο πολιτικό και οικονομικό κόστος.
Ήδη η κυβέρνηση σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Τουριστικών Επιχειρήσεων και άλλους φορείς εξετάζουν διάφορους τρόπους για να συνδράμει το ελληνικό Δημόσιο οικονομικά τις επιχειρήσεις κυρίως μέσω των φορολογικών ελαφρύνσεων. Το πιθανότερο είναι πως η βοήθεια αυτή θα έχει να κάνει με στοχευμένες φορολογικές ελαφρύνσεις.
Μια πρόταση που πιθανόν θα υλοποιηθεί είναι να μην πληρώσουν τα ξενοδοχεία τον ΦΠΑ για τα ανείσπρακτα τιμολόγια που εκδόθηκαν από την 1η Μαΐου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου 2019 όπως εισηγείται ο ΣΕΤΕ. Εναλλακτικά οι οφειλές αυτές αν δεν διαγραφούν, να παγώσουν ή να ρυθμιστούν, έως ότου το πτωχευτικό δικαστήριο κάποτε επιδικάσει αποζημιώσεις, αποφασίσει κουρέματα οφειλών κλπ.
Δεν γνωρίζουμε πόσο μεγάλα είναι αυτά τα ποσά. Αν θέλουμε να μιλάμε για σωστή επιχειρηματικότητα, οι απαιτήσεις αυτές θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον ασφαλισμένες. Από τις αντιδράσεις προκύπτει ότι δεν είναι στην πλειονότητά τους γιατί είχαν κόστος σε μια περίοδο που δίνονται μάχες επιβίωσης και όχι κατ' ανάγκη υπερκερδοφορίας.
Λόγω της κλίμακας της ζημιάς, αντιλαμβάνεται κανείς, ότι η έμμεση αρωγή του Δημοσίου είναι ένα αποδεκτό μέτρο καθώς δεν μπορείς να ζητάς από μια επιχείρηση να πληρώσει φόρο για χρήματα που δεν εισέπραξε ή δεν πρόκειται να εισπράξει, παρότι η πρακτική αυτή (το να καταβάλει, δηλαδή, κανείς φόρο για ανείσπρακτα τιμολόγια ακολουθείται κατά κόρον σε όλες τις άλλες περιπτώσεις -ειδικά δε στις συναλλαγές με το κράτος- και έχει ήδη οδηγήσει σε χρεοκοπία αμέτρητες επιχειρήσεις).
Σε κάθε περίπτωση ένα μεγάλο μέρος του κόστους από αυτά τα 300-600 εκατ. ευρώ θα βαρύνει εκ των πραγμάτων τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που με τη σειρά τους θα επιβαρύνουν τους προμηθευτές και τους υπόλοιπους κρίκους της αλυσίδας, και ένα άλλο σημαντικό μέρος το Δημόσιο που είχε υπολογίσει να εισπράξει συγκεκριμένα έσοδα από τον ΦΠΑ και τα οποία δεν θα βάλει στο ταμείο.
Του Βασίλη Γεώργα
liberal.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου