Η αδήριτη οικονομική πραγματικότητα που καθορίζεται από τη σημαντική πτώση της τιμής του «μαύρου χρυσού» στις διεθνείς αγορές, βάζει «θηλιά» στον «λαιμό» της ρωσικής οικονομίας, με αποτέλεσμα το υπουργείο Οικονομικών της χώρας, να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, δια του υπουργού Αντόν Σιλουάνοφ.
Όπως ανέφερε ο υπουργός, η νέα κατάσταση που έχει ανακύψει το τελευταίο διάστημα επιβάλει την αναθεώρηση των σχεδίων...Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε για τον τομέα της άμυνας, σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα του διεθνούς ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters, «θέλουμε να επανεξετάσουμε την ποσότητα των πόρων που θα δαπανηθούν από τον προϋπολογισμό ώστε να είμαστε πιο ρεαλιστικοί».
Εν ολίγοις, το ταμείο δεν αντέχει να χρηματοδοτήσει το εξοπλιστικό πρόγραμμα εκατοντάδων δισεκατομμυρίων που είχε εξαγγείλει ο Βλαντιμίρ Πούτιν. Εκτός κι αν ο Ρώσος πρόεδρος για μια ακόμη φορά δεν ακούσει το υπουργείο Οικονομικών, κάτι που επίσης θα έχει μεσο-μακροπρόθεσμα σοβαρές συνέπειες, ΄πως θα εξηγηθεί παρακάτω.
Μόλις προχθές, το «defence-point.gr» αναδημοσίευσε μεταφρασμένη στα ελληνικά, ανάλυση για το δίλημμα που αντιμετωπίζει ο Βλαντιμίρ Πούτιν, για τον αν θα διατηρήσει τις δαπάνες ως έχουν μειώνοντας όμως τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας, ή πατώντας φρένο στις δαπάνες, ώστε τα αποθέματα συναλλάγματος να αποτελέσουν το «μαξιλάρι» σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης (βλ. http://www.defence-point.gr/news/?p=112933).
Και αυτή την έκτακτη ανάγκη, οι Ρώσοι την είχαν προσδιορίσει, σύμφωνα με τα προσχέδια προϋπολογισμού που είχαν δει το φως της δημοσιότητας και σχετικά δημοσιεύματα στα ρωσικά μέσα ενημέρωσης, ως τιμή πετρελαίου κάτω από τα 100 δολάρια ανά βαρέλι.
Ήδη βρίσκεται πιο χαμηλά, ενώ μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 80-90 δολάρια ανά βαρέλι, αν όχι χαμηλότερα, καθώς αναμένεται να υπάρξει αύξηση της προσφοράς του προϊόντος. Επίσης, προέβλεπε ρυθμό ανάπτυξης για την οικονομία 6% για την επόμενη δεκαετία, μια πρόβλεψη που αποδεικνύεται με τα σημερινά δεδομένα, τουλάχιστον άστοχη.
Όπως είναι γνωστό, ο επανεξοπλισμός των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, με τον εκσυγχρονισμό και την ανανέωση των οπλικών συστημάτων που αξιοποιούν επιχειρησιακά, αποτέλεσε προτεραιότητα για τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν. Ωστόσο, παρότι ανέκαθεν τέτοιες ρωσικές κινήσεις «κινούσαν υποψίες» στη Δύση που ανησυχούσε για τις ρωσικές φιλοδοξίες, όλα έβαιναν καλώς, όσο οι σχέσεις μεταξύ της Ουάσιγκτον και της Μόσχας βρισκόντουσαν σε ύφεση.
Παρά τις συνήθειες διαφωνίες, οι υπουργοί Εξωτερικών των δυο χωρών έβρισκαν τρόπο για να συνεννοηθούν, με αποτέλεσμα τα διεθνή κεφάλαια να εισρέουν στη Μόσχα που είχε αναδειχθεί σε σημαντικό επενδυτικό προορισμό, παράλληλα με την «επένδυση» στον επανεξοπλισμό του οπλοστασίου της χώρας, που λάμβανε κυρίως τη μορφή οικονομικής δραστηριότητας:
Οι αμυντικές βιομηχανίες εργάζονταν στην κατασκευή νέων οπλικών συστημάτων και τα ερευνητικά κέντρα, διαθέτοντας σημαντική χρηματοδότηση, αφού η κυβέρνηση επιδίωκε με κάθε τρόπο, μέσω της καινοτομίας να αποφύγει τις παγίδες της μονοδιάστατης εξάρτησης της οικονομίας από τους υδρογονάνθρακες, ιδρύοντας τη «ρωσική Σίλικον Βάλεϊ», το Σκόλκοβο, είχαν σε εξέλιξη πολύ φιλόδοξα προγράμματα, που θα μπορούσαν δυνητικά να έχουν σημαντικότατες επιπτώσεις στην παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων.
Φαίνεται όμως, ότι η περιπέτεια της Ουκρανίας και η προσάρτηση της Κριμαίας δεν θα έχει αίσιο τέλος, αν και από στρατηγικής απόψεως, η προσάρτησή της έχει μεγάλη σημασία στην «αμυντική εξίσωση» της Μαύρης Θάλασσας. Εξ αρχής, οι Ηνωμένες Πολιτείες έδειξαν απολύτως απρόθυμες να εμπλακούν σε ένα θέατρο επιχειρήσεων τόσο απομακρυσμένο και δύσκολο να υποστηριχτεί σε επίπεδο διοικητικής μέριμνας, αφού θα αποδεικνυόταν οικονομική «πληγή» σε καιρούς χαλεπούς.
Στη στρατηγική τους ήταν ξεκάθαρο – όπως είχε κατ’ επανάληψη γράψει και το «defence-point.gr» – ότι θα έκαναν αυτό που αποδείχθηκε ισχυρότερο και από την πιο εξελιγμένη πυρηνική βόμβα. Θα στόχευαν την οικονομία της.
Η Σοβιετική Ένωση είχε εισέλθει αργά και βασανιστικά στον δρόμο της χρεοκοπίας, όταν το βαρέλι πετρελαίου είχε κατακρημνιστεί στην απίστευτη τιμή των 9 δολαρίων, κάτι που σταδιακά οδήγησε την ΕΣΣΔ σε αδιέξοδο και απώλεια ελέγχου στο «Σιδηρούν Παραπέτασμα», στο αποκαλούμενο ως Ανατολικό Μπλοκ, τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, τις οποίες τα αδιέξοδα του κομουνιστικού οικονομικού συστήματος οδήγησαν σε απόλυτη εξάρτηση από τη χρηματοδότηση του «πατερούλη», δηλαδή της Μόσχας.
Φαίνεται ότι η Μόσχα ενεργοποίησε αντανακλαστικά που οδηγούν σταδιακά σε επανάληψη του φαινομένου. Τώρα πλέον καλείται να διαχειριστεί με σύνεση τη νέα κατάσταση προτού αυτή ξεφύγει από κάθε έλεγχο, βρίσκοντας γλώσσα συνεννόησης με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο αυτές έχουν ακόμα κίνητρο να επιθυμούν την εκ νέου προσέγγιση με τη Μόσχα.
Βέβαια, θεωρητικά πάντα, υπάρχει η «διέξοδος» της αναζήτησης των συνθηκών εκείνων που θα οδηγήσουν σε άνοδο της τιμής του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές. Κάτι που γίνεται όμως κυρίως με το ξέσπασμα συγκρούσεων που επηρεάζουν τον τομέα της προσφοράς του προϊόντος. Ακόμα κι αυτό να γίνει όμως, η πρόβλεψη για το 6% ανάπτυξη σε ετήσια βάση θα εξακολουθήσει να προβληματίζει και το ταμείο θα παραμένει ελλειμματικό.
Εάν υπολογίσει μάλιστα κανείς, ότι όπως οι Ρώσοι θα επιχειρούσαν ενδεχομένως να χειραγωγήσουν την τιμή του πετρελαίου για αν εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους, με το ίδιο ακριβώς σκεπτικό οι αντίπαλοί τους θα επιχειρούσαν να πλήξουν την οικονομία τους, διαθέτοντας μάλιστα περισσότερα όπλα στη «φαρέτρα» τους.
Πέραν του να «πλημμυρίσει» η αγορά με πετρέλαιο, η απώλεια μέρους της αγοράς των χωρών-μελών της ΕΕ, σε συνδυασμό με την ανάδυση νέων τεχνολογιών ενεργειακής τροφοδοσίας που είναι ήδη ώριμες και διαθέσιμες προς αξιοποίηση, η «μονιμοποίηση» της αποστέρησης των διεθνών κεφαλαίων που είναι ζωτικά για την ανάπτυξη της ρωσικής οικονομίας (100 δισ. δολάρια εκροή εξαιτίας της Ουκρανίας), μπορεί να αποδειχτεί εξίσου αποτελεσματική, ενώ γνωστά είναι και τα «παιχνίδια» με την απόπειρα εσωτερικής αποσταθεροποίησης του αντιπάλου (π.χ. υποδαύλιση αναταραχής στις Δημοκρατίες του Καυκάσου), εάν η Μόσχα επιχειρούσε να «παγιδεύσει» τις ΗΠΑ σε νέα μακροχρόνια περιπέτεια στη Μέση Ανατολή, με αφορμή την ανάδυση επικίνδυνων ισλαμιστών.
Το τελευταίο διάστημα, υπάρχουν ενδείξεις ότι γίνεται μια παρασκηνιακή απόπειρα εξεύρεσης ενός στρατηγικού modus vivendi ανάμεσα στη Ρωσία και τις ΗΠΑ, που θα αποτρέψει την ανάδυση του ανωτέρων χείριστου για τη διεθνή ασφάλεια σεναρίου, όπου ο ένας θα υπονομεύει τον άλλο.
Αυτό, όπως έχουμε εξηγήσει πολλάκις, αποτελεί και το βέλτιστο σενάριο για την Ελλάδα, υπό την έννοια της υποχώρησης της γεωστρατηγικής σημασίας της Τουρκίας, η οποία λόγω γεωγραφικής θέσης, έχει κομβική θέση στον αμυντικό σχεδιασμό του ΝΑΤΟ, αν και οι Ερντογάν και Νταβούτογλου κάνουν… φιλότιμες προσπάθειες να αναιρέσουν ακόμα και αυτό το καταφανές τουρκικό στρατηγικό πλεονέκτημα, πάντα μιλώντας σε σχέση με την Ελλάδα.
Η Ελλάδα, όπως έχουμε ξαναπεί, έχει κάθε συμφέρον να διατηρεί εξαιρετικά θερμές σχέσεις με τη Μόσχα και να επιχειρεί να παίζει τον ρόλο «γέφυρας» ανάμεσα στη Μόσχα και την Ουάσιγκτον. Έχει στρατηγικούς λόγους που τη φέρνουν κοντά στη Μόσχα, όπως η ανάγκη αποφυγής άσκησης μονοδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, αφού η ελληνική ιστορία βρίθει παραδειγμάτων για τη συμπεριφορά του ισχυρού, όταν σε θεωρεί δεδομένο.
Από την άλλη πλευρά όμως, πέραν του γεγονότος ότι η χώρα ήταν ανέκαθεν μια «ναυτική» και όχι «ηπειρωτική» δύναμη με όρους γεωπολιτικής, δεν μπορεί παρά να αντιληφθεί αφενός τη σημερινή – και για τουλάχιστον μία ακόμη δεκαετία – αδυναμία της Ρωσίας να εμπλακεί στρατιωτικά στην περιοχή, αλλά και το ότι η Μόσχα είναι εν μέρει δυνητικός ανταγωνιστής, εάν προχωρήσει η αξιοποίηση των ελληνικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.
Όταν είσαι προμηθευτής, το συμφέρον σου βρίσκεται σε υψηλές τιμές ώστε να μεγιστοποιείται το κέρδος, ενώ ο αγοραστής έχει μεγαλύτερη εκροή συναλλάγματος και επηρεάζεται αρνητικά η ανάπτυξή του, σε ένα κλασικό «παίγνιο μηδενικού αθροίσματος» (zero sum game).
Αυτή είναι η σχέση Ελλάδας-Ρωσίας τα τελευταία χρόνια, βοηθούντων και συγκεκριμένων παραγόντων που φρόντιζαν να καθιστούν το ρωσικό φυσικό αέριο πιο ακριβό κι από ότι ήταν, πλουτίζοντας οι ίδιοι, μαζί με τους κυβερνητικούς και πολιτικούς παράγοντες που γνώριζαν την κατάσταση και την ανεχόντουσαν, όντας χορτάτοι και αυτοί…
Έχει όμως ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε, ότι εάν η Ελλάδα περάσει στη θέση του προμηθευτή, πάλι θα έχει σε συνθήκες υπερπροσφοράς ανταγωνιστικά συμφέροντα με τη Ρωσία για την εξασφάλιση αγορών, αν και η προφανής επιλογή της τροφοδοσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (μαζί με Κύπρο, Ισραήλ και Αίγυπτο τουλάχιστον), επιλύει εν μέρει το πρόβλημα. Αυτό είναι πρόβλημα για τη Μόσχα, που θα χάσει μερίδιο αγοράς που κάποτε της ανήκε.
Και όσο πιο πολύ μειώνονται τα έσοδα της Μόσχας, τόσο πιο επιθετική – όχι απαραιτήτως στρατιωτικά – θα είναι η στρατηγική της, αφού αυτό που θα κρίνεται είναι η οικονομική της επιβίωση. Υπάρχει όμως και εμμέσως ένα κοινό συμφέρον. Όλη αυτή η ανάλυση, στόχο έχει να καταδείξει, ότι συμφέρον της Ελλάδας είναι να αποφύγει με κάθε τρόπο υπερβολικές εντάσεις ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία, αφού το κίνητρο να χτυπηθεί η Μόσχα με χαμηλές τιμές θα καθιστά από λιγότερο κερδοφόρα έως μη εκμεταλλεύσιμα τα ελληνικά κοιτάσματα που έχουν υψηλό κόστος αξιοποίησης.
Παρεμπιπτόντως, αυτός είναι ένας από τους λόγους που δεν επέτρεπε και την αξιοποίησή τους πολύ νωρίτερα, αν και δεν θα έχανε προφανώς η χώρα να είχε προετοιμαστεί, ας πούμε προσδιορίζοντάς το χρονικά, παράλληλα με την αντίστοιχη δραστηριοποίηση στην Κύπρο, όταν κάποιοι λοιδορούσαν τον σημερινό πρωθυπουργικό σύμβουλο της Ελλάδας, Κύπριο Σόλωνα Κασσίνη. Αλλά ας όψονται οι «καρχαρίες» και οι εγχώριοι πολιτικοί υποτακτικοί τους…
Εν ολίγοις, και η Ελλάδα, όπως η Ρωσία, έχει σε κάποιο βάθος χρόνου συμφέρον οι τιμές του πετρελαίου να είναι πέριξ των 100 δολαρίων ανά βαρέλι τουλάχιστον, αν και σήμερα που οι Έλληνες δεν μπορούν να ζεσταθούν, αυτό ακούγεται παράταιρο… Επίσης, δεν θα έχει κανένα συμφέρον να απεξαρτηθεί η ανθρωπότητα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, άρα τα συμφέροντα πάλι ταυτίζονται.
Οπότε, όσο ΗΠΑ και Ρωσία κατορθώνουν να βρίσκουν έναν κοινό παρονομαστή, αποφεύγοντας αχρείαστες εντάσεις οι οποίες στο τέλος της ημέρας αποδεικνύονται αντιπαραγωγικές εκατέρωθεν, η Ελλάδα μπορεί να αισθάνεται ασφαλής, σε πολλαπλά επίπεδα.
Η δε Ρωσία, θα ενισχύσει την εθνική της ασφάλεια, εάν αντιληφθεί σε όλη του τη διάσταση, το ότι η έννοια της ασφάλειας είναι πολύ ευρύτερη από τη στρατιωτική και ότι οι υπερβολικοί εξοπλισμοί επηρεάζουν το «δίλημμα ασφαλείας» άλλων, οδηγώντας μακροπρόθεσμα στο αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Του ΜΙΧΑΗΛ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΠΗΓΗ: http://www.defence-point.gr – Φωτογραφία ΡΩΣΙΚΗ ΠΡΟΕΔΡΙΑ
http://mignatiou.com/2014/10/rosia-poutin-exoplismi-isorropies-ke-ellada/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου