Η Ευδοξία ήταν απλώς μια παραδοσιακή νοικοκυρά.Έμεινε χήρα από νέα, μεγάλωσε το γιο της μόνη, με μια μικρή σύνταξη χηρείας και βοήθεια από τους συγγενείς
Είχε όλα τα χαρακτηριστικά των μανάδων της γενιάς της.
Παχουλή, με κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά που γκρίζαραν με τα χρόνια, απλό ντύσιμο και εξαιρετική μαγείρισσα.
Όλοι είχαν να λένε για τα φαγητά της. Τα νοστιμότερα στη γειτονιά!
Ο γιος της τα λάτρευε. Αλλού δεν έτρωγε, παρά μόνο στη μάνα του...
Είχε τα μυστικά της κι αυτή, και ήταν πολλά, με μεγαλύτερο όμως απ’ όλα το…κοκκινοπίπερο.
Η γλυκιά πάπρικα έμπαινε σε όλα της τα πιάτα, ακόμη και σε εκείνα που κανένας σεφ δεν φαντάστηκε ποτέ ότι ήταν δυνατόν να ταιριάξει.
Μα η Ευδοξία είχε τον τρόπο της να την ταιριάζει παντού, να τη χρησιμοποιεί έτσι, ώστε να βγαίνει ένα φαγητό θείο, που όλοι το παίνευαν.
Την έκρυβε περίτεχνα σε όλες τις σάλτσες, στις κόκκινες αλλά και στις λεμονάτες, κι όποιος δοκίμαζε, γεύονταν τον παράδεισο στο στόμα του.
Κοκκινοπίπερο παντού, κι όποια κοπέλα έφερνε ο γιος της στο σπίτι, περνούσε πάντα το "τεστ της πάπρικας".
Μπορούσε να μαγειρέψει σαν την Ευδοξία;
Ποια θα κατάφερνε τη μαστορική ανάμειξη του πορφυρόχρωμου μπαχαρικού στα φαγητά, έτσι που να μη γίνεται αντιληπτή, αλλά και να δίνει γεύση που όμοιά της δεν υπήρχε;
Καμιά!
Καμιά δεν τα κατάφερνε, κι ο γιος της χωρίς κι ο ίδιος να το καταλαβαίνει, κάποια στιγμή τις έδιωχνε όλες γιατί τις βαριόταν και γυρνούσε στο ζεστό τραπέζι της Ευδοξίας.
Τα χρόνια πέρασαν κι η Ευδοξία ήταν ήσυχη ότι καμιά δεν θα βρισκόταν να της πάρει το μοναχογιό.
Όμως μιαν αφορισμένη μέρα, εκείνος έφτασε με καινούρια γυναίκα.
«Μάνα» της είπε, «αυτή είναι η νύφη σου. Σήμερα το πρωί παντρευτήκαμε».
Η Ευδοξία αισθάνθηκε πως ήρθε το τέλος του κόσμου.
Κι όταν γύρισε να δει την κοπέλα, κατάλαβε ότι το τέλος είχε έρθει πραγματικά.
Ήταν ψηλή και όμορφη, με παράδοξη ομορφιά, δέρμα κατάλευκο και κάτι κόκκινα μαλλιά, ίδια φωτιά.
Τα φλογάτα μαλλιά της νύφης της, ήταν το σημάδι του κακού.
Το ’ξερε. Τέτοιες γυναίκες στο χωριό της, γνώριζαν όλοι ότι κρατάνε από μάγισσες.
«Θα μένει μαζί μας από σήμερα, να μας φτιάξεις τη μεγάλη κρεβατοκάμαρα» τη διέταξε ο γιος της.
«...Α, και κάτι άλλο. Σιχαίνεται το κοκκινοπίπερο, όταν το τρώει, αρρωσταίνει. Δεν θα το ξαναβάλεις σε κανένα φαγητό».
Αυτή θα ήταν η ζωή της Ευδοξίας από δω και πέρα. Το ’βλεπε, σωτηρία δεν υπήρχε.
Η κοκκινομάλλα είχε ρίξει μάγια στο γιο της και τον έκανε ό,τι ήθελε.
Η καινούρια νοικοκυρά κατέλαβε το σπίτι, πλημμύριζε τον αέρα με τα κόκκινα μαλλιά της και η ηλικιωμένη γυναίκα ήταν σίγουρη πως όταν έμπαινε σε δωμάτιο απ’ όπου μόλις είχε βγει εκείνη, για λίγα δευτερόλεπτα έβλεπε κόκκινες φλόγες στους τοίχους.
«Δαιμόνιο είναι αυτή, όχι άνθρωπος» σκεφτόταν.
Η κοκκινομάλλα τής επέτρεψε μόνο την κουζίνα να διαφεντεύει.
«Εσύ μητέρα είσαι η πρώτη μαγείρισσα, τα καταφέρνεις καλύτερα από μένα. Να φτιάχνεις ό,τι αρέσει στον άντρα μου και να μου τα μάθεις να τα κάνω κι εγώ» της είπε.
«Υποκρίτρια, αυτό είσαι!» σκεφτόταν η Ευδοξία, μα δε μιλούσε.
Ένα μόνο τής είχε απομείνει κι αυτό δοκίμασε.
Έβαζε κρυφά απ’ όλους λίγο κοκκινοπίπερο στο πιάτο της νύφης της, έτσι όπως μόνο εκείνη ήξερε, ώστε να μην το καταλαβαίνει κανείς.
Και σιγά-σιγά, η κοκκινομάλλα άρχισε να αρρωσταίνει.
Έμενε συνέχεια ξαπλωμένη στο κρεβάτι, κοιμόταν ώρες πολλές, είχε εξάντληση και το λευκό της δέρμα ήταν ωχρό σαν το φλουρί.
Η Ευδοξία χαίρονταν πως πλησίαζε η μέρα του θριάμβου της.
Ένα απόγευμα, ο γιος της και η κοκκινομάλλα ήρθαν χαμογελαστοί στην κουζίνα και της είπαν:
«Μάνα, θα γίνεις γιαγιά, η νύφη σου είναι έγκυος».
Η Ευδοξία τους κοίταξε, κοίταξε και την κοκκινομάλλα που της φάνηκε πως χαμογελούσε ειρωνικά πίσω από τις άλικες τούφες της.
Κι από τότε δεν ξανάβαλε πάπρικα σε κανένα της φαγητό.
Μόνο μαγείρευε για να ταΐσει τη νύφη της τα καλύτερα πιάτα, να είναι δυνατή να βγάλει γερό παιδί.
Σε εννιά μήνες γεννήθηκε ένα κοριτσάκι με μαύρα μαλλιά, Ευδοξία το ονόμασαν.
Η γιαγιά αναγάλλιασε. Υπήρχε δικαιοσύνη σε τούτη τη ζωή.
Σαν μεγάλωνε λίγο, θα μάθαινε στη μικρή όλα τα μυστικά της πάπρικας, τέτοια που δεν έδειξε ποτέ σε καμιάν άλλη.
Ήταν η μόνη της ελπίδα να φέρει τον κόσμο πάλι σε σειρά, να τον ισιώσει, γιατί είχαν έρθει τα πάνω-κάτω.
Η μόνη της ελπίδα να λυθούν τα μάγια της κοκκινομάλλας και ο γιος της να αποκοπεί απ’ αυτήν.
Η μόνη της ελπίδα, να τον έχει δικό της πάλι μια Ευδοξία.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο αέναος πόλεμος της πάπρικας με την κοκκινομάλλα συνεχίζεται σε όσα σπίτια υπάρχει μια Ευδοξία, με μόνο θύμα τους άντρες που τις γεύονται και τις δυο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου