Εγώ, παίδες μου αγαπημένοι, όλα τα ελαττώματα τα έχω αλλά έχω κι ένα προτέρημα:
Είμαι γαμάτη φίλη!
Έχεις ιλαρά; Εγώ θα σου ξύσω τα σπυράκια.
Κάνεις δίαιτα; Εγώ θα φάω το ντόνατς κανέλλα.
Έχεις ίωση; Εγώ θα κλέψω κοτόπουλο από το σούπερμάρκετ να στο κάνω σούπα.
Όλα αυτά τα ξέρουν οι φίλοι μου και με τιμούν.
Τα έχω γνωστοποιήσει και μέσω των σόσιαλ μίντια τόσο, που τώρα που σέρνεται ίωση ο κυρ Νίκος, στο σουπερμάρκετ μας, έχει μια παράξενη στάση. Μόλις με δει να μπαίνω, κολλάει. Μια...
κοιτάει εμένα, μια το ράφι με τα μπουτάκια κοτόπουλου. (Να δεις που θα τον έχω facebook friend τον μαλάκα. Ρε ‘σεις λες να είναι ο Χασάπακλας που έχει profile pic μια συκωταριά;)
Στο πλαίσιο των διακηρυγμένων μου αρχών λοιπόν είπα το μεγάλο ΝΑΙ στη Μαριέττα, κορίτσι με ειδικές ανάγκες στον τομέα καψούρα. Ναι, θα πήγαινα στο ραντεβού στα τυφλά της. Ναι, θα παρίστανα αδιαμαρτύρητα τη συνοδό του άγνωστου φίλου του άγνωστου φίλου της. Ούτε καν ρώτησα να μάθω πώς είναι και τι είναι ο τύπος. Και ο Γιώργος Πάντζας να είναι εγώ θα πίνω τις 10 μπύρες που εξασφάλισα και θα τον αφήσω να ξετυλίξει γλαφυρά το πρόγραμμα του Σύρριζα. Ο Γιώργος άλλωστε είναι σε πιο χαλαρουίτα συνιστώσα, δεν πρόκειται να με αγχώσει.
Το μοιραίο βράδυ λοιπόν ντύθηκα, πλύθηκα, στολίστηκα (με τισέρτ που μου έκανε δώρο η Μαριέττα πέρσι τα Χριστούγεννα με στάμπα εμένα και αυτήν στον Παιδικό ντυμένες φράουλες) και έσκασα στην ώρα μου έξω από το σπίτι της στις 9. Δεν περίμενα πολύ. 9 και 1 την βλέπω να ξεπροβάλλει από το ασανσέρ. Φορούσε λαμέ κορμάκι με φολίδες (!!!!), δερμάτινο παντελόνι, μπότες Harley Davidson κι έτρεμε σαν το ψάρι.
ΕΓΩ= Τι έπαθες, παιδάκι μου, και ντύθηκες στρατόκαυλη τσιπούρα;
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Σκάσε, σκάσε, δεν νιώθω καλά.
ΕΓΩ= Μην ανησυχείς. Σ’ έχω τάξει στον Λάκη Γαβαλά, θα λάμψεις!
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Λες να του αρέσω, ρε;
ΕΓΩ= Δύσκολη ερώτηση. Ρώτα με γεωγραφία. Να πω τα ποτάμια της Ηπείρου;
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Αυτό με το στρατόκαυλη το 'πες για καλό;
ΕΓΩ= Το ρωτάς; Τώρα που οι ένστολοι θα πάρουν πίσω τις μειώσεις μισθού;
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Ευχαριστώ, ρε. (Μαριέττα, το τέλος της λογικής)
Πιαστήκαμε που λέτε αλά μπρατσέτα και πήγαμε στο μπαρ που είχανε δώσει το ραντεβού. Μπήκαμε και κοιτάξαμε γύρω-γύρω μπας τους δούμε. Δυστυχώς το μπαρ ήταν λαϊκάτζα κι έπαιζε Νατάσσα Θεοδωρίδου. Εγώ έψαχνα για δυο ζαβά. Η Μαριέττα δεν έχω ιδέα με ποια κριτήρια τσέκαρε. Καλού-κακού έκανα μια ερώτηση.
ΕΓΩ= Μαριέττα μου, πώς θα τον γνωρίσεις τον γκόμενο; Τι κοιτάς;
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Για κάνα ωραίο, ρε. Γιατί ρωτάς;
ΕΓΩ= Για να συντονιστώ κι εγώ.
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Ναι, αλλά βλέπω δύο ωραίους. Αγχώθηκα, ρε. Ποιος απ’ τους δυο να είναι; Δεν θέλω να κάνω μαλακία. Υποτίθεται ότι τον ξέρω.
ΕΓΩ= Υπενθυμίζω ότι το μόνο που ξέρεις είναι η μούρη του σκύλου του.
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Μη λες βλακείες, ρε. Τόσο καιρό μιλάμε.
ΕΓΩ= Τότε σε ξέρει κι αυτός. Ας αράξουμε εμείς να πίνουμε τις μπύρες μας κι άστον να σε γνωρίσει αυτός.
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Τι λες, ρε συ; Εγώ του χω πει ότι είμαι γυναίκα της δράσης.
ΕΓΩ= Ναι, αλλά ο άντρας είναι εκ φύσεως κυνηγός. (Σταμάτα με όσο είναι καιρός, όσιε Λάκη Γαβαλά. Μη μ’ αφήνεις να πω άλλες παπάρες) Λοιπόν. Εγώ κάθομαι. Εσύ δράσε ανεξάρτητα.
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Ναι, αλλά ποιος απ’ τους δυο είναι; Να ρίξω κλήρο; Αγχώθηκα. Ααααα ξέρω. Έχεις κάνα νόμισμα; Κορώνα ο ξανθός, γράμματα ο ψηλός.
ΕΓΩ= Γράμματα έπεσε.
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Πού ξέρεις; Αφού δεν έριξα.
ΕΓΩ= Έριξα εγώ πριν έρθουμε. Για παν ενδεχόμενον.
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Αχ, μπράβο, ρεεεε. Όλα τα σκέφτεσαι.(Μαριέττα, το τέλος της ευπιστίας)
ΕΓΩ= Να γίνουν 11 οι μπύρες παρακαλώ. Και έξτρα τυρί στα νάτσος.
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Λοιπόν 1, 2, 3. Ξεκινάω για τον ξανθό.
ΕΓΩ= Γράμματα έπεσε λέμε. Ψηλός. (ο ψηλός ήταν καλύτερος)
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Προτιμώ τον ξανθό, ρεε… (Μαριέττα, το τέλος των πάντων όλων)
Παραιτήθηκα. Την έφτυσα τρεις φορές μην τη ματιάσουν και την αμόλησα να συναντήσει το πεπρωμένο της. Η Μαριέττα άρχισε να τρέχει και καλά χαριτωμένα προς τον ξανθό που διάβαζε την εφημερίδα του τριφυλλιού. Είχα δει πέρσι ένα ντοκιμαντέρ που πατούσαν σταφύλια στο Μπορντό. Κάπως έτσι έτρεχε. Μόλις έφτασε μπροστά του φρέναρε, τον σκούντησε απαλά και μετά τον στήριξε για να μην πέσει απ’ το σκαμπό γιατί το απαλά της Μαριέττας μόνο με του Χαλκ συγκρίνεται. Άναυδος ο ξανθός κάτι έλεγε που δεν άκουγα αλλά η γλώσσα του σώματος δεν έμοιαζε καθόλου ενθαρρυντική. Είχε βάλει ανάμεσα σ’ αυτόν και τη Μαριέττα μια εφημερίδα, δυο σκαμπό και μια κανάτα με μπύρα. Εν τω μεταξύ ο ντιτζέι έπαιζε το "Σ’ έχω κάνει θεό". Κακό σημάδι. Σε δυο λεπτά βλέπω τη Μαριέττα να ανοίγει το κινητό της, να διαβάζει κάτι και να μπήγει τα κλάματα. Ο ξανθός τα ‘παιξε. Τότε η Μαριέττα του πασάρει το κινητό και τον αναγκάζει να διαβάσει κάτι. Αυτός το διάβασε κι άρχισε να βρίζει κι αυτός και να τη χτυπάει στον ώμο. Σε λίγο η Μαριέττα ξανάνοιξε το κινητό κι άρχισε να γράφει κάτι. Τα δάκρυα είχαν κοπάσει, γελούσε σα χάχας. Γελούσε και ο ξανθός μαζί. Στο τέλος του σβουρίζει και δυο φιλιά στα μάγουλα και έρχεται προς το μέρος μου καταχαρούμενη σαν να είχε βγάλει τη χώρα από την κρίση.
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Μαλάκα, τέλεια! Δεν ήταν αυτός. Λάθος έκανε το νόμισμα.
ΕΓΩ= Ε, τι να σου κάνει και το ευρώ. Τα 'χει παίξει κι αυτό από το βρισίδι που τρώει…
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Απίστευτο, ρε! Ο μαλάκας ο γκόμενος μου έστειλε μήνυμα ότι ήρθε, είδε ότι είμαστε μπεκάτσες και φύγανε.
ΕΓΩ= ΤΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ;;;;; ΜΠΕΚΑΤΣΕΣ; Όχι ΤΣΙΠΟΥΡΕΣ;
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Μπεκάτσες, ρε, σου λέω…
ΕΓΩ= Πού ν’ τος να τον σκίσω;
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Χέστηκα! Εγώ πήρα το τηλέφωνο του ξανθού, ρε. Τρελό μωρό ο ξανθός έτσι; Ρε συ, λες να είναι ο άντρας της ζωής μου; Και δεν πιστεύει καθόλου ότι είμαι μπεκάτσα.
ΕΓΩ= Για τσιπούρα, ρώτησες;
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Έχουμε ραντεβού τη Δευτέρα, μαλάκα. Πωωω αγχώθηκα τώρα. Τι να βάλω; Τον θέλω, ρε. Τον αγαπώ.
ΕΓΩ= Γιατί δεν το κάνετε τώρα να ησυχάσουμε;
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Αααα, δεν μπορεί τώρα ρε. Περιμένει την κοπέλα του.
Σ’ αυτό το σημείο παρήγγειλα τις υπόλοιπες 9 μπύρες που μου χρωστούσε κι άρχισα να πίνω σιωπηρά. Στα ντεκς έπαιζε το "Ο αετός πεθαίνει στον αέρα". Ξέρει κανείς πού ψοφάει η τσιπούρα, παίδες;
κοιτάει εμένα, μια το ράφι με τα μπουτάκια κοτόπουλου. (Να δεις που θα τον έχω facebook friend τον μαλάκα. Ρε ‘σεις λες να είναι ο Χασάπακλας που έχει profile pic μια συκωταριά;)
Στο πλαίσιο των διακηρυγμένων μου αρχών λοιπόν είπα το μεγάλο ΝΑΙ στη Μαριέττα, κορίτσι με ειδικές ανάγκες στον τομέα καψούρα. Ναι, θα πήγαινα στο ραντεβού στα τυφλά της. Ναι, θα παρίστανα αδιαμαρτύρητα τη συνοδό του άγνωστου φίλου του άγνωστου φίλου της. Ούτε καν ρώτησα να μάθω πώς είναι και τι είναι ο τύπος. Και ο Γιώργος Πάντζας να είναι εγώ θα πίνω τις 10 μπύρες που εξασφάλισα και θα τον αφήσω να ξετυλίξει γλαφυρά το πρόγραμμα του Σύρριζα. Ο Γιώργος άλλωστε είναι σε πιο χαλαρουίτα συνιστώσα, δεν πρόκειται να με αγχώσει.
Το μοιραίο βράδυ λοιπόν ντύθηκα, πλύθηκα, στολίστηκα (με τισέρτ που μου έκανε δώρο η Μαριέττα πέρσι τα Χριστούγεννα με στάμπα εμένα και αυτήν στον Παιδικό ντυμένες φράουλες) και έσκασα στην ώρα μου έξω από το σπίτι της στις 9. Δεν περίμενα πολύ. 9 και 1 την βλέπω να ξεπροβάλλει από το ασανσέρ. Φορούσε λαμέ κορμάκι με φολίδες (!!!!), δερμάτινο παντελόνι, μπότες Harley Davidson κι έτρεμε σαν το ψάρι.
ΕΓΩ= Τι έπαθες, παιδάκι μου, και ντύθηκες στρατόκαυλη τσιπούρα;
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Σκάσε, σκάσε, δεν νιώθω καλά.
ΕΓΩ= Μην ανησυχείς. Σ’ έχω τάξει στον Λάκη Γαβαλά, θα λάμψεις!
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Λες να του αρέσω, ρε;
ΕΓΩ= Δύσκολη ερώτηση. Ρώτα με γεωγραφία. Να πω τα ποτάμια της Ηπείρου;
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Αυτό με το στρατόκαυλη το 'πες για καλό;
ΕΓΩ= Το ρωτάς; Τώρα που οι ένστολοι θα πάρουν πίσω τις μειώσεις μισθού;
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Ευχαριστώ, ρε. (Μαριέττα, το τέλος της λογικής)
Πιαστήκαμε που λέτε αλά μπρατσέτα και πήγαμε στο μπαρ που είχανε δώσει το ραντεβού. Μπήκαμε και κοιτάξαμε γύρω-γύρω μπας τους δούμε. Δυστυχώς το μπαρ ήταν λαϊκάτζα κι έπαιζε Νατάσσα Θεοδωρίδου. Εγώ έψαχνα για δυο ζαβά. Η Μαριέττα δεν έχω ιδέα με ποια κριτήρια τσέκαρε. Καλού-κακού έκανα μια ερώτηση.
ΕΓΩ= Μαριέττα μου, πώς θα τον γνωρίσεις τον γκόμενο; Τι κοιτάς;
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Για κάνα ωραίο, ρε. Γιατί ρωτάς;
ΕΓΩ= Για να συντονιστώ κι εγώ.
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Ναι, αλλά βλέπω δύο ωραίους. Αγχώθηκα, ρε. Ποιος απ’ τους δυο να είναι; Δεν θέλω να κάνω μαλακία. Υποτίθεται ότι τον ξέρω.
ΕΓΩ= Υπενθυμίζω ότι το μόνο που ξέρεις είναι η μούρη του σκύλου του.
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Μη λες βλακείες, ρε. Τόσο καιρό μιλάμε.
ΕΓΩ= Τότε σε ξέρει κι αυτός. Ας αράξουμε εμείς να πίνουμε τις μπύρες μας κι άστον να σε γνωρίσει αυτός.
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Τι λες, ρε συ; Εγώ του χω πει ότι είμαι γυναίκα της δράσης.
ΕΓΩ= Ναι, αλλά ο άντρας είναι εκ φύσεως κυνηγός. (Σταμάτα με όσο είναι καιρός, όσιε Λάκη Γαβαλά. Μη μ’ αφήνεις να πω άλλες παπάρες) Λοιπόν. Εγώ κάθομαι. Εσύ δράσε ανεξάρτητα.
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Ναι, αλλά ποιος απ’ τους δυο είναι; Να ρίξω κλήρο; Αγχώθηκα. Ααααα ξέρω. Έχεις κάνα νόμισμα; Κορώνα ο ξανθός, γράμματα ο ψηλός.
ΕΓΩ= Γράμματα έπεσε.
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Πού ξέρεις; Αφού δεν έριξα.
ΕΓΩ= Έριξα εγώ πριν έρθουμε. Για παν ενδεχόμενον.
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Αχ, μπράβο, ρεεεε. Όλα τα σκέφτεσαι.(Μαριέττα, το τέλος της ευπιστίας)
ΕΓΩ= Να γίνουν 11 οι μπύρες παρακαλώ. Και έξτρα τυρί στα νάτσος.
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Λοιπόν 1, 2, 3. Ξεκινάω για τον ξανθό.
ΕΓΩ= Γράμματα έπεσε λέμε. Ψηλός. (ο ψηλός ήταν καλύτερος)
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Προτιμώ τον ξανθό, ρεε… (Μαριέττα, το τέλος των πάντων όλων)
Παραιτήθηκα. Την έφτυσα τρεις φορές μην τη ματιάσουν και την αμόλησα να συναντήσει το πεπρωμένο της. Η Μαριέττα άρχισε να τρέχει και καλά χαριτωμένα προς τον ξανθό που διάβαζε την εφημερίδα του τριφυλλιού. Είχα δει πέρσι ένα ντοκιμαντέρ που πατούσαν σταφύλια στο Μπορντό. Κάπως έτσι έτρεχε. Μόλις έφτασε μπροστά του φρέναρε, τον σκούντησε απαλά και μετά τον στήριξε για να μην πέσει απ’ το σκαμπό γιατί το απαλά της Μαριέττας μόνο με του Χαλκ συγκρίνεται. Άναυδος ο ξανθός κάτι έλεγε που δεν άκουγα αλλά η γλώσσα του σώματος δεν έμοιαζε καθόλου ενθαρρυντική. Είχε βάλει ανάμεσα σ’ αυτόν και τη Μαριέττα μια εφημερίδα, δυο σκαμπό και μια κανάτα με μπύρα. Εν τω μεταξύ ο ντιτζέι έπαιζε το "Σ’ έχω κάνει θεό". Κακό σημάδι. Σε δυο λεπτά βλέπω τη Μαριέττα να ανοίγει το κινητό της, να διαβάζει κάτι και να μπήγει τα κλάματα. Ο ξανθός τα ‘παιξε. Τότε η Μαριέττα του πασάρει το κινητό και τον αναγκάζει να διαβάσει κάτι. Αυτός το διάβασε κι άρχισε να βρίζει κι αυτός και να τη χτυπάει στον ώμο. Σε λίγο η Μαριέττα ξανάνοιξε το κινητό κι άρχισε να γράφει κάτι. Τα δάκρυα είχαν κοπάσει, γελούσε σα χάχας. Γελούσε και ο ξανθός μαζί. Στο τέλος του σβουρίζει και δυο φιλιά στα μάγουλα και έρχεται προς το μέρος μου καταχαρούμενη σαν να είχε βγάλει τη χώρα από την κρίση.
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Μαλάκα, τέλεια! Δεν ήταν αυτός. Λάθος έκανε το νόμισμα.
ΕΓΩ= Ε, τι να σου κάνει και το ευρώ. Τα 'χει παίξει κι αυτό από το βρισίδι που τρώει…
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Απίστευτο, ρε! Ο μαλάκας ο γκόμενος μου έστειλε μήνυμα ότι ήρθε, είδε ότι είμαστε μπεκάτσες και φύγανε.
ΕΓΩ= ΤΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ;;;;; ΜΠΕΚΑΤΣΕΣ; Όχι ΤΣΙΠΟΥΡΕΣ;
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Μπεκάτσες, ρε, σου λέω…
ΕΓΩ= Πού ν’ τος να τον σκίσω;
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Χέστηκα! Εγώ πήρα το τηλέφωνο του ξανθού, ρε. Τρελό μωρό ο ξανθός έτσι; Ρε συ, λες να είναι ο άντρας της ζωής μου; Και δεν πιστεύει καθόλου ότι είμαι μπεκάτσα.
ΕΓΩ= Για τσιπούρα, ρώτησες;
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Έχουμε ραντεβού τη Δευτέρα, μαλάκα. Πωωω αγχώθηκα τώρα. Τι να βάλω; Τον θέλω, ρε. Τον αγαπώ.
ΕΓΩ= Γιατί δεν το κάνετε τώρα να ησυχάσουμε;
ΜΑΡΙΕΤΤΑ= Αααα, δεν μπορεί τώρα ρε. Περιμένει την κοπέλα του.
Σ’ αυτό το σημείο παρήγγειλα τις υπόλοιπες 9 μπύρες που μου χρωστούσε κι άρχισα να πίνω σιωπηρά. Στα ντεκς έπαιζε το "Ο αετός πεθαίνει στον αέρα". Ξέρει κανείς πού ψοφάει η τσιπούρα, παίδες;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου