Μ’ έφαγε φέτος η γυναίκα μου. Τράβα ρε άνθρωπε να πάρεις μια σημαία δεν κάνει τα χίλια τάλιρα.
( Εκείνη που είχε προίκα απ’ το Δοκίμι την χάσαμε εδώ και χρόνια σε μια μετακόμιση). Νοιώθω είπε την ανάγκη της, φέτος περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Εγώ δεν ήμουνα ποτέ φανατικός της πατρίδας της σημαίας κι όλων αυτών των δήθεν υπερπατριωτισμών, ήμουν πάντα περισσότερο των ανθρώπων, της ελευθερίας τους των δικαιωμάτων τους και της αξιοπρέπειάς τους. Τέλος πάντων.
Πήγα τι να ’κάνα, γλυτώνεις; Δε γλυτώνεις...
Αλλά να πω και του στραβού το δίκιο ετούτη την ανάγκη φέτος σα να την ψιλοένιωθα κι εγώ. Και την κουβάλαγα χθες Σάββατο μέσα στο δρόμο σαν ακόντιο. Με βλέπει ένας κουτσός παππούς εκεί κοντά στο σπίτι και μου ζητάει να τηνε ξεδιπλώσω. Την ξεδιπλώνω. Στάθηκε προσοχή, και μου είπε συγκινημένος: Μπράβο λεβέντη μου. Έχω πολύ καιρό να δω τέτοια σημαία με τα χρυσά της τα κρόσσια και το σταυρό στο γαλανόλευκο κοντάρι. Ένα «κολόπανο» μου είπε την καταντήσανε οι ξεφτιλισμένοι τη σημαία μας. Κι εγώ δεν ήξερα τι να του πω και δεν του είπα τίποτα. Κι εκεί πρόσεξα πως φέτοs είχε και το μανάβικο σημαία που έριχνε τη σκιά της σε λεμόνια Αιγύπτου και πατάτες Τουρκίας, και το κρεοπωλείο ανάμεσα στα σφαγμένα Αργεντίνικα κρέατα και Γερμανικά λουκάνικα...
Αλλά να πω και του στραβού το δίκιο ετούτη την ανάγκη φέτος σα να την ψιλοένιωθα κι εγώ. Και την κουβάλαγα χθες Σάββατο μέσα στο δρόμο σαν ακόντιο. Με βλέπει ένας κουτσός παππούς εκεί κοντά στο σπίτι και μου ζητάει να τηνε ξεδιπλώσω. Την ξεδιπλώνω. Στάθηκε προσοχή, και μου είπε συγκινημένος: Μπράβο λεβέντη μου. Έχω πολύ καιρό να δω τέτοια σημαία με τα χρυσά της τα κρόσσια και το σταυρό στο γαλανόλευκο κοντάρι. Ένα «κολόπανο» μου είπε την καταντήσανε οι ξεφτιλισμένοι τη σημαία μας. Κι εγώ δεν ήξερα τι να του πω και δεν του είπα τίποτα. Κι εκεί πρόσεξα πως φέτοs είχε και το μανάβικο σημαία που έριχνε τη σκιά της σε λεμόνια Αιγύπτου και πατάτες Τουρκίας, και το κρεοπωλείο ανάμεσα στα σφαγμένα Αργεντίνικα κρέατα και Γερμανικά λουκάνικα...
Δίκιο είχε σκέφτηκα η γυναίκα μου όλοι φέτος κρεμάσανε σημαία. Οι πολυκατοικίες συναγωνίζονταν λες, ποια θα έχει τα περισσότερα γαλανόλευκα μπαλκόνια. Έμοιαζε λίγο σαν προσκλητήριο, λες και θα περνούσε κάποιος να μετρήσει τις σημαίες.
Την έδεσα κι εγώ στου μπαλκονιού τα κάγκελα κι είμαστε όλοι σημαιοστολισμένοι κι όμορφοι, και γενικώς πολύ περήφανοι. Κι εκεί μου μπήκε στο μυαλό ότι με τούτη τη σημαία φωνάζουμε ότι είμαστε Έλληνες, σε μια ουσιαστικά κατακτημένη περιοχή, κι ότι κοιτάζοντας ετούτο το γαλανόλευκο πανί, ίσως να θυμηθούμε και κάποια από τα χαρίσματα μας. Όχι του έθνους, αλλά της φυλής. Ίσως να θυμηθούμε ότι τούτος ο λαός είχε αξιοπρέπεια, είχε πείσμα, κι είχε και νεύρο. Κι είχε και τσίπα κύριοι της κυβέρνησης κι αξιοσέβαστε πρόεδρε της Δημοκρατίας.
Και ο παππούς που στάθηκε προσοχή μπροστά στη δικιά μου τη σημαία ήταν τραυματίας του Αλβανικού όπως έμαθα αργότερα στο καφενείο που έλεγα το περιστατικό. Δεν βγήκε πότε όμως να λέει δημόσια ότι εγώ αγωνίστηκα για τούτη την Πατρίδα και ας τον κάνανε να ζει με τρείς κι εξήντα.
Κι αντί να βάζουμε τις σημαίες στα μπαλκόνια για να μετρηθούνε, να τις κάνουμε θηλιές λέω εγώ και να πνίξουμε αυτούς που κάνανε τούτο το λαό ζήτουλα, κακομοίρη, έρμαιο των τηλεοπτικών ριάλιτι των Τούρκικων των σήριαλ και των εγκάθετων παπαρολόγων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου