Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

ΝΤΙΕΓΚΟ ΜΑΡΑΝΤΟΝΑ

Του Βασίλη Τσιαμπούση

Υπήρξα φανατικός φίλαθλος του ποδοσφαίρου από τα μαθητικά μου χρόνια. Τότε που η Δόξα Δράμας ήταν θρύλος. Η ομάδα μας έπαιζε πανέμορφο ποδόσφαιρο και διακρινόταν πανελληνίως, μην έχοντας στη σύνθεσή της φίρμες, όπως τις λέγαμε, αλλά στηρίζοντας πολλά στην οργάνωση του παιχνιδιού και κυρίως στην ανάπτυξη των επιθέσεων. Έπαιζε με μυαλό και προσήλωση και η επιθετική πεντάδα της ήταν από τις καλύτερες στην Ελλάδα, αν και αποτελείτο μόνο από ντόπιους ποδοσφαιριστές. Τα τρίγωνα, οι ντρίπλες, οι... κινήσεις των παικτών, η συνεργασία τους ήταν άξιες θαυμασμού και επαινέθηκαν από ειδήμονες, από αθλητικογράφους και από τον απλό φίλαθλο κόσμο της χώρας.
Εντούτοις, το ποδόσφαιρο για να είναι θελκτικό δεν χρειάζεται μόνο τα συστήματα ή τα αποτελέσματα, αλλά έχει ανάγκη τους σταρ, κυρίως τους σταρ. Αυτοί είναι που ανεβάζουν το επίπεδο και το πρεστίς του παιχνιδιού.
Οι σταρ ανέκαθεν τρέλαιναν τους φιλάθλους και ήταν αυτοί από τους οποίους όλοι είχαν μεγάλες προσδοκίες και απαιτήσεις. Επιπλέον, επρόκειτο για πρόσωπα που προκαλούσαν το ενδιαφέρον και με την προσωπική τους ζωή: Ποιαν παντρεύτηκαν, πού ήπιαν κρασί, πού έκαναν διακοπές, σε ποια ομάδα θα παίξουν την επόμενη χρονιά, τι «βρωμιά» έκαναν κλπ.
Τέτοιοι στη δεκαετία του 1970 –τότε που, για να βλέπουμε στην τηλεόραση διεθνείς αγώνες ποδοσφαίρου, πηγαίναμε στην Πρώτη και στο Ροδολίβος Σερρών, όπου έπιαναν σήμα απ’ τις κεραίες της Γιουγκοσλαβίας– ήταν ο Μπεκεμπάουερ, ο Κρόιφ, ο Τζωρτζ Μπεστ, ο Τζιάνι Ριβέρα κι ο Ματσόλα, ο Μπόμπι Μουρ, ο Ριβελίνο, ο Ζαϊρζίνιο, ο Νέτσερ, ο Εουσέμπιο και αρκετοί άλλοι. Ήταν ένας δύο σε κάθε ομάδα, όχι περισσότεροι, αλλά αποτελούσαν το πολύτιμο στοιχείο που ομόρφαινε το παιχνίδι κι έφερνε τους φιλάθλους στο γήπεδο.
Απ’ τους δικούς μας ήταν ο σπουδαίος Λουκανίδης, ο μοναδικός σταρ στην Ιστορία της Δόξας, ο Δομάζος, ο Σιδέρης, ο Κούδας, ο Νεστορίδης και κάποιοι ακόμα.
Το ποδόσφαιρο, λοιπόν, ως θέαμα και ως σύστημα που εξυπηρετεί τεράστια συμφέροντα, εμπορικά, τηλεοπτικά, στοιχηματικά, πολιτικά κ.α. έχει ανάγκη από σταρ. Κάποιοι από αυτούς, όμως, είναι σούπερ-σταρ και τους θυμόμαστε ακόμα κι όταν έχουν σταματήσει να παίζουν μπάλα.
Στο πέρασμα των χρόνων πολλές φορές συζητάμε μεταξύ μας ποιος ήταν ο μεγαλύτερος παίχτης όλων των εποχών. Και βέβαια οι γνώμες δεν συμπίπτουν ενώ και τα κριτήρια είναι πολλά και διαφορετικά. «Ναι, αυτός ήταν σπουδαίος, αλλά είχε και καλούς συμπαίκτες. Ο δείνα δεν είχε προσφορά διαρκείας. Ο άλλος δεν προσέφερε ποτέ στην εθνική ομάδα της χώρας του κι έπαιζε μόνο για τον σύλλογό του, δηλαδή μόνο για τα λεφτά. Εκείνος δεν ήταν καλή πάστα ανθρώπου και ήταν μπλεγμένος με τα ναρκωτικά…".
Επ’ ευκαιρία του θανάτου του Ντιέγκο Μαραντόνα βγήκε πάλι στην επιφάνεια το ερώτημα: Ποιος ήταν ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο, τα τελευταία πενήντα χρόνια; Και ορίζω αυτό το χρονικό διάστημα για δύο λόγους: Πρώτον, οι παίχτες παλιότερα ήταν λιγότερο γυμνασμένοι και το ποδόσφαιρο πιο στατικό και πιο αργό, σαν να ήταν άλλο παιχνίδι. Και, δεύτερον, γιατί οι περισσότεροι δεν έχουμε εικόνα των πολύ παλιών ποδοσφαιριστών και των κατορθωμάτων τους, του Πούσκας, του Ντι Στέφανο, του Ούβε Ζέελερ, του Γκαρίντσα και του Ντίντι, του Στάνλεϊ Μάθιους και πολλών άλλων.
Οι σημερινοί φίλαθλοι –οι πιο πολλοί, δυστυχώς, θεατές από την τηλεόραση– θα λέγαμε ότι τέσσερις, πέντε είναι εκείνοι που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν αυτό τον τίτλο: Ο Πελέ, ο Μαραντόνα και ο Κρόιφ απ’ τους βετεράνους, και οι Ρονάλντο, Μέσι απ’ τους σημερινούς.
Προσωπική μου άποψη, και σέβομαι απολύτως τις διαφορετικές γνώμες που έχουν οι άλλοι: Ο μεγαλύτερος παίχτης του σύγχρονου ποδοσφαίρου είναι ο Μέσι. Δεν έχει το πάθος του Ρονάλντο, δεν μπορεί να ενθουσιάσει τον κόσμο και να συνεγείρει τους συμπαίχτες του, όπως ο Μαραντόνα, δεν είναι καν επικοινωνιακός, όπως ο Πελέ και Μπεκεμπάουερ, αλλά είναι εκείνος που μας χάρισε πολύ μεγάλες συγκινήσεις για περίπου είκοσι χρόνια. Ναι, καμιά φορά έχει σημασία και το πολύ. Και ο Μέσι το έδωσε κρατώντας πολύ ψηλά την απόδοση του.
Νομίζω όμως ότι εκείνος που θα μπορούσε να είχε γίνει ο αξεπέραστος όλων των εποχών ήταν ο Ντιέγκο Μαραντόνα. Αλλά η άσκημη ζωή που έκανε δεν τον άφησε να ξεπεράσει τους άλλους.
Τι μ’ άρεσε περισσότερο από όλα στον Μαραντόνα; Η θρασύτητα του παιξίματός του, η πονηριά του (ας θυμηθούμε «το χέρι του Θεού»), το ότι δεν δίσταζε να δείχνει το αληθινό του πρόσωπο ακόμα κι αν γινόταν αντιπαθητικός, αλλά προπαντός το ότι συνέχισε να παίζει και ν’ απολαμβάνει ως το τέλος το street football που ήξερε από παιδί, ακόμα και στα μεγαλύτερα γήπεδα του κόσμου. Παίρνοντας την μπάλα από τη δική του περιοχή, κατεβάζοντάς την στην αντίπαλη και βάζοντας το γκολ ο ίδιος. Ή παίζοντας ενάντια σε όλο το κατεστημένο της Ιταλίας, φτύνοντας και βρίζοντας, και φέρνοντας μόνος του το πρωτάθλημα στη Νάπολι.
Ντιέγκο Μαραντόνα,
σήμερα που κάνεις το μεγάλο σου ταξίδι δεν είναι σωστό να θυμόμαστε τα κουσούρια σου. Γι’ αυτό φέρνουμε στο μυαλό μας τις καταπληκτικές σου ντρίπλες και τις πάσες σου, τα γκολ που έβαζες και που μας έκαναν να πηδάμε όρθιοι απ’ τις θέσεις μας και να σε χειροκροτούμε (ή να σε βρίζουμε, όταν υποστηρίζαμε την αντίπαλη ομάδα). Εσένα, ένα παντοτινό ατίθασο και ανυπάκουο παιδί. Έναν, μοναδικό, υπέροχο Θεό του ποδοσφαίρου.
Παρασκευή 27/11/2020, στην εφημερίδα Χρονικά της Δράμας

Δεν υπάρχουν σχόλια: