Ίσως να είναι θέμα γονιδίων: διότι υπάρχουν άνθρωποι γεννημένοι, θαρρείς, με φυσική χάρη – στον τρόπο που μιλούν και ντύνονται, στην κάθε τους κίνηση κι αισθητικής φύσεως έκφανση, καθώς και, βεβαίως, στον τρόπο που τρώνε.
Κι από την άλλη βρίσκονται οι εκ γενετής άχαροι, που κάθε τους απέλπιδα προσπάθεια να...
φερθούν με την άνεση που απαιτεί μια πολιτισμένη μάζωξη θυμίζει αρκούδα που το ’σκασε απ’ τα δάση, φόρεσε ό,τι βρήκε μπροστά της, και προσπαθεί να περάσει για άνθρωπος. Απτάληδες, που θα ’λεγε και η συγχωρεμένη η γιαγιά μου.
φερθούν με την άνεση που απαιτεί μια πολιτισμένη μάζωξη θυμίζει αρκούδα που το ’σκασε απ’ τα δάση, φόρεσε ό,τι βρήκε μπροστά της, και προσπαθεί να περάσει για άνθρωπος. Απτάληδες, που θα ’λεγε και η συγχωρεμένη η γιαγιά μου.
Δραματικό παράδειγμα της δεύτερης αυτής κατηγορίας – και περήφανο μέλος της οικογένειας Ursidae–είμαι κι εγώ. Διότι ενώ τα περισσότερα παιδάκια μεγαλώνοντας μαθαίνουν πώς να τρώνε χωρίς να πασαλείβονται, ή να κάνουν το τραπέζι, τα ρούχα και τους συνδαιτυμόνες τους χάλια, εγώ για κάποιον ανεξιχνίαστο λόγο παρέμεινα καθηλωμένος στο στάδιο του πεντάχρονου αμπλαούμπλα.
Για παράδειγμα, σε πείσμα του σαβουάρ βιβρ που υπαγορεύει ότι μασάμε την κάθε μπουκιά – μεγέθους μικρής πιρουνιάς – εβδομήντα δύο φορές, εγώ τρώω λες και το φαΐ είναι δανεικό και θα μου το αρπάξουνε μέσα από τα χέρια, κατεβάζοντας γατοκέφαλα και αδειάζοντας το πιάτο μου εν ριπή οφθαλμού, οπότε και μένω να περιμένω τους ομοτράπεζους να τελειώσουν το γεύμα τους, ρίχνοντάς μου λοξές ματιές και διερωτώμενοι αν το Κουτάβι με είχε νηστικό για τιμωρία.
Επιπλέον, υπήρξα και παραμένω ανεπίδεκτος σε ό,τι αφορά τη χρήση του σερβίτσιου, ιδίως όταν πρόκειται για κάτι πιο σύνθετο από ένα απλό μαχαιροπίρουνο. Όποτε κάθομαι σ` ένα φροντισμένο τραπέζι κι εκατέρωθεν του πιάτου μου βλέπω παραταγμένα ένα κάρο πιρούνια, μαχαίρια και κουτάλια διαφόρων μεγεθών, παθαίνω πανικό τύπου Pretty Woman,και για να μην καταλήξω να τρώω τη σαλάτα με το πιρούνι του κοψιδιού και τη σούπα με το μαντζαφλάρι για το ξεψάχνισμα του σαλιγκαριού, ψιθυρίζω στον Τάσο να με βοηθήσει, καθώς ο καλός μου, ελέω εγγενούς χάρης, ξέρει να σου πει μέχρι τι σκεύος χρειάζεται για να φας πλαγκτόν που ’χει σκαλώσει στα δόντια κουτσομούρας της αβύσσου.
Χώρια τα ποικίλα συμπαρομαρτούντα που συχνά πλαισιώνουν ένα πιο περίτεχνο δείπνο – όπως το σούσι, καλή ώρα. Αφενός, είμαι παντελώς ανίκανος να πιάσω ακόμα και ανεμοβλογιά μ’ αυτά τα διαολεμένα ξυλαράκια, και προκειμένου να καταλήξω με το παντελόνι και το πουκάμισο γεμάτο ρύζι και φύκια, συνήθως ζητάω – πλήρης ενοχής και συστολής – πιρούνι, και τα chopsticks τα χρησιμοποιώ μονάχα σε περίπτωση που με πιάσει ξαφνική φαγούρα στην πλάτη και δεν φτάνω να ξυστώ. Κι αφετέρου, αναγκασμένος καθώς είμαι να τρώω το σουσομάνι με τα χέρια, πασχίζοντας να ξεφύγω απ’ τα βλέμματα των γύρω θαμώνων που χειρίζονται τα μαρκούτσια της κολάσεως με δεξιοτεχνία ντράμερ, συχνά στην πορεία γίνομαι σύσκατος απ’ τις σόγιες, και μετά χρειάζομαι όχι νιπτήρα και σαπούνι, αλλά να γεμίσω μπανιέρα και να τριφτώ με ελαφρόπετρα για να φύγει το wasabi απ’ το πετσί μου. (Χώρια μία φορά, πριν χρόνια, όταν με είχαν πρωτοπάει σε σουσάδικο, που άρχισα με το που κάθισα να καπνίζω αρειμανίως, τινάζοντας αμέριμνος τη στάχτη μου σ’ ένα μικροσκοπικό μαύρο τασάκι το οποίο, όπως μου εξήγησε ευγενέστατα ο σερβιτόρος, προοριζόταν για τη σάλτσα σόγιας στην οποία εμβαπτίζεις τη βούκα σου προτού την παραχώσεις στο στόμα με τη χερούκλα όπως η μαϊμού το τσιμπούρι απ’ το ξεψείρισμα).
Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετωπίζω, τόσο σε περιβάλλον φαγάδικου όσο και στο ντελίβερι, είναι το αχόρταγο το μάτι μου, που με ωθεί, με το που πιάνω τον κατάλογο στα χέρια μου, να παραγγείλω τον Άδη με τα λείψανα, ασχέτως του πόσο αντέχω να φάω – και για να μη φαίνομαι σαν το λιμάρικο, προσπαθώ να εμπλέξω και τους υπόλοιπους, με συνωμοτικά βλέμματα και φράσεις τύπου, «Ε, μια φάβα Σαντορίνης θα τη φάμε, δεν θα τη φάμε;» κι ας έχουμε μόλις παραγγείλει όλη την υπόλοιπη Σαντορίνη και τη μισή Δήλο. (Γι’ αυτό και πλέον το Κουτάβι δεν μ’ αφήνει μήτε σουβλάκια να πάρω – διότι ξέρει ότι είμαι ικανός να πω στον σουβλατζή να ξεκρεμάσει τον γύρο όπως είναι, να τον τυλίξει σε λαδωμένη μπουχάρα, και να μας τον φέρει με φορτηγό μεταφοράς πιάνων).
Χώρια τα χουνέρια που είμαι ικανός να πάθω έτσι και μείνω ανεπίβλεπτος. Όπως τότε που για πρώτη φορά είδα τον σερβιτόρο μιας ψαροταβέρνας να μας φέρνει λαβράκι ψητό σε κρούστα αλατιού, κι αφού το πελέκησε κι έβγαλε από μέσα το ψαχνό, εγώ τον ρώτησα με τη λαιμαργία να γυαλίζει στο βλέμμα μου σαν τσίλικο κέρμα γιατί δεν μας αφήνει και το γύρω-γύρω, που φαινόταν λαχταριστό και μπάνικο – οπότε κι εκείνος μου εξήγησε ότι είναι σκέτο χοντρό αλάτι, κι άμα το φάω θα ανεβάσω ογδόντα έξι πίεση και θα με μαζεύουνε απ’ τους τοίχους όπως τον αδηφάγο στο Νόημα της ζωής των Monty Python. Ενώ πρόσφατα, καθώς χλαπάκιαζα με λύσσα ένα πρώτο πιάτο με κάτι πρασινάδες απ’ αυτές τις μοντέρνες που δεν ξέρω ποτέ τι είναι και τις λέω όλες βουρδοβλάσταρα, τσιγαρισμένες σε λίπος αγριόχοιρου και διαβασμένες από ξεματιάστρα Ανδριώτισσα, άρχισα να μασουλάω την λεπτεπίλεπτη κρούστα ζύμης μες στην οποία ήταν σερβιρισμένη η βρούβα, προβληματισμένος για το γεγονός ότι, αν και φαινόταν μαλακή, δεν μασιόταν με τίποτα η ρουφιάνα. Είχα ήδη καταπιεί ένα μεγάλο κομμάτι κι ετοιμαζόμουν για το δεύτερο, όταν σήκωσα το κεφάλι και είδα το Κουτάβι και τον σεφ να με κοιτάζουν έντρομοι, μην ξέροντας ακριβώς πώς να μου πουν χωρίς να με ταράξουν ότι εδώ και ώρα έτρωγα την καψαλισμένη απ’ τον φούρνο λαδόκολλα.
Έτσι, αν κάποια ευγενική ψυχή αποφασίσει ποτέ να με τραπεζώσει, υπόσχομαι ότι θα βάλω τα δυνατά μου: θα ντυθώ ευπρεπώς, χωρίς τα συνήθη χαχόλικα παντελόνια μου που αφήνουν τα μεριά μου να φέγγουν σαν την πανσέληνο, θα φροντίσω τα πουλόβερ μου να μην έχουν τρύπες από καύτρες τσιγάρου, και θα περιμένω να με σερβίρουν καρτερικά σαν καλό παιδάκι, χωρίς να απλώνω τα ξερά μου και να τρώω χοντρομπούκια απ’ τη σαλάτα λες και θα μας την πάρει η τράπεζα και όποιος πρόλαβε τη ρόκα είδε. Αλλά από κει κι έπειτα, ιδίως αν το γεύμα περιλαμβάνει γκουρμεδιές για γερούς λύτες, θέλω να ξέρουν ότι η μοίρα του τραπεζομάντιλου, των ρούχων τους, των τοίχων μέχρι σοβατεπί και της κόσμιας ατμόσφαιρας στο τραπέζι, βρίσκονται αποκλειστικά στα χέρια του Υψίστου.
Ο συγγραφέας Αύγουστος Κορτώ εύχεται στο FnL για τα γενέθλιά του με μια ιστορία γαστρονομικής αδεξιότητας. Απολαύστε την!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου