Τετάρτη 5 Αυγούστου 2009

Πλούτος και πολιτισμός (2) !

Στα μεταπολεμικά χρόνια, αργά αλλά σταθερά γιγαντώθηκε στην χώρα μας η βιομηχανία του τουρισμού. Όμως η Ελλάδα δεν είναι χώρα μόνο του «ήλιου και της θάλασσας».
Είναι και η χώρα με την τεράστια πολιτιστική κληρονομιά και τα πολυάριθμα αναξιοποίητα αρχαία μνημεία. Αυτά που χαρακτηρίζονται ως η βαριά αλλά «άκαπνη» βιομηχανία της χώρας μας .
Στην σημερινή εποχή όπου η εξέλιξη της δυναμικής της αγοράς Πολιτισμού σε «βαριά βιομηχανία» δημιουργεί πεδία επενδύσεων, αδιανόητα στο παρελθόν, Θα ήταν παρωχημένη επιλογή αν μέναμε σε μία παλιά αντίληψη περί πολιτισμού.
Ίσως μάλιστα η συγκυρία της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης ,όπως έχει κατ` επανάληψη τονίσει ο Πρωθυπουργός κ. Κ. Καραμανλής, μας βοηθήσει να αναθεωρήσουμε στόχους και σκοπούς των παρελθόντων ετών και να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις ώστε το τέλος της κρίσης να μας βρει έτοιμους για μια νέα και ελπιδοφόρα πορεία προς το μέλλον.

Με αφορμή λοιπόν τα εγκαίνια του Νέου Μουσείου Ακρόπολης, ο Χρύσανθος Λαζαρίδης στο epsilon-net μας προσκαλούσε να μιλήσουμε για το πιο «απαγορευμένο» θέμα της ελληνικής πολιτικής: τα οικονομικά του πολιτισμού.
Το Ε.Μ.ΠΡΟ.Σ. στις 20 Ιουνίου έκανε την ανάρτηση με θέμα: "Πλούτος και πολιτισμός".

Ας υποθέσουμε ,έλεγε, ότι η Ελλάδα έχει ή μπορεί να στήσει 15 πολύ μεγάλα μουσεία, μεγάλα (χοντρικά, ένα σε κάθε νομό), 50-150 μεσαία (χοντρικά, ένα σε κάθε επαρχία) και 300 μικρά (ένα για κάθε σημαντικό μνημείο).
Ας υποθέσουμε ακόμα ότι τα μουσεία λειτουργούν 10 ώρες την ημέρα, χειμώνα καλοκαίρι, 350 μέρες το χρόνο. Υποθέτουμε επίσης ότι τα πολύ μεγάλα τα επισκέπτονται τουλάχιστον 500 άνθρωποι την ημέρα, με ρεαλιστικό στόχο να φτάσουν τους 1.000 επισκέπτες την ημέρα. Δηλαδή 175 με 300 χιλιάδες επισκέπτες ετησίως.
Αν καθένα από τα πολύ μεγάλα μουσεία έχει κόστος λειτουργίας γύρω στα 3,5 εκατομμύρια ετησίως, αυτό σημαίνει ότι για να καλύψουν το λειτουργικό κόστος τους χρειάζονται εισιτήριο από 10 ως 20 ευρώ. Στην πραγματικότητα, μαζί με τις «εκπτώσεις» και τον ΦΠΑ το ελάχιστο εισιτήριο φτάνει τα 15 με 30 ευρώ.
Για να το ρίξουμε σε πολύ πιο λογικά επίπεδα –κάτω από 10 ευρώ– πρέπει να προσελκύουν πάνω από 1.500 επισκέπτες κατά μέσο όρο. Πράγμα που μοιάζει σήμερα πολύ δύσκολο…
Από την άλλη πλευρά, το εισιτήριο δεν είναι το μόνο δυνητικό έσοδο του μουσείου. Το πιο σημαντικό άλλο έσοδο είναι η πώληση αντικειμένων (ομοιωμάτων από εκθέματα κ.λ.π.)
Αν ένας στους 10 επισκέπτες αγοράζει κατά μέσο όρο αντικείμενα αξίας 50 ευρώ, τότε μιλάμε για 35 χιλιάδες αγορές, που αποδίδουν 1 εκατομμύριο 750 χιλιάδες ευρώ.
Το καθαρό κέρδος για το μουσείο μπορεί να φτάνει τις 700 χιλιάδες, με επιπρόσθετο ένα τρίτο ακόμα του ποσού αυτού από παραγγελίες αντικειμένων μέσω Ίντερνετ, από ανθρώπους που δεν επισκέπτονται το μουσείο.
Έτσι, πλησιάζουμε το ένα εκατομμύριο περίπου καθαρά κέρδη για κάθε μεγάλο μουσείο από πωληθέντα αντικείμενα.

Αν εκμεταλλευτεί κανείς τις δυνατότητες των υπαρχουσών υποδομών, μπορεί να φτάσει όλα τα μουσεία να πληρώνουν τα λειτουργικά έξοδά τους από το εισιτήριο, τη μίσθωση χώρων για εστιατόρια, καφετέριες κ.λ.π., ενώ από την πώληση αντικειμένων να βγάζουν γύρω στα 100 εκατομμύρια ετησίως καθαρό κέρδος.
Όσο περίπου και ο ειδικός λογαριασμός του ΥΠΠΟ, που φέτος καταργήθηκε. Σήμερα κανένα μουσείο δεν καλύπτει το λειτουργικό κόστος του. Ενώ τα κέρδη από τα πωληθέντα είναι μικρά. Ένας πρώτος στόχος, λοιπόν, είναι να καταστήσουμε τον πολιτισμό
αυτοχρηματοδοτούμενο.
Δεν είναι κακό ο πολιτισμός να φέρνει χρήματα, να δημιουργεί εισοδήματα και κέρδη… Να θυμηθούμε ότι και η Ακρόπολη του Περικλή στηρίχθηκε στην οικονομική ευρωστία της αρχαίας Αθήνας.

ΥΓ. Μια πιο αναλυτική προσέγγιση στο θέμα μπορείτε να διαβάσετε και σε άλλο άρθρο του epsilon-net (εδώ).

Δεν υπάρχουν σχόλια: