Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης
Η πολιτική αθλιότητα, είναι το προτελευταίο σκαλί πριν την πολιτική παρακμή. Πριν μιλήσουμε για την τελευταία, ας μιλήσουμε για τη πρώτη.
Πολιτική αθλιότητα είναι να κάνεις πως πιστεύεις, ότι δήθεν πιστεύεις, πως κάνοντας βουτιές μέσα στο βόθρο, είναι σα να βουτάς στα πενταγάλανα νερά του Αιγαίου. Είναι να σε φτύνουν και να κοιτάς τον ουρανό αν ψιχαλίζει! Είναι να έχεις χάσει την ικανότητα να κοκκινίζεις, να έχεις χάσει την αρετή της αιδούς, εσύ «..αναιδείην επιειμένε, κερδαλεόφρον..» (Ιλιάδα, Α, 149)!
Είναι να είσαι δήθεν «αισιόδοξος» ότι τα θύματά σου, τα θύματα της πολιτικής σου, εν πάσει περιπτώσει κακώς είναι απαισιόδοξα στο σύνολό τους σχεδόν, διότι είναι τάχα «παραπληροφορημένα», διότι ξεχνούν ότι στο παρελθόν τα πράματα ήταν χειρότερα (όταν ήταν χειρότερα), και οφείλουν επί τέλους, να μάθουν να αρχίσουν να συγκρίνουν όχι το χειρότερο με το καλύτερο, μα το χειρότερο με το ακόμα χειρότερο.
Διότι ο αγώνας των παρηκμασμένων πολιτικών δυνάμεων, αυτό ακριβώς είναι :
είναι ένας αγώνας το κακού με το ακόμα πιο κακό, είναι ένας αγώνας που γίνεται μόνιμα στη σκοτεινή πλευρά της Γης.
Είναι ένας αγώνας της μεγάλης με την ακόμα μεγαλύτερη διαφθορά, κι όταν η μικρότερη διαφθορά «θριαμβεύει» εκεί ανοίγουμε σαμπάνιες.
Είναι ο αγώνας της μεγάλης με τη μικρότερη αναποτελεσματικότητα διοίκησης, της μεγάλης με τη μικρότερη αντιπαραγωγικότητα.
Σταθερά όμως, το παιχνίδι παίζεται στο γήπεδο των αρνητικών επιδόσεων του πολιτικού συστήματος. Εκεί, όπου όλες οι αρνητικές αξίες, τείνουν να προαχθούν στη θέση των θετικών αξιών, να τις υποκαταστήσουν, να τις εξορίσουν.
Η σχετική υπεροχή μιας αρνητικής αξίας, την καθιστά αποδεκτή «θετική» αξία –η αλλοτρίωση στο μεγαλείο της!
Η μεγάλη βρετανίδα οικονομολόγος και –περισσότερο απ’ αυτό- διανοούμενη –με την απόλυτα θετική έννοια του όρου- Joan Robinson, κάποιες δεκαετίες (εικοσαετίες καλύτερα) πριν έγραφε αναφερόμενη στην εποχή της τα ακόλουθα που όμως, βρίσκουν την εφαρμογή τους και σήμερα (Joan Robinson : Ελευθερία και Αναγκαιότητα, εκδ. Θεωρία, Αθήνα, 1982, σελ. 117) : «…οι απολογητές της σύγχρονης κεφαλαιοκρατίας έχασαν την αυτοπεποίθησή τους. Δε μπορούν να βρουν τίποτα το καλλίτερο να προσφέρουν από το δόγμα του μικρότερου κακού. “Η υπεράσπιση του κακού απέναντι στο χειρότερο” [η φράση αυτή του Σ. Νταίη Λιούις] δεν εμπνέει τους γενναιόδωρους νέους. Η επανάσταση της γενιάς που μεγαλώνει στα μέσα του εικοστού αιώνα είναι κατά κύριο λόγο μια απόρριψη της κλίμακας αξιών που ενσαρκώνεται στην παραδεδειγμένη ορθοδοξία.»
Παρακμή τώρα είναι το πέρασμα από το να κάνεις πώς δήθεν έτσι έχουν τα ........
πράγματα, στο να πιστεύεις πράγματι ότι κάνοντας βουτιές μέσα στο βόθρο, είναι σα να βουτάς στα πενταγάλανα νερά του Αιγαίου.
Πλέον η αθλιότητα, εδώ, φαντάζει σχεδόν αγγελική!
Η παρακμή είναι το ανώτατο στάδιο της μεταστασιακής διαδικασίας μιας καλπάζουσας και θανατηφόρας πολιτικής ασθένειας που αρχίζει να κατατρώει το κοινωνικό σώμα.
Εδώ το σύστημα, λειτουργεί σε επικίνδυνες και επώδυνες για το λαό φαντασιώσεις, έστω κι αν αυτό σαν «επιταγή» διαπιστωθεί αρκετά αργότερα –διότι συνήθως αυτές οι επιταγές, είναι και μεταχρονολογημένες-, λειτουργεί σε μια κατάσταση παραληρηματική –όπου η αμφισβήτησή του είναι αρκούντως δυσχερής. Όσοι το εκφράζουν, είναι ζωντανές πολιτικές οντότητες, στα όρια της πολιτικής τρέλας, της πολιτικής σχιζοφρένειας. Ζουν σε μια «πραγματικότητα» που τη θεωρούν «υγιή» όταν αυτή η «πραγματικότητά» τους είναι ένα αποκλειστικά δικό τους ψυχωτικό κατασκεύασμα. Η παρακμή, είναι το παραφαγωμένο στομάχι ενός σαπρού πολιτικού συστήματος, όπου σ’ αυτό έχουν συρρικνωθεί όλα τα υπόλοιπα ζωτικά σημεία του οργανισμού : καρδιά, νους, ψυχή (προ πάντων αυτή!).
Η πολιτική παρακμή, φυσικά, στην ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών, όσο ανθεκτική κι αν μπορεί να αποδείχτηκε ιστορικά, όσο συχνά κι αν εμφανίζεται, δεν παύει εν τούτοις ν’ αποτελεί μέρος ενός αέναου κύκλου όπου η πολιτική παρακμή καταλήγει στον πολιτικό θάνατο, για να ξαναδημιουργηθεί κάτι το νέο (εντελώς νέο ή έστω καινοτόμο σε σχέση με κάτι το προϋπάρχον), κι αυτό το νέο ν’ αναπτυχθεί, ωριμάσει, παρακμάσει, πεθάνει, και πάλι απ’ την αρχή. Ο αγώνας εδώ είναι η παρακμή να είναι ένα στάδιο σύντομο, όσο πιο σύντομο γίνεται. Τούτο δεν είναι εύκολη πάντα υπόθεση, δεν είναι πάντα αυτό που παρατηρείται στη πράξη.
Συνεπώς, το στάδιο του λυτρωτικού θανάτου του παρηκμασμένου πολιτικού συστήματος, αποτελεί το ανώτατο στάδιο της πολιτικής αθλιότητας, το στάδιο του θανάτου του ίδιου του παρηκμασμένου πολιτικού συστήματος. Διότι το ανώτατο στάδιο του μη αντιμετωπίσιμου πόνου, της μη αντιμετωπίσιμης επώδυνης ασθένειας, είναι ο (πολιτικός) θάνατος. Η τεχνητή (πολιτική) ζωή, η καλωδιωμένη (πολιτική) ζωή, η ζωή που εξαρτάται από κείνο το καταραμένο κουμπί που αν το γυρίσουμε το σώμα είναι εντελώς ανίκανο αν εκτελέσει μόνο του έστω και μια ανάσα, ναι, αυτή η ζωή, όταν το κουμπί του μηχανήματος που τη συντηρεί είναι η μόνη πραγματικότητα, αυτή η ζωή είναι ταυτόσημη με το θάνατο. Είναι στο στάδιο όπου η κοινωνία ζει συνεχώς με την αγωνία και του φόβο μιας θνήσκουσας αθλιότητας, ακούει καθημερινά τον βρόγχο του θανάτου, την ανάσα ενός σώματος που έχει σαπίσει και όζει. Είναι ταυτόχρονα το στάδιο της μεγάλης ελπίδας, διότι περιμένει την ίδια στιγμή που ετοιμάζεται η κηδεία του παλιού, ν’ ακούσει το χαρμόσυνο κλάμα του νέου που όλοι ελπίζουν από ώρα σε ώρα να βγει απ’ τη μήτρα και να είναι γερό. Νάναι άραγε αυτό το νόημα του Ζαρατούστρα που λέει :
«Ερείπια αστεριών : / μ’ αυτά τα ερείπια έχτισα έναν κόσμο.»;
(Φρ. Νίτσε : Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, 2η έκδοση, εκδ. Δωδώνη, σελ. 438 [από το άσμα «Η Χάλκινη Σιωπή»]). Κάπου εκεί γύρω στο τέλος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, τα πράγματα είχαν κάπως έτσι : «…Στα 1917, ολόκληρη η Ευρώπη είχε γίνει ένας σωρός από κοινωνικές εκρηκτικές ύλες. Απέμενε μονάχα ν’ ανάψει το φιτίλι.» [Eric Hobsbawm : Η Εποχή των Άκρων – Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914-1991, θ΄έκδοση, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, σελ. 85]. Λοιπόν, πολύ φοβάμαι, ότι αυτό που τότε ήταν η Ευρώπη, είναι σήμερα ο κόσμος όλος. Είτε εσκεμμένα, είτε ηθελημένα, τούτο το φιτίλι μπορεί απ’ ώρα σε ώρα να κάνει τη ζημιά.
Το κάθε παρηκμασμένο πολιτικό σύστημα είναι το όπιο του λαού που «υπηρετεί», κι οι εκπρόσωποί του, είναι οι έμποροι αυτού του πολιτικού οπίου.
Η παρακμή, πεθαίνει αλλά δεν παραιτείται. Είπαμε ότι η παρακμή είναι ανισόρροπη (υπό την έννοια ότι το πολιτικό σύστημα κινείται εκτός του σημείου ισορροπίας του –το σημείο όπου βασιλεύουν προβλήματα που οφείλονται στη δυναμική της δραστηριότητας και όχι προβλήματα «καρκινογόνα», προβλήματα που εμμένουν, προβλήματα «ιστορικά»). Ακόμα κι εκεί που το σώμα της δεν είναι παρά ένα απαίσιο άθροισμα από πυώδη σπυριά, εξακολουθεί, στο παραλήρημά της να ρωτά : «και πώς θα με κάνεις στη μπάντα, σα δεν βρήκες τι θα με διαδεχτεί; Δεν βλέπεις πια ότι είμαι ο μονόδρομος;» Το ερώτημά της είναι αρρωστημένο, μα δεν μπορείς να περιμένεις άλλου είδους ρωτήματα από ένα οργανισμό τόσο βαριά άρρωστο. Τι ν’ απαντήσεις; Πως είναι καλύτερα καμία (ή το αντίθετο : η όποια) λύση λύση παρά η «λύση» του να γίνω νεκρόφιλος; Αλλά και πάλι, ίσως, ο μόνος τρόπος για να τολμήσουμε να αναζητήσουμε το νέο, ίσως και να δοκιμάσουμε το νέο που μπορεί να έχει βρεθεί μα είναι ο φόβος που μας κάνει να «κολλάμε» στο παλιό, ακόμα και στο παλιό που είναι αποδεδειγμένα κάτι περισσότερο κι από πτώμα. Το «κενό» δεν το απεχθάνεται μόνο η φύση. Το απεχθάνεται και η κοινωνία, και η πολιτική. Το πρόβλημα εδώ, είναι πως το «κενό» ενώ υπάρχει, εν τούτοις, και η απλή παρουσία του άθαφτου πτώματος, δημιουργεί συχνά την εντύπωση ότι ο χώρος δεν είναι και τόσο «κενός». Υπάρχει μια «πληρότητα» : ίσως όχι όπως θα τη θέλαμε, μα εν πάσει περιπτώσει βρε αδερφέ, δεν υπάρχει και «τελείως» κενό! Η στοιχειώδης σκέψη, η στοιχειώδης γνώση, ο στοιχειώδης προβληματισμός, η στοιχειώδης άρνηση της απάθειας, είναι τα όπλα στα χέρια του πολίτη που θα πολεμήσουν τη παρακμή του πολιτικού συστήματος. Το «στοιχειώδες» : αυτό ζητά η λύση. Την ίδια στιγμή, αναδύεται και το παράλληλο και ίσως κρισιμότερο ζήτημα των Νέων Ηγεσιών γι’ αυτό το Νέο, γι’ αυτό το Αύριο. Δεν χρειάζεται ένα στράτευμα από πρόθυμους φαντάρους να απαλλαγούν απ’ τον βούρδουλα του αξιωματικού του παλιού καθεστώτος, χρειάζεται και μια πρόθυμη μα και ικανή ηγεσία να οδηγήσει αυτό το στράτευμα με σύνεση και με γνώση στο στόχο. Είναι μια δύσκολη υπόθεση, ειδικά σήμερα, όπου ανάμεσα στ’ άλλα ελλείμματα που καταταλαιπωρούν τη δημοκρατία, το έλλειμμα ηγεσίας είναι το σπουδαιότερο αν και το σπανιότερα αναδυόμενο σαν προβληματική. Οι ηγέτες αυτοί, οι Νέοι Ηγέτες, θα πρέπει να παντρέψουν τα πιο ετερόκλητα και φαινομενικά αντίθετα στοιχεία της νέας κατάστασης των πραγμάτων. Όπως σωστά το θέτει ο Τάσος Μπουγάς [Τέλος της πολιτικής; Προβλήματα σύγχρονης πολιτικής συνείδησης, περιοδ. Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, τόμος 11, τεύχος 31, Ιανουάριος 1994, σελ. 26], ο οποίος ερευνώντας ειδικότερα το ζήτημα του τέλους της πολιτικής, σημειώνει και τα παρακάτω που πάντως έχουν εφαρμογή εδώ :
« Η νέα πολιτική θα άρει επίσης τη θεωρούμενη ως ασυμφιλίωτη αντίθεση μεταξύ ρεαλισμού και ουτοπίας που αντιστοιχεί στο δυϊσμό της συντήρησης και της επανάστασης : ο πρώτος, ο οποίος εμφανίζεται ως υπαγορευόμενος από τη «λογική των πραγμάτων» έγινε εχθρός της προόδου και παρήγαγε τη στατικότητα και την αποτελμάτωση, η δεύτερη, η οποία απορρίπτει την υφιστάμενη πραγματικότητα στο όνομα του ιδεώδους, προκάλεσε συχνά ατελέσφορες αναστατώσεις στην προσπάθειά της να συμμορφώσει τον κόσμο με την αρχετυπική ιδέα, και οι δύο ως αλληλοκαθοριζόμενα και αλληλοτροφοδοτούμενα εγχειρήματα κτήσης και νομής της εξουσίας προήγαγαν τον αμοραλισμό σε αυτόνομη αρχή της πολιτικής. Η νέα πολιτική θα είναι η οργανική σύζευξη ρεαλισμού και ουτοπίας, πραγματικότητας και ιδέας, πεζού σχεδιασμού και οράματος, σύζευξη της οποίας η ιδιαίτερη μορφή θα υπαγορεύεται κάθε φορά από τις καθολικά ισχύουσες ηθικές αξίες. Τη σύζευξη αυτή ως αταλάντευτο στόχο της αληθινής πολιτικής διατύπωσε επιγραμματικά ο Max Weber στη γνωστή απόφανση : «Το δυνατό δεν θα ήταν εφικτό, αν ο άνθρωπος δεν έτεινε συνεχώς προς το αδύνατο»».
Την ουτοπία όμως, θα πρέπει να της δώσουμε την ίδια σπουδαιότητα με τη σπουδαιότητα που δίνουμε σ’ έναν «τάχατις ρεαλισμό», τον ρεαλισμό του κρατούντος συστήματος. Ας μη ξεχνάμε, ότι ««Το κοινό στοιχείο όλων των ιδεολογιών είναι ότι αρέσκονται να παρουσιάζουν την ιδιαίτερη ουτοπία τους ως το Τέλος της Ιστορίας –είτε με τη μορφή του παγκόσμιου κομμουνισμού, είτε της πλανητικής δημοκρατίας ή του χιλιόχρονου Ράιχ. Τις ενώνει «η καθιερωμένη αξία που ταυτίζει την Ιστορία με την παράταξη των νικητών», όπως έλεγε ο Ινιάτσιο Σιλόνε.» (Mark Mazower : Σκοτεινή Ήπειρος, Ο Ευρωπαϊκός Εικοστός Αιώνας, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2001, σελ. 15).
Άπαξ και φτάσουμε στο σημείο αυτό, στο σημείο της παρακμής, κάθε μπάλωμα είναι χωρίς νόημα. Το σημείο αυτό, το σημείο της παρακμής, είναι το σημείο της ρήξης. Το σκοινί πρέπει να σπάσει, διαφορετικά το απόστημα απλά θα επιδένεται με επιδέσμους, με κύριο στόχο τον περιορισμό της δυσοσμίας. Όμως, η πληγή δεν θα επουλώνεται. Πρέπει να συνταξιοδοτήσουμε όλο το παρηκμασμένο σόϊ των πολιτικών εκείνων που ταυτίστηκαν με την παρακμή και την υπηρέτησαν πιστά, να συνταξιοδοτήσουμε όλους εκείνους, που «ονειρεύονται» μηχανές αντί ανθρώπους, δούλους αντί εργαζόμενους, «μόνιμες λιτότητες» αντί ευημερία των πολλών, που έμαθαν να πίνουν το καφέ τους μόνο σε δυο-τρια «επώνυμα» καφέ του βαθέως κέντρου των Αθηνών, κι απ’ αυτά τα καφέ, διαλογίζονται –όταν διαλογίζονται- για το πώς περνάν της ζωή τους οι υπήκοοί τους… Πώς θα γίνει αυτή η ρήξη; Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για τους όσους διαθέτουν αυτό που εγώ στερούμαι : διεισδυτική ανάλυση, ικανότητα οργάνωσης και σχεδιασμού, και προσόντα ηγετικά. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για να πάρουν σάρκα και οστά ερωτήματα που το παρηκμασμένο σύστημα δεν θέτει πια : «Εδώ και… χρόνια, έγιναν αξιομνημόνευτα πράγματα. Εξαίσια ερείπια σκεπάζουν το λιθόστρωτο. Λίγο είναι αυτό που γίνηκε δίπλα σ’ εκείνο που απομένει να γίνει. Να καταστρέψουμε είναι ο μόχθος, να οικοδομήσουμε είναι το έργο.
Η πρόοδος γκρεμίζει με το αριστερό χέρι και με το δεξί της χτίζει.
Το αριστερό χέρι της προόδου ονομάζεται δύναμη, το δεξί το λένε πνεύμα.
Πολλή ως την ώρα σωτήρια καταστροφή έγινε· όλος ο παληός τυραννικός πολιτισμός, χάρη στους πατέρες μας σαρώθηκε.
Πάνε, όλα τελειώσανε, σωριάστηκαν, κείτονται κατά γης.
Όρθιες, τώρα, όλες, διάνοιες!
Στο έργο, στο μόχθο! στο καθήκον! Πρέπει να χτίσουμε!
Να τρία ερωτήματα :
Τι να χτίσουμε;
Πού να χτίσουμε;
Πώς να χτίσουμε;
Απαντούμε : Να οικοδομήσουμε το λαό. Να τον οικοδομήσουμε μέσα στην πρόοδο. Να τον οικοδομήσουμε με το φως.» (Βίκτωρ Ουγκώ : Φιλολογία και Φιλοσοφία, εκδ. Μαρή, Αθήνα, σελ. 114).
Η πολιτική αθλιότητα, είναι το προτελευταίο σκαλί πριν την πολιτική παρακμή. Πριν μιλήσουμε για την τελευταία, ας μιλήσουμε για τη πρώτη.
Πολιτική αθλιότητα είναι να κάνεις πως πιστεύεις, ότι δήθεν πιστεύεις, πως κάνοντας βουτιές μέσα στο βόθρο, είναι σα να βουτάς στα πενταγάλανα νερά του Αιγαίου. Είναι να σε φτύνουν και να κοιτάς τον ουρανό αν ψιχαλίζει! Είναι να έχεις χάσει την ικανότητα να κοκκινίζεις, να έχεις χάσει την αρετή της αιδούς, εσύ «..αναιδείην επιειμένε, κερδαλεόφρον..» (Ιλιάδα, Α, 149)!
Είναι να είσαι δήθεν «αισιόδοξος» ότι τα θύματά σου, τα θύματα της πολιτικής σου, εν πάσει περιπτώσει κακώς είναι απαισιόδοξα στο σύνολό τους σχεδόν, διότι είναι τάχα «παραπληροφορημένα», διότι ξεχνούν ότι στο παρελθόν τα πράματα ήταν χειρότερα (όταν ήταν χειρότερα), και οφείλουν επί τέλους, να μάθουν να αρχίσουν να συγκρίνουν όχι το χειρότερο με το καλύτερο, μα το χειρότερο με το ακόμα χειρότερο.
Διότι ο αγώνας των παρηκμασμένων πολιτικών δυνάμεων, αυτό ακριβώς είναι :
είναι ένας αγώνας το κακού με το ακόμα πιο κακό, είναι ένας αγώνας που γίνεται μόνιμα στη σκοτεινή πλευρά της Γης.
Είναι ένας αγώνας της μεγάλης με την ακόμα μεγαλύτερη διαφθορά, κι όταν η μικρότερη διαφθορά «θριαμβεύει» εκεί ανοίγουμε σαμπάνιες.
Είναι ο αγώνας της μεγάλης με τη μικρότερη αναποτελεσματικότητα διοίκησης, της μεγάλης με τη μικρότερη αντιπαραγωγικότητα.
Σταθερά όμως, το παιχνίδι παίζεται στο γήπεδο των αρνητικών επιδόσεων του πολιτικού συστήματος. Εκεί, όπου όλες οι αρνητικές αξίες, τείνουν να προαχθούν στη θέση των θετικών αξιών, να τις υποκαταστήσουν, να τις εξορίσουν.
Η σχετική υπεροχή μιας αρνητικής αξίας, την καθιστά αποδεκτή «θετική» αξία –η αλλοτρίωση στο μεγαλείο της!
Η μεγάλη βρετανίδα οικονομολόγος και –περισσότερο απ’ αυτό- διανοούμενη –με την απόλυτα θετική έννοια του όρου- Joan Robinson, κάποιες δεκαετίες (εικοσαετίες καλύτερα) πριν έγραφε αναφερόμενη στην εποχή της τα ακόλουθα που όμως, βρίσκουν την εφαρμογή τους και σήμερα (Joan Robinson : Ελευθερία και Αναγκαιότητα, εκδ. Θεωρία, Αθήνα, 1982, σελ. 117) : «…οι απολογητές της σύγχρονης κεφαλαιοκρατίας έχασαν την αυτοπεποίθησή τους. Δε μπορούν να βρουν τίποτα το καλλίτερο να προσφέρουν από το δόγμα του μικρότερου κακού. “Η υπεράσπιση του κακού απέναντι στο χειρότερο” [η φράση αυτή του Σ. Νταίη Λιούις] δεν εμπνέει τους γενναιόδωρους νέους. Η επανάσταση της γενιάς που μεγαλώνει στα μέσα του εικοστού αιώνα είναι κατά κύριο λόγο μια απόρριψη της κλίμακας αξιών που ενσαρκώνεται στην παραδεδειγμένη ορθοδοξία.»
Παρακμή τώρα είναι το πέρασμα από το να κάνεις πώς δήθεν έτσι έχουν τα ........
πράγματα, στο να πιστεύεις πράγματι ότι κάνοντας βουτιές μέσα στο βόθρο, είναι σα να βουτάς στα πενταγάλανα νερά του Αιγαίου.
Πλέον η αθλιότητα, εδώ, φαντάζει σχεδόν αγγελική!
Η παρακμή είναι το ανώτατο στάδιο της μεταστασιακής διαδικασίας μιας καλπάζουσας και θανατηφόρας πολιτικής ασθένειας που αρχίζει να κατατρώει το κοινωνικό σώμα.
Εδώ το σύστημα, λειτουργεί σε επικίνδυνες και επώδυνες για το λαό φαντασιώσεις, έστω κι αν αυτό σαν «επιταγή» διαπιστωθεί αρκετά αργότερα –διότι συνήθως αυτές οι επιταγές, είναι και μεταχρονολογημένες-, λειτουργεί σε μια κατάσταση παραληρηματική –όπου η αμφισβήτησή του είναι αρκούντως δυσχερής. Όσοι το εκφράζουν, είναι ζωντανές πολιτικές οντότητες, στα όρια της πολιτικής τρέλας, της πολιτικής σχιζοφρένειας. Ζουν σε μια «πραγματικότητα» που τη θεωρούν «υγιή» όταν αυτή η «πραγματικότητά» τους είναι ένα αποκλειστικά δικό τους ψυχωτικό κατασκεύασμα. Η παρακμή, είναι το παραφαγωμένο στομάχι ενός σαπρού πολιτικού συστήματος, όπου σ’ αυτό έχουν συρρικνωθεί όλα τα υπόλοιπα ζωτικά σημεία του οργανισμού : καρδιά, νους, ψυχή (προ πάντων αυτή!).
Η πολιτική παρακμή, φυσικά, στην ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών, όσο ανθεκτική κι αν μπορεί να αποδείχτηκε ιστορικά, όσο συχνά κι αν εμφανίζεται, δεν παύει εν τούτοις ν’ αποτελεί μέρος ενός αέναου κύκλου όπου η πολιτική παρακμή καταλήγει στον πολιτικό θάνατο, για να ξαναδημιουργηθεί κάτι το νέο (εντελώς νέο ή έστω καινοτόμο σε σχέση με κάτι το προϋπάρχον), κι αυτό το νέο ν’ αναπτυχθεί, ωριμάσει, παρακμάσει, πεθάνει, και πάλι απ’ την αρχή. Ο αγώνας εδώ είναι η παρακμή να είναι ένα στάδιο σύντομο, όσο πιο σύντομο γίνεται. Τούτο δεν είναι εύκολη πάντα υπόθεση, δεν είναι πάντα αυτό που παρατηρείται στη πράξη.
Συνεπώς, το στάδιο του λυτρωτικού θανάτου του παρηκμασμένου πολιτικού συστήματος, αποτελεί το ανώτατο στάδιο της πολιτικής αθλιότητας, το στάδιο του θανάτου του ίδιου του παρηκμασμένου πολιτικού συστήματος. Διότι το ανώτατο στάδιο του μη αντιμετωπίσιμου πόνου, της μη αντιμετωπίσιμης επώδυνης ασθένειας, είναι ο (πολιτικός) θάνατος. Η τεχνητή (πολιτική) ζωή, η καλωδιωμένη (πολιτική) ζωή, η ζωή που εξαρτάται από κείνο το καταραμένο κουμπί που αν το γυρίσουμε το σώμα είναι εντελώς ανίκανο αν εκτελέσει μόνο του έστω και μια ανάσα, ναι, αυτή η ζωή, όταν το κουμπί του μηχανήματος που τη συντηρεί είναι η μόνη πραγματικότητα, αυτή η ζωή είναι ταυτόσημη με το θάνατο. Είναι στο στάδιο όπου η κοινωνία ζει συνεχώς με την αγωνία και του φόβο μιας θνήσκουσας αθλιότητας, ακούει καθημερινά τον βρόγχο του θανάτου, την ανάσα ενός σώματος που έχει σαπίσει και όζει. Είναι ταυτόχρονα το στάδιο της μεγάλης ελπίδας, διότι περιμένει την ίδια στιγμή που ετοιμάζεται η κηδεία του παλιού, ν’ ακούσει το χαρμόσυνο κλάμα του νέου που όλοι ελπίζουν από ώρα σε ώρα να βγει απ’ τη μήτρα και να είναι γερό. Νάναι άραγε αυτό το νόημα του Ζαρατούστρα που λέει :
«Ερείπια αστεριών : / μ’ αυτά τα ερείπια έχτισα έναν κόσμο.»;
(Φρ. Νίτσε : Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, 2η έκδοση, εκδ. Δωδώνη, σελ. 438 [από το άσμα «Η Χάλκινη Σιωπή»]). Κάπου εκεί γύρω στο τέλος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, τα πράγματα είχαν κάπως έτσι : «…Στα 1917, ολόκληρη η Ευρώπη είχε γίνει ένας σωρός από κοινωνικές εκρηκτικές ύλες. Απέμενε μονάχα ν’ ανάψει το φιτίλι.» [Eric Hobsbawm : Η Εποχή των Άκρων – Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914-1991, θ΄έκδοση, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, σελ. 85]. Λοιπόν, πολύ φοβάμαι, ότι αυτό που τότε ήταν η Ευρώπη, είναι σήμερα ο κόσμος όλος. Είτε εσκεμμένα, είτε ηθελημένα, τούτο το φιτίλι μπορεί απ’ ώρα σε ώρα να κάνει τη ζημιά.
Το κάθε παρηκμασμένο πολιτικό σύστημα είναι το όπιο του λαού που «υπηρετεί», κι οι εκπρόσωποί του, είναι οι έμποροι αυτού του πολιτικού οπίου.
Η παρακμή, πεθαίνει αλλά δεν παραιτείται. Είπαμε ότι η παρακμή είναι ανισόρροπη (υπό την έννοια ότι το πολιτικό σύστημα κινείται εκτός του σημείου ισορροπίας του –το σημείο όπου βασιλεύουν προβλήματα που οφείλονται στη δυναμική της δραστηριότητας και όχι προβλήματα «καρκινογόνα», προβλήματα που εμμένουν, προβλήματα «ιστορικά»). Ακόμα κι εκεί που το σώμα της δεν είναι παρά ένα απαίσιο άθροισμα από πυώδη σπυριά, εξακολουθεί, στο παραλήρημά της να ρωτά : «και πώς θα με κάνεις στη μπάντα, σα δεν βρήκες τι θα με διαδεχτεί; Δεν βλέπεις πια ότι είμαι ο μονόδρομος;» Το ερώτημά της είναι αρρωστημένο, μα δεν μπορείς να περιμένεις άλλου είδους ρωτήματα από ένα οργανισμό τόσο βαριά άρρωστο. Τι ν’ απαντήσεις; Πως είναι καλύτερα καμία (ή το αντίθετο : η όποια) λύση λύση παρά η «λύση» του να γίνω νεκρόφιλος; Αλλά και πάλι, ίσως, ο μόνος τρόπος για να τολμήσουμε να αναζητήσουμε το νέο, ίσως και να δοκιμάσουμε το νέο που μπορεί να έχει βρεθεί μα είναι ο φόβος που μας κάνει να «κολλάμε» στο παλιό, ακόμα και στο παλιό που είναι αποδεδειγμένα κάτι περισσότερο κι από πτώμα. Το «κενό» δεν το απεχθάνεται μόνο η φύση. Το απεχθάνεται και η κοινωνία, και η πολιτική. Το πρόβλημα εδώ, είναι πως το «κενό» ενώ υπάρχει, εν τούτοις, και η απλή παρουσία του άθαφτου πτώματος, δημιουργεί συχνά την εντύπωση ότι ο χώρος δεν είναι και τόσο «κενός». Υπάρχει μια «πληρότητα» : ίσως όχι όπως θα τη θέλαμε, μα εν πάσει περιπτώσει βρε αδερφέ, δεν υπάρχει και «τελείως» κενό! Η στοιχειώδης σκέψη, η στοιχειώδης γνώση, ο στοιχειώδης προβληματισμός, η στοιχειώδης άρνηση της απάθειας, είναι τα όπλα στα χέρια του πολίτη που θα πολεμήσουν τη παρακμή του πολιτικού συστήματος. Το «στοιχειώδες» : αυτό ζητά η λύση. Την ίδια στιγμή, αναδύεται και το παράλληλο και ίσως κρισιμότερο ζήτημα των Νέων Ηγεσιών γι’ αυτό το Νέο, γι’ αυτό το Αύριο. Δεν χρειάζεται ένα στράτευμα από πρόθυμους φαντάρους να απαλλαγούν απ’ τον βούρδουλα του αξιωματικού του παλιού καθεστώτος, χρειάζεται και μια πρόθυμη μα και ικανή ηγεσία να οδηγήσει αυτό το στράτευμα με σύνεση και με γνώση στο στόχο. Είναι μια δύσκολη υπόθεση, ειδικά σήμερα, όπου ανάμεσα στ’ άλλα ελλείμματα που καταταλαιπωρούν τη δημοκρατία, το έλλειμμα ηγεσίας είναι το σπουδαιότερο αν και το σπανιότερα αναδυόμενο σαν προβληματική. Οι ηγέτες αυτοί, οι Νέοι Ηγέτες, θα πρέπει να παντρέψουν τα πιο ετερόκλητα και φαινομενικά αντίθετα στοιχεία της νέας κατάστασης των πραγμάτων. Όπως σωστά το θέτει ο Τάσος Μπουγάς [Τέλος της πολιτικής; Προβλήματα σύγχρονης πολιτικής συνείδησης, περιοδ. Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, τόμος 11, τεύχος 31, Ιανουάριος 1994, σελ. 26], ο οποίος ερευνώντας ειδικότερα το ζήτημα του τέλους της πολιτικής, σημειώνει και τα παρακάτω που πάντως έχουν εφαρμογή εδώ :
« Η νέα πολιτική θα άρει επίσης τη θεωρούμενη ως ασυμφιλίωτη αντίθεση μεταξύ ρεαλισμού και ουτοπίας που αντιστοιχεί στο δυϊσμό της συντήρησης και της επανάστασης : ο πρώτος, ο οποίος εμφανίζεται ως υπαγορευόμενος από τη «λογική των πραγμάτων» έγινε εχθρός της προόδου και παρήγαγε τη στατικότητα και την αποτελμάτωση, η δεύτερη, η οποία απορρίπτει την υφιστάμενη πραγματικότητα στο όνομα του ιδεώδους, προκάλεσε συχνά ατελέσφορες αναστατώσεις στην προσπάθειά της να συμμορφώσει τον κόσμο με την αρχετυπική ιδέα, και οι δύο ως αλληλοκαθοριζόμενα και αλληλοτροφοδοτούμενα εγχειρήματα κτήσης και νομής της εξουσίας προήγαγαν τον αμοραλισμό σε αυτόνομη αρχή της πολιτικής. Η νέα πολιτική θα είναι η οργανική σύζευξη ρεαλισμού και ουτοπίας, πραγματικότητας και ιδέας, πεζού σχεδιασμού και οράματος, σύζευξη της οποίας η ιδιαίτερη μορφή θα υπαγορεύεται κάθε φορά από τις καθολικά ισχύουσες ηθικές αξίες. Τη σύζευξη αυτή ως αταλάντευτο στόχο της αληθινής πολιτικής διατύπωσε επιγραμματικά ο Max Weber στη γνωστή απόφανση : «Το δυνατό δεν θα ήταν εφικτό, αν ο άνθρωπος δεν έτεινε συνεχώς προς το αδύνατο»».
Την ουτοπία όμως, θα πρέπει να της δώσουμε την ίδια σπουδαιότητα με τη σπουδαιότητα που δίνουμε σ’ έναν «τάχατις ρεαλισμό», τον ρεαλισμό του κρατούντος συστήματος. Ας μη ξεχνάμε, ότι ««Το κοινό στοιχείο όλων των ιδεολογιών είναι ότι αρέσκονται να παρουσιάζουν την ιδιαίτερη ουτοπία τους ως το Τέλος της Ιστορίας –είτε με τη μορφή του παγκόσμιου κομμουνισμού, είτε της πλανητικής δημοκρατίας ή του χιλιόχρονου Ράιχ. Τις ενώνει «η καθιερωμένη αξία που ταυτίζει την Ιστορία με την παράταξη των νικητών», όπως έλεγε ο Ινιάτσιο Σιλόνε.» (Mark Mazower : Σκοτεινή Ήπειρος, Ο Ευρωπαϊκός Εικοστός Αιώνας, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2001, σελ. 15).
Άπαξ και φτάσουμε στο σημείο αυτό, στο σημείο της παρακμής, κάθε μπάλωμα είναι χωρίς νόημα. Το σημείο αυτό, το σημείο της παρακμής, είναι το σημείο της ρήξης. Το σκοινί πρέπει να σπάσει, διαφορετικά το απόστημα απλά θα επιδένεται με επιδέσμους, με κύριο στόχο τον περιορισμό της δυσοσμίας. Όμως, η πληγή δεν θα επουλώνεται. Πρέπει να συνταξιοδοτήσουμε όλο το παρηκμασμένο σόϊ των πολιτικών εκείνων που ταυτίστηκαν με την παρακμή και την υπηρέτησαν πιστά, να συνταξιοδοτήσουμε όλους εκείνους, που «ονειρεύονται» μηχανές αντί ανθρώπους, δούλους αντί εργαζόμενους, «μόνιμες λιτότητες» αντί ευημερία των πολλών, που έμαθαν να πίνουν το καφέ τους μόνο σε δυο-τρια «επώνυμα» καφέ του βαθέως κέντρου των Αθηνών, κι απ’ αυτά τα καφέ, διαλογίζονται –όταν διαλογίζονται- για το πώς περνάν της ζωή τους οι υπήκοοί τους… Πώς θα γίνει αυτή η ρήξη; Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για τους όσους διαθέτουν αυτό που εγώ στερούμαι : διεισδυτική ανάλυση, ικανότητα οργάνωσης και σχεδιασμού, και προσόντα ηγετικά. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για να πάρουν σάρκα και οστά ερωτήματα που το παρηκμασμένο σύστημα δεν θέτει πια : «Εδώ και… χρόνια, έγιναν αξιομνημόνευτα πράγματα. Εξαίσια ερείπια σκεπάζουν το λιθόστρωτο. Λίγο είναι αυτό που γίνηκε δίπλα σ’ εκείνο που απομένει να γίνει. Να καταστρέψουμε είναι ο μόχθος, να οικοδομήσουμε είναι το έργο.
Η πρόοδος γκρεμίζει με το αριστερό χέρι και με το δεξί της χτίζει.
Το αριστερό χέρι της προόδου ονομάζεται δύναμη, το δεξί το λένε πνεύμα.
Πολλή ως την ώρα σωτήρια καταστροφή έγινε· όλος ο παληός τυραννικός πολιτισμός, χάρη στους πατέρες μας σαρώθηκε.
Πάνε, όλα τελειώσανε, σωριάστηκαν, κείτονται κατά γης.
Όρθιες, τώρα, όλες, διάνοιες!
Στο έργο, στο μόχθο! στο καθήκον! Πρέπει να χτίσουμε!
Να τρία ερωτήματα :
Τι να χτίσουμε;
Πού να χτίσουμε;
Πώς να χτίσουμε;
Απαντούμε : Να οικοδομήσουμε το λαό. Να τον οικοδομήσουμε μέσα στην πρόοδο. Να τον οικοδομήσουμε με το φως.» (Βίκτωρ Ουγκώ : Φιλολογία και Φιλοσοφία, εκδ. Μαρή, Αθήνα, σελ. 114).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου