Η σύγκριση δεν αφορά μόνο την τρέχουσα εικόνα. Η σύγκριση αφορά, κυρίως, την ανάγκη και ταυτόχρονα την υποχρέωση της χώρας να καλύψει την απόσταση που τη χωρίζει από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, της Ευρώπης, αλλά και από τις χώρες που έχουν παρόμοια γεωγραφικά και οικονομικά χαρακτηριστικά.
Από μόνες τους, οι επιδόσεις στην αύξηση του ΑΕΠ, στη μείωση της ανεργίας, στον έλεγχο του πληθωρισμού και των επιδόσεων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, είναι ικανοποιητικές. Άλλωστε, πάνω σε αυτά τα στοιχεία είχε βασίσει και ο έγκυρος Economist τη δική του κολακευτική αξιολόγηση... Μια αξιολόγηση που άφησε ισχυρό θετικό αποτύπωμα στο διεθνές οικονομικό και επενδυτικό οικοσύστημα.
Σε αυτήν τη θετική εικόνα συνηγορούν και οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2024. Όχι μόνο σαν σκέτα ποσοστά. Αλλά σαν ποσοστά που συγκρίνονται με τους αντίστοιχους μέσους όρους των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έτσι, σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ, στην Ελλάδα ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ αναμένεται να είναι μεγαλύτερος (2,3% έναντι 1,3%), ενώ αντίθετα ο πληθωρισμός αναμένεται να είναι χαμηλότερος (2,8% έναντι 3,5%).
Οι συγκρίσεις είναι θετικές.
Είναι όμως οι ποσοστιαίες διαφορές επαρκείς για να «κλείσουν την ψαλίδα»;
Είναι οι ρυθμοί επαρκείς για να καλυφθεί η υπάρχουσα απόσταση;
Μήπως θα πρέπει οι αριθμοί αυτοί να συνοδεύονται επιπλέον και από κάποια ποιοτικά χαρακτηριστικά;
Οι παλιότεροι θυμόμαστε την προσπάθεια της Ελλάδας στα πρώτα χρόνια της ΕΟΚ να πάψει να συγκρίνεται με βάση τους οικονομικούς όρους, με την Πορτογαλία. Η οποία παρ’ όλο που είχε εισέλθει στην ευρωπαϊκή οικονομική οικογένεια το 1986, αποτελούσε το βασικό σημείο αναφοράς και σύγκρισης. Και η Ελλάδα ήταν τότε μια θέση πάνω από τη χώρα που «έφτιαχνε μόνο φελλούς», όπως έλεγαν κάποιοι ειρωνικά.
Σήμερα, η Πορτογαλία βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση από εμάς, παρ’ όλο που και αυτή πέρασε μέσα από τις Συμπληγάδες της «Κρίσης του Νότου». Και όχι μόνο η Πορτογαλία. Αλλά και όλες οι χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ και σοβιετικού οικονομικού μοντέλου, οι οποίες εν τω μεταξύ εντάχθηκαν στην ΕΕ. Πλην μίας. Της Βουλγαρίας.
Έτσι πάνω από την Ελλάδα στους ευρωπαϊκούς οικονομικούς πίνακες βρίσκονται η Πολωνία, η Τσεχία, η Σλοβακία, η Ουγγαρία, η Κροατία, η Ρουμανία, η Σλοβενία, η Εσθονία, η Λιθουανία, η Λετονία, αλλά και οι δυο μικρότερες χώρες της ΕΕ, η Κύπρος και η Μάλτα.
Επομένως, αντιλαμβανόμαστε ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να συγκρίνεται μόνο με κάθε οικονομικό έτος που αφήνει πίσω της, αλλά και με τις υπόλοιπες χώρες, που βρίσκονται μπροστά της.
Ενδεικτικό της αναιμικής πορείας της Ελληνικής Οικονομίας αποτελεί και το γεγονός, ότι παρά τη ραγδαία πτώση της ανεργίας, η χώρα μας εξακολουθεί να εμφανίζει από τους υψηλότερους δείκτες ανεργίας ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ένα ακόμα στοιχείο που σηκώνει «κόκκινη σημαία» για την πορεία της οικονομίας είναι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, μέσα στο 2023 δεκαπέντε χώρες κατέγραψαν πλεονάσματα, έντεκα κράτη μέλη κατέγραψαν ελλείμματα και ένα κράτος μέλος εμφάνισε ισοσκελισμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση, πάνω από τη Ρουμανία.
Η χώρα μας εξακολουθεί να υστερεί στην παραγωγή «διεθνώς εμπορεύσιμων» προϊόντων. Δηλαδή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας που απαιτούν σύμπραξη εργασίας υψηλής επιστημονικής εξειδίκευσης και καινοτόμου κεφαλαίου. Μιλάμε για προϊόντα και υπηρεσίες που παράγονται με μεθόδους «τεχνολογιών αιχμής», ενσωματώνοντας επιστημονική γνώση, έρευνα και καινοτομία.
Για προϊόντα και υπηρεσίες που όχι μόνο να μπορούν να υποκαταστήσουν τις εισαγωγές, αλλά και να διεισδύσουν σε ξένες αγορές, διεκδικώντας θέσεις στα «ψηλά ράφια» των αγορών, καθώς και στις επίλεκτες θέσεις των προσφερόμενων υπηρεσιών.
Δυστυχώς, η Ελλάδα είναι ουραγός, όσον αφορά την παραγωγή «διεθνώς εμπορεύσιμων» αγαθών και υπηρεσιών. Η ενσωμάτωση στην παραγωγική διαδικασία των επιστημονικών και τεχνολογικών εξελίξεων είναι αδύναμη. Kαι όσο αυτό δεν βελτιώνεται, τότε μεγαλώνει και το πρόβλημα.
Διότι η Ελλάδα δείχνει να μην έχει αποφασίσει προς τα που θα κινηθεί και ποια θέση θα διεκδικήσει στην παγκόσμια οικονομία και στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και παραγωγής. Δυστυχώς, παραμένει παγιδευμένη. Και ισορροπεί ανάμεσα σε δύο κόσμους, τους οποίους όμως χωρίζει μια χαοτική απόσταση.
Από τη μια πλευρά, η Ελλάδα δεν διαθέτει μια οικονομία που να βασίζεται στη γνώση και την καινοτομία, για να προσελκύσει τέτοιου είδους επενδύσεις. Και από την άλλη πλευρά δεν διαθέτει πια το φθηνό εργατικό δυναμικό, ώστε να προσελκύσει κεφάλαια που αναζητούν μαζική παραγωγή χαμηλού κόστους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου