Η Ιαπωνία προγραμματίζει παράλληλη σύνοδο των τεσσάρων χωρών που έχουν προσκληθεί στη σύνοδο κορυφής ως οι τέσσερις εταίροι του ΝΑΤΟ Ασίας-Ειρηνικού (AP4). Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία θα παραστούν στο Βίλνιους και θα συντονιστούν μεταξύ τους μέσω μιας παράλληλης συνόδου των AP4. Η επιρροή και οι κινήσεις της Κίνας στον Ινδο-ειρηνικό και την ανατολική και νότια Σινική θάλασσα θα είναι στην ατζέντα.
Θεωρώ ότι η συζήτηση για την παγκόσμια επιρροή της ευρωατλαντικής συμμαχίας αναφέρεται στον πυρήνα των μελλοντικών προβληματισμών για την δομή και την πολικότητα του διεθνούς συστήματος. Όπως το Παρίσι δεν κουράζεται να υπενθυμίζει, το ΝΑΤΟ δεν παύει να είναι ευρωατλαντικό, όχι παγκόσμιο σύμφωνο. Στην πραγματικότητα, ενώ το εύρος και ο ορίζοντας των ενδεχόμενων εξελίξεων μπορούν μόνο να πιθανολογηθούν, το υπό διαμόρφωση υπόβαθρο έχει ήδη αποκτήσει κάποια χαρακτηριστικά. Παρά την ρευστότητα της διεθνούς κατάστασης, ορισμένα από αυτά τα χαρακτηριστικά του υπόβαθρου έχουν αρχίσει να διαγράφονται με σχετική σαφήνεια.
Πριν την εισβολή του Πούτιν, ένα νέο διεθνές σύστημα άρχιζε να αναδύεται. Ένα σύστημα το οποίο, όπως εξήγησα στο παρελθόν, είναι πολυπολικό και πολυκεντρικό. Ακριβέστερα, είναι ένα σύστημα που θα απαρτίζεται από λίγους (αλλά περισσότερους από δυο) πόλους και πολλά επιμέρους κέντρα (ένα εκ των οποίων επιχειρεί να συγκροτήσει η Τουρκία). Επειδή ένα από τα χαρακτηριστικά του είναι η ρευστότητα, το αναδυόμενο σύστημα ευνοεί ποικίλες μετακινήσεις και μετατοπίσεις που αντανακλούν επιμέρους πεδία συγκλινόντων συμφερόντων περισσότερο από μακροχρόνιες ιστορικές συμμαχίες. Πώς θα διαγραφεί ο ρόλος του ΝΑΤΟ σε αυτό πλαίσιο;
Ναι, το Βίλνιους θα μας δώσει νέες και σημαντικές ενδείξεις, όμως η διαμόρφωση θα συνεχίζεται με κρισιμότερη τη διετία 2024-2025, τις αμερικανικές εκλογές, την ρωσική επιθετικότητα και τις εξελίξεις στις οικονομικές και εμπορικές συνομιλίες ΗΠΑ – Κίνας. Η πρόσφατη επίσκεψη της Αμερικανίδας υπουργού οικονομικών Τζάνετ Γέλεν στο Πεκίνο, επιχείρησε να αφήσει ως γενικό συμπέρασμα την ρήση «οι δύο χώρες έχουν την υποχρέωση να διαχειρίζονται τη σχέση τους με υπεύθυνο τρόπο, βρίσκοντας μεθόδους συνύπαρξης σε έναν κόσμο που είναι αρκετά μεγάλος ώστε να ευημερούν και οι δύο».
Όπως πάντοτε, το αποτέλεσμα στο Βίλνιους θα είναι ένας συμβιβασμός. Το ζήτημα είναι σε ποια κατεύθυνση θα δείχνει ο συμβιβασμός και με ποιους τρόπου θα επηρεάσει την περιοχή μας. Παρά τις προσπάθειες πολλών και τις υπερβολές άλλων, η Γαλλία παραμένει ισχυρός παίκτης στο ευρωατλαντικό στρατόπεδο. Ούτε αρχή εσωτερικής κατάρρευσης ήταν τα εκτεταμένα επεισόδια του περασμένου δεκαήμερου ούτε η επιφυλακτικότητα που δείχνει το Παρίσι απέναντι στο σχηματιζόμενο μέτωπο των οπαδών της γενικευμένης αντιπαράθεσης αποτελεί ίδιον της γαλλικής προσέγγισης: παρά τις σημαντικές αποχρώσεις, το Βερολίνο μοιράζεται τα βασικά στοιχεία αυτής της ορθολογικής επιφυλακτικότητας.
Με αναμενόμενες συγκλίσεις και αποκλίσεις, το ΝΑΤΟ στο Βίλνιους θα επιχειρήσει να διατυπώσει κάποια φόρμουλα μελλοντικών εγγυήσεων ασφάλειας για την Ουκρανία. Όμως η προοπτική ένταξης μιας χώρας που βρίσκεται σε πόλεμο με την Ρωσία δεν είναι δυνατό να είναι άμεσα στα χαρτιά πριν την λήξη της πολεμικής φάσης. Παρότι κάποια μορφή εγγυήσεων θα υπάρξει, οι λεπτομέρειες παρουσιάζουν δυσκολίες. Οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ επιμένουν σε μια γραμμή προετοιμασίας για μια πιθανή γενικευμένη σύγκρουση ενώ η Γαλλία και η Γερμανία προσεγγίζουν το ζήτημα από διακριτές οπτικές γωνίες αλλά εξίσου προσεκτικά. Η θέση της Ουάσιγκτον όσο περνούν οι μήνες και πλησιάζει το εκλογικό έτος 2024 θα παρουσιάζει διακυμάνσεις εξαρτώμενες εν μέρει από την εσωτερική πολιτική σκηνή. Η στάση του Λονδίνου, εν μέρει εξαρτώμενη από την αμερικανική θέση που όμως γίνεται αβέβαιη όσο πλησιάζει το 2024, θα κινδυνεύσει ίσως να εκτεθεί ως η πλέον ριψοκίνδυνη.
Σε αυτό το πλαίσιο κρίσιμων εξελίξεων με παγκόσμια σημασία, η χθεσινή επιστολή μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων στον υπουργό εξωτερικών Μπλίνκεν αποτελεί εξαιρετικά χρήσιμη αποτύπωση των προϋποθέσεων για τα F-16 στην Τουρκία, περιλαμβανομένων μηχανισμών που θα προβλέπουν την παύση, καθυστέρηση ή ακύρωση της μεταφοράς οπλικών συστημάτων εάν η Τουρκία εμπλακεί σε ενέργειες που υπονομεύουν τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ και την ενότητα του ΝΑΤΟ. Το δεύτερο ζητούμενο (η ενότητα του ΝΑΤΟ) θα είναι κρίσιμο να επισημανθεί για την Τουρκία, η οποία έχει και νέο υπουργό εξωτερικών – τον Χακάν Φιντάν, πρώην αρχηγό των μυστικών υπηρεσιών – ο οποίος σηματοδοτεί έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα συνδυασμό. Τον συνδυασμό απόλυτης ταύτισης με τον πρόεδρο Ερντογάν, βαθιάς γνώσης των ευρωατλαντικών δικτύων αλλά και απόλυτης αδιαφορίας για τις διεθνείς νόρμες και αξίες. Το κατά πόσον ο συνδυασμός αυτός μπορεί να δικαιολογεί την αισιοδοξία που σπεύδουν κάποιοι να εκφράσουν για ισχυρότερο ρόλο των διεθνών συμβάσεων και των διεθνών θεσμών στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μένει να φανεί.
Μπορεί μήπως η εκ νέου επικέντρωση στις εμπορικές, οικονομικές και τουριστικές παραμέτρους να ενεργοποιήσει ένα ουσιαστικό άνοιγμα και να οδηγήσει σε πραγματικό γύρισμα σελίδας; Με τα σημερινά περιφερειακά και διεθνή δεδομένα, δεν είναι πιθανό να οδηγήσει μακριά η επαναφορά της φιλελεύθερης προσέγγισης και μάλιστα στην αφελέστερη εκδοχή της (ότι η οικονομία, το εμπόριο και η «χαμηλή πολιτική» γενικά μπορεί να αποβούν καθοριστικής σημασίας), η οποία έχει άλλωστε διαψευστεί στο παρελθόν. Ίσως κερδίσουμε χρόνο. Αυτό, από μόνο του, μπορεί να είναι θετικό – αλλά μόνον εάν αντιλαμβανόμαστε την σημασία και τα όριά του. Επί χρόνια επιμένω ότι πρέπει να επικεντρωθούμε στις προϋποθέσεις μιας «βιώσιμης ειρήνης». Η εμμονή αυτή, ενοχλητική για πολλούς, επιδιώκει να καταστήσει σαφή τη διάκριση μεταξύ ουσιαστικής αλλαγής χωρίς υποχωρήσεις στις τουρκικές αξιώσεις και απλής αποφυγής θερμών επεισοδίων.
Η βιώσιμη ειρήνη με την Τουρκία προϋποθέτει μια ιστορική αλλαγή πλεύσης της τουρκικής πολιτικής. Αντίθετα, ο μετεκλογικός Ερντογάν παίζει σκληρά: επιθυμεί εξοπλιστική και οικονομική ενίσχυση από τη Δύση με παράλληλη συνέχιση και ενίσχυση της διεύρυνσης της στρατηγικής αυτονομίας της Τουρκίας. Μέχρι και τον κραυγαλέα προσχηματικό τακτικισμό ότι η Τουρκία υποστηρίζει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ επιχειρούν να αξιοποιήσουν πολλοί διαμορφωτές της κοινής γνώμης στην ΕΕ και τις ΗΠΑ για να ευνοηθεί η μετεκλογική στρατηγική Ερντογάν.
Συμπέρασμα
Σε αυτό το περιβάλλον, στο οποίο η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έθεσε σε κίνηση δυνάμεις που προσβλέπουν σε μια βεβιασμένη διπολοποίηση, η διατυμπανιζόμενη επαναπροσέγγιση της Άγκυρας με τη Δύση θα πρέπει οπωσδήποτε να οδηγήσει και σε συγκεκριμένες, απτές αλλαγές στην τουρκική στρατηγική στην περιοχή μας. Κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται μέχρι στιγμής. Κατά συνέπεια, όπως πολλές φορές έχουμε επισημάνει στο παρελθόν, η Τουρκία δεν θα πρέπει να ευνοηθεί με ένα νέο πιστοποιητικό καλής διαγωγής ενώ παράλληλα προωθεί τα συμφέροντά της σε πολλές γωνιές του πλανήτη ενώ εμμένει στον δομικό αναθεωρητισμό (και όχι την συνήθη, ενδεχομένως παροδική και με διακυμάνσεις «επιθετικότητα», όπως λανθασμένα διακινείται) της «Γαλάζιας πατρίδας» στην περιοχή μας.
Εδώ πρέπει να γίνουν κατανοητές οι πραγματικές διαστάσεις των υπό εξέλιξη αναδιατάξεων. Η Ελλάδα, αξιόπιστος εταίρος του ΝΑΤΟ, πλήρες και οικονομικά επανακάμψαν μέλος της ΕΕ, θεσμικά ώριμη εσωτερικά και παράγοντας σταθερότητας στην περιοχή της, έχει κάθε λόγο να ενδιαφέρεται, παράλληλα, για έναν πλουραλιστικό κόσμο στον οποίο συνδυασμοί ήπιας και σκληρής ισχύος, εμπορικών, επιστημονικών, πολιτισμικών και συμβολικών αλληλεπιδράσεων, χερσαίων και θαλάσσιων παραγόντων, προσφέρουν ευκαιρίες κάθε είδους. Η βεβιασμένη και βίαιη προσπάθεια διπολοποίησης την οποία βιώνουμε ενέχει (σίγουρα) αυξημένους κινδύνους και (ενδεχομένως) μειωμένες ευκαιρίες.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα οφείλει να επιχειρήσει, στο μέτρο των δυνατοτήτων της, να συνδιαμορφώσει τις θέσεις των τόσο προνομιακών συλλογικών οντοτήτων στις οποίες συνειδητά και πλήρως μετέχει. Και πάντα με αξιοπιστία να ακολουθήσει, στη συνέχεια, τα όποια συμφωνηθέντα. Εκείνο όμως που δεν οφείλει να κάνει, είναι να διευκολύνει περαιτέρω την Τουρκία να συνεχίσει τον επεκτατικό και ταυτόχρονα διαιρετικό ρόλο της. Η εποικοδομητική αντίσταση την οποία προτείνω δεν θα είναι εύκολη. Οι σειρήνες πολλές, οι Οδυσσείς λίγοι. Ενόψει του δομικού τουρκικού αναθεωρητισμού (και όχι «επιθετικότητας», όπως διακινείται), τα ζητήματα που έθεσα τον Ιούνιο αναφορικά με τα όρια της υπό συζήτηση ελληνοτουρκικής προσέγγισης παραμένουν επίκαιρα και, μέχρι στιγμής, απολύτως ανοικτά.
*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου