Όπως αναμενόταν, η 1η σύνοδος του ελληνοτουρκικού Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας απέδωσε καρπούς μόνο στο επίπεδο της λεγόμενης «χαμηλής πολιτικής».
Ο Γιώργος Παπανδρέου ακολουθεί την τακτική που είχε εφαρμόσει την περίοδο 1999-2004 ως υπουργός Εξωτερικών. Επιχειρεί να διεμβολίσει τον σκληρό πυρήνα της ελληνοτουρκικής διένεξης, όταν θα έχει δημιουργήσει ένα καλό κλίμα και ένα πλέγμα συνεργασιών σε τομείς που δεν έχουν εθνική φόρτιση. Οι 21 συμφωνίες που υπογράφτηκαν αφορούν κυρίως αυτούς τους τομείς, καθώς και τη διαδικασία του διμερούς δομημένου διαλόγου.
Η μορφή αυτού του ...
διαλόγου είχε προταθεί με την επιστολή Ερντογάν και είναι αυτή που έχει υιοθετήσει η Τουρκία στις σχέσεις με τους άλλους γείτονές της.
Θετική εξέλιξη είναι η υπογραφή του πρωτοκόλλου επανεισδοχής των λαθρομεταναστών, αν και πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το προηγούμενο πρωτόκολλο ουσιαστικά δεν εφαρμοζόταν από την Άγκυρα. Το πλεονέκτημα του νέου πρωτοκόλλου είναι ότι ορίζει λιμάνι επανεισδοχής.
Και οι δύο ηγέτες απέφυγαν επιμελώς τα δύσκολα. Μπήκαν σ’ αυτά μόνο όταν τους υποχρέωσαν δημοσιογραφικές ερωτήσεις. Στον δημόσιο λόγο τους φάνηκε ότι στα ζητήματα υψηλής πολιτικής, όπως είναι το Αιγαίο, το χάσμα παραμένει. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, να συμβεί διαφορετικά. Η επίσκεψη Ερντογάν είναι η αφετηρία μιας διαπραγμάτευσης, η έκβαση της οποίας δεν μπορεί εκ των προτέρων να προεξοφληθεί.
Είναι αξιοσημείωτο ότι την ώρα των διμερών συνομιλιών κορυφής, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις συνέχιζαν την πάγια τακτική τους να δημιουργούν μικρά τετελεσμένα για να θέσουν υπό έλεγχο το ανατολικό Αιγαίο.
Στην Αθήνα κυριαρχεί το δόγμα «ο καλός Ερντογάν και οι κακοί στρατηγοί». Η πραγματικότητα είναι βεβαίως πιο σύνθετη. Στα ελληνοτουρκικά έχει επέλθει όσμωση μεταξύ των δύο πόλων εξουσίας στην Τουρκία. Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχουν και σοβαρές διαφορές κι όχι μόνο στο επίπεδο του ύφους και της ρητορικής. Το κεμαλικό κατεστημένο είναι φορέας του παραδοσιακού τουρκικού εθνικισμού. Επιδιώκει να ακυρώσει ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα (casus belli) και να αμφισβητήσει την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας («γκρίζες ζώνες»).
Ο Ταγίπ Ερντογάν δεν γίνεται σημαιοφόρος των τουρκικών επεκτατικών διεκδικήσεων, αλλά ούτε και παίρνει αποστάσεις. Ως φορέας της νεοοθωμανικής ιδεολογίας και στρατηγικής, επιχειρεί να καταστήσει την Τουρκία κέντρο και ηγεμόνα του μεταοθωμανικού χώρου.
Ο Τούρκος πρωθυπουργός έχει και πρόσθετο λόγο να μην επιθυμεί την ένταση με την Ελλάδα. Όπως αποδεικνύουν οι αποκαλύψεις για το σχέδιο «Βαριοπούλα», οι στρατηγοί σχεδίαζαν να προκαλέσουν θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο και στη Θράκη για να πυροδοτήσουν κλίμα εθνικιστικού πυρετού στην Τουρκία, με σκοπό να ανατρέψουν τη νεοοθωμανική κυβέρνηση.
Ο Ταγίπ Ερντογάν θέλει να αποφύγει τέτοιες παγίδες. Τον διευκολύνει να κρατάει χαμηλά τη θερμοκρασία στα ελληνοτουρκικά, επειδή προτεραιότητά του είναι να εξουδετερώσει το «βαθύ κράτος». Με άλλα λόγια, στο επίπεδο των δύο κυβερνήσεων η συγκυρία ευνοεί το κλίμα ύφεσης. Στο ίδιο πλαίσιο εγγράφεται και η προς το παρόν αφηρημένη ιδέα του για αμοιβαία μείωση εξοπλισμών. Στο επίπεδο του ελληνοτουρκικού συσχετισμού δυνάμεων, άλλωστε, η υπεροπλία της γείτονος είναι δεδομένη.
Έτσι κι αλλιώς η Τουρκία βρίσκεται σε προχωρημένη φάση υλοποίησης ενός μεγάλου εξοπλιστικού προγράμματος, το οποίο δεν πρόκειται, βεβαίως, να σταματήσει. Η δρομολόγηση του διμερούς δομημένου διαλόγου μοιάζει εθνικά ανώδυνη διαδικασία. Στην πραγματικότητα, δεν είναι. Οι υπουργοί Εξωτερικών, με την εποπτεία των πρωθυπουργών, θα επιληφθούν και του σκληρού πυρήνα της διένεξης, όταν οι διερευνητικές επαφές, που εντατικοποιούνται, θα έχουν προετοιμάσει επαρκώς το έδαφος.
Με άλλα λόγια, ο δομημένος διάλογος θα μετεξελιχθεί αναπόφευκτα σε εφ' όλης της ύλης διαπραγμάτευση. Η Ελλάδα θα εισέλθει σ’ έναν ολισθηρό δρόμο.
Παγίδες κρύβουν και ορισμένες πτυχές της οικονομικής συνεργασίας. Οι Τούρκοι προτείνουν πιεστικά να διασυνδέσουν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου με τη Μικρά Ασία σε επίπεδο ενέργειας, υδροδότησης κ.λπ. Στόχος τους είναι να εξαρτήσουν τα νησιά και διά της διολισθήσεως σταδιακά να τα εντάξουν στον δικό τους οικονομικό χώρο.
Η Άγκυρα χρησιμοποιεί ορισμένα είδη οικονομικής συνεργασίας ως μορφή «ήπιας ισχύος». Εκτός αυτού, η οξύτατη κρίση στην Ελλάδα συρρικνώνει τη διαπραγματευτική της δύναμη, ειδικά όταν έχει απέναντί της τη μεγαλύτερη και ενδυναμωμένη αυτή την περίοδο Τουρκία…
Από την Καθημερινή της Κυριακής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου