Πέρασαν σχεδόν δέκα χρόνια από το ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης και η Ευρώπη πανηγυρίζει.
Η Ελλάδα, όμως, ζει στη δική της πραγματικότητα, στην πραγματικότητα των μνημονίων και της οικονομικής στασιμότητας, των capital controls, της ανεργίας και των προβλημάτων σε κάθε τομέα της πραγματικής οικονομίας...
Πριν από λίγες ημέρες συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από τις 9 Αυγούστου του 2007, όταν η BNP Paribas πάτησε το κουμπί για να ξεσπάσει η μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική κρίση στις δύο όχθες του Ατλαντικού από τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930.
Οι ευρωπαϊκές Αρχές, λοιπόν, βρήκαν μία πολύ καλή αφορμή για να «διαφημίσουν» τις πολιτικές αποφάσεις που λήφθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης που κλόνισε την ήπειρο.
Ανώτεροι αξιωματούχοι όπως ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Valdis Dombrovskis και ο Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων, Pierre Moscovici, δεν έχασαν την ευκαιρία να… πανηγυρίσουν.
Έσπευσαν να κηρύξουν το τέλος της κρίσης και την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας. Την ίδια ώρα, αναλυτές βλέπουν τεράστια πρόοδο στις περισσότερες χώρες-μέλη, όπως για παράδειγμα, στον τομέα της ανεργίας, όπου ακόμα και η Ελλάδα μια μικρή μείωση την έχει εμφανίσει.
Όμως, όσο και αν η Ευρώπη θέλει να πιστεύει ότι η κρίση πέρασε, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα που δεν μπορεί με τίποτα να ξεφύγει από τα μνημόνια, ενώ υπολείπεται και στο ζήτημα των μεταρρυθμίσεων.
Οι χώρες που προχώρησαν σε μεταρρυθμίσεις κατάφεραν να κάνουν την ευρύτερη οικονομία της Ευρωζώνης πιο ελκυστική, κυρίως για τις επιχειρήσεις.
Κάτι που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες βελτίωσαν σημαντικά τη θέση τους στην παγκόσμια κατάταξη σε ότι αφορά το επιχειρηματικό περιβάλλον και τη διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας σε σύγκριση με το 2008.
Η Ελλάδα μπορεί να έχει ανέλθει από την 109η στην 61η, κερδίζοντας 48 ολόκληρες θέσεις, όμως και πάλι η σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη είναι απογοητευτική. Η Πορτογαλία, για παράδειγμα, μία χώρα που πέρασε και αυτή από μνημόνια, έχει βρεθεί στην 25η θέση από την 40η.
Σύμφωνα με την Capital Economics, υπάρχουν δύο αδύναμοι κρίκοι στην Ευρώπη. Η Ελλάδα ως μόνιμη εστία αβεβαιότητας όσο δεν ξεπερνάει τα προβλήματά της και η Ιταλία, η οποία έχει αντιμετωπίσει σημαντικές δυσκολίες στην προσπάθειά της να αναπτυχθεί τα χρόνια που βρίσκεται μέσα στην Ευρωζώνη.
Η Ευρωζώνη ξεπέρασε, τουλάχιστον φαινομενικά – την κρίση χρέους αλλά συνεχίζουν την προσπάθειά τους να μειώσουν το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Σε έξι χώρες το δημόσιο χρέος βρίσκεται άνω του 100% του ΑΕΠ με την Ελλάδα και την Ιταλία να έχουν τα υψηλότερα ποσοστά. Άλλωστε, της Ελλάδας είναι το δεύτερο υψηλότερο στον κόσμο, μετά της Ιαπωνίας.
Οι τράπεζες, από την πλευρά τους, βρίσκονται σε καλύτερη θέση σε σχέση με το 2007 ή το 2008 καθώς έχουν περάσει από αλλεπάλληλες ανακεφαλαιοποιήσεις.
Ειδικότερα, οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν από τους υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας αυτή τη στιγμή, όταν το 2008 υπολείπονταν κατά πολύ του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Παρ’ όλα αυτά, το ΔΝΤ συνεχίζει να υποστηρίζει ότι χρειάζονται κεφαλαιακό «μαξιλάρι» άνω των 10 δισ. ευρώ για να καλύψουν τις ζημιές που ενδεχομένως θα προκύψουν από τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων.
Υπενθυμίζεται ότι το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στις ελληνικές τράπεζες είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη.
Μία ακόμη θλιβερή «εξαίρεση» είναι τα capital controls. Αν και η Κύπρος ήταν η χώρα που γεύτηκε την πικρή γεύση του «κουρέματος» στις καταθέσεις και των κεφαλαιακών περιορισμών, η Ελλάδα είναι αυτή που δείχνει ότι πολύ δύσκολα θα τα αποσύρει.
Η Κύπρος κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια όχι μόνο να βελτιώσει τα οικονομικά της στοιχεία, να βγει από το μνημόνιο αλλά και να δανείζεται από τις αγορές με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια.
Το Μνημόνιο Τσίπρα και τα δύο «χαμένα» χρόνια
Επιχειρηµατικά κέρδη αξίας 4,3 δισ. ευρώ εξαερώθηκαν, φορολογία και χαράτσια αυξήθηκαν κατά 4,7 δισ., ενώ χάθηκε περιουσία 2,9 δισ. ευρώ. Ο λόγος για έναν πρώτο απολογισµό των ετών 3ου Μνηµονίου για την ελληνική αγορά και οικονοµία. Έφερε 16,7 δισ. ευρώ µέτρα, αλλά και 64.182 «λουκέτα».
Ψηφίστηκε από τη Βουλή στις 14 Αυγούστου του 2015 και ουσιαστικά τέθηκε σε ισχύ στις 20 του ίδιου µήνα.
Δύο χρόνια µετά, η ελληνική οικονοµία έχει να επιδείξει ως επίτευγµα µία δοκιµαστική έξοδο στις αγορές και έναν ισχνό ρυθµό ανάκαµψης, τα αιµατηρά για την κοινωνία και την αγορά πλεονάσµατα και την ολοκλήρωση 2 αξιολογήσεων (µία ετησίως αντί για µία ανά τρίµηνο).
Η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση δεν ήρθε, η οριστική συµφωνία για το χρέος παραµένει σε εκκρεµότητα, όπως επίσης και το τέλος των µνηµονίων. Η λήξη του υφιστάµενου σε έναν χρόνο, τον Αύγουστο του 2018, απαιτεί έως τότε η Ελλάδα να έχει βρει τον οριστικό βηµατισµό της αυτόνοµα στις αγορές, στις ανάπτυξη και στην ευηµερία.
Τα στοιχεία από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΛΣΤΑΤ, την Τράπεζα της Ελλάδος, το υπουργείο Οικονοµικών και άλλες πηγές που παρουσιάζει το «Κεφάλαιο» και αναδημοσιεύει το Capital.gr για τη κατάσταση της οικονοµίας και της αγοράς, τότε και σήµερα, δείχνουν ότι παρά τα 367 προαπαιτούµενα που έγιναν ή δροµολογούνται, ακόµη η οικονοµία δεν έχει βγει από το τούνελ.
Οι εξαγωγές –παρά τα σηµάδια ανάκαµψης των τελευταίων µηνών– παραµένουν σε αξία χαµηλότερες κατά 4 δισ. ευρώ σε σχέση µε τα επίπεδα του 2015 σύµφωνα µε τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (σ.σ. τα τελευταία στοιχεία φτάνουν έως και το 1ο τρίµηνο του 2017). Οι επενδύσεις (οι οποίες είχαν ήδη εξαερωθεί αφού βρισκόντουσαν σε επίπεδα πάνω των 50 δισ. ευρώ προ κρίσης) µειώθηκαν την τελευταία 2ετία κατά 1,2 δισ. ευρώ.
Το ΑΕΠ, σύµφωνα µε τα ίδια στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σηµειώνει απώλειες 1,3 δισ. ευρώ σε σχέση µε το 2015 και η κατανάλωση είναι µειωµένη κατά 1,2 δισ. ευρώ. Παρά τα κοινωνικά πακέτα της κυβέρνησης η αύξηση στο εισόδηµα εξαρτηµένης εργασίας την τελευταία διετία είναι µόνο 699 εκατ. ευρώ.
Άλλωστε το ποσοστό ανεργίας (στο 21,7% τον Ιούνιο του 2017) παραµένει, όπως ανακοίνωσε την προηγούµενη Πέµπτη η Κοµισιόν, στα υψηλότερα επίπεδα στην Ε.Ε., όταν ο µέσος όρος στα κράτη υποχώρησε στο 9,1%, δηλαδή στα χαµηλότερα επίπεδα από το 2009 κάνοντας την Κοµισιόν να πανηγυρίζει για το τέλος της 10ετούς κρίσης.
Τα λουκέτα
Σύµφωνα µε τα στοιχεία του ΓΕΜΗ την τελευταία διετία τα λουκέτα στην αγορά έφτασαν σε 64.182. Και τούτο λόγω της υπερφορολόγησης, της αδυναµίας παροχής ρευστότητας από τις τράπεζες και της στάσης πληρωµών του Κράτους.
Παρά την καταβολή δόσεων από το δάνειο του ESM για την πληρωµή οφειλών, συνεχώς νέα «φέσια» δηµιουργούνται µε αποτέλεσµα ακόµη και σήµερα το κράτος να χρωστά σε ιδιώτες, προµηθευτές, συµβασιούχους, φορολογούµενους και συνταξιούχους επισήµως πάνω από 5,2 δισ. ευρώ.
O τελικός λογαριασµός είναι υψηλότερος αν προσµετρηθούν µη βεβαιωµένες επιστροφές φόρων και εκκρεµείς συνταξιοδοτήσεις που δεν εγγράφονται στις επίσηµες στατιστικές του ΥΠΟΙΚ.
Φορολαίλαπα
Τα τελευταία διαθέσιµα στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι συνολικά οι φόροι και εισφορές έχουν αυξηθεί την τελευταία διετία κατά 4,7 δισ. ευρώ, ενώ η αύξηση των εισφορών έφτασε στο 1,3 δισ. ευρώ.
Στα 3,4 δισ. ευρώ υπολογίζεται η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης µε το µεγαλύτερο µερίδιο να πληρώνουν οι επιχειρηµατίες: οι φόροι στην παραγωγή και στις εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 2,3 δισ. ευρώ, ενώ κατά 1,1 δισ. ευρώ υπολογίζεται ότι αυξήθηκαν οι φόροι εισοδήµατος, πλούτου και άλλων κατηγοριών.
Το «αγκάθι» σε καταθέσεις και σε ρευστότητα
Η έξοδος από τα µνηµόνια και από την επιτήρηση για µεγάλη µερίδα των στελεχών που µετέχουν στις διαπραγµατεύσεις συνδέεται µε τον τραπεζικό τοµέα.
Δηλαδή µε την επιστροφή των καταθέσεων, αλλά και µε την επακόλουθη έξοδο από τα capital controls και την αύξηση του ρυθµού χορηγήσεων νέων δανείων.
Ωστόσο, προς το παρόν τα στοιχεία του τραπεζικού συστήµατος δείχνουν ότι ο δρόµος είναι µακρύς. Από την ελεύθερη πτώση των καταθέσεων που ακολούθησε τα γεγονότα του 2015 ελάχιστη είναι µέχρι στιγµής η πρόοδος.
Τότε οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων µειώθηκαν κατά 27%, ενώ σύµφωνα µε τα στοιχεία του Ιουνίου του 2017 η αύξησή του ήταν µόλις 3,4%
Η αξία των µη εξυπηρετούµενων δανείων δεν µειώνεται «σφίγγοντας τη θηλιά» στον ιδιωτικό τοµέα µέσω της χαµηλής χορήγησης νέων δανείων.
Και η «θηλιά» επιδεινώνεται και από τη δηµοσιονοµική αδυναµία του Κράτους να επενδύσει, αλλά και από το «αγκάθι» των ληξιπρόθεσµων οφειλών του Κράτους προς ιδιώτες.
Τα 367 προαπαιτούµενα και οι εκκρεµότητες
Τις µέρες του… χρόνου ξεπέρασαν τα προαπαιτούµενα του 3ου Μνηµονίου. Έφτασαν αισίως στα 367, σύµφωνα µε στοιχεία της Κοµισιόν.
Στην αρχική συµφωνία του 2015 οι δόσεις συνδέθηκαν µε 58 απαιτούµενα, ακολούθησαν 56 µε την πρώτη αξιολόγηση και 140 µε αυτή που ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο. Πλέον η κυβέρνηση οφείλει να φέρει εις πέρας 66 για την 3η αξιολόγηση, ενώ αν προσθέσουµε σε αυτές και εκείνες που θα ακολουθήσουν το σύνολο των παρεµβάσεων φτάνει τις 113.
Η αξία των µέτρων
Μαζί µε τα 6,5 δισ. ευρώ των παρεµβάσεων (2018-2021) που θεσπίστηκαν τον προηγούµενο Μάιο, η συνολική αξία των µέτρων του 3ου Μνηµονίου φτάνει στα 16,7 δισ. ευρώ σύµφωνα µε στοιχεία της Επιτροπής και του ΥΠΟΙΚ.
Περιλαµβάνουν 3,2 δισ. ευρώ της συµφωνίας του 2015, ακόµη 5,6 δισ. ευρώ που συµφωνήθηκαν πέρυσι αλλά και µέτρα αξίας 1,4 δισ. ευρώ του 2016 που δεν προστέθηκαν στον επίσηµο «λογαριασµό» και ήταν ένα «µαξιλάρι» ασφαλείας έναντι παρεκκλίσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου