Καθώς πλησιάζει η ώρα μηδέν, η 30ή Ιουνίου –ημερομηνία κατά την οποία λήγει η παράταση του ελληνικού προγράμματος και πρέπει η Ελλάδα να αποπληρώσει 1,6 δισ. ευρώ στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο– περίπου άπαντες που συμμετέχουν ή απλά παρακολουθούν τη διαπραγμάτευση της Αθήνας με τους πιστωτές της έχουν εξαντληθεί.
Υστερα από πέντε μήνες διαβουλεύσεων σε τεχνικό και πολιτικό επίπεδο, η αμοιβαία καχυποψία έχει κορυφωθεί, ενώ τα μέτρα που απαιτούνται ακόμα και για τον πολύ χαμηλότερο στόχο για το φετινό πρωτογενές πλεόνασμα (1% του ΑΕΠ) έχουν πολλαπλασιαστεί, καθώς η οικονομία έχει βυθιστεί ξανά στην ύφεση...
Η «Κ» επιχειρεί να πιάσει από την αρχή το νήμα αυτής της ταραχώδους διαπραγμάτευσης, μιας Οδύσσειας που μοιάζει να μη βρίσκει την Ιθάκη της, και να συμβάλει στην κατανόηση του σημερινού αδιεξόδου.
Πρώτη φάση
Ο δρόμος προς την 20ή Φεβρουαρίου
Η πρώτη κρίσιμη απόφαση της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ για τη διαπραγμάτευση ήταν η τοποθέτηση του Γιάνη Βαρουφάκη στο υπουργείο Οικονομικών. Ο πληθωρικός ακαδημαϊκός μάλιστα πρόλαβε την κυβέρνηση και ανακοίνωσε μόνος του τον διορισμό του μέσω του προσωπικού του ιστολογίου. Στο σχετικό κείμενο, στις 27 Ιανουαρίου, δήλωνε την πρόθεση να συνεχίσει να αναρτά τις σκέψεις του, και να αποζημιώσει τους αναγνώστες του για τη συντομία των αναρτήσεων με «πιο ζουμερές» απόψεις και σχόλια.
Στην πρώτη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, στις 29 Ιανουαρίου, ο Αλέξης Τσίπρας τονίζει ότι «δεν σκοπεύουμε να πάμε για ρήξη, δεν θα συνεχίσουμε όμως και την καταστροφή». Στόχος της διαπραγμάτευσης, όπως είπε, είναι η αναζήτηση «μιας δίκαιης, βιώσιμης και αμοιβαία επωφελούς λύσης». Την επομένη μέρα, κατά την επίσκεψη του προέδρου του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ στην Αθήνα, ο κ. Βαρουφάκης τον αφήνει άναυδο δηλώνοντας την πρόθεση της νέας κυβέρνησης να μη συνεργαστεί με την τρόικα.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 4 Φεβρουαρίου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναστέλλει την εξαίρεση (waiver) που επέτρεπε στις ελληνικές τράπεζες να δανείζονται από τη Φρανκφούρτη χρησιμοποιώντας ως ενέχυρο χρεόγραφα ή εγγυήσεις του ελληνικού Δημοσίου, παρά τη χαμηλή πιστοληπτική του αξιολόγηση. Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ δικαιολογεί την απόφαση κάνοντας αναφορά στην αβεβαιότητα για την έκβαση της τελευταίας αξιολόγησης του δεύτερου προγράμματος. Ξεκινάει έτσι η περίοδος της εξάρτησης των ελληνικών τραπεζών από τον έκτακτο μηχανισμό ELA της Τράπεζας της Ελλάδος, το κόστος δανεισμού από τον οποίο είναι σημαντικά υψηλότερο.
Ακολουθεί ένα μπαράζ από Eurogroup –τρία μεταξύ 11-20 Φεβρουαρίου– ώστε να βρεθεί ένα νέο πλαίσιο συνεννόησης πριν από τις 28 Φεβρουαρίου, ημερομηνία λήξης της δίμηνης παράτασης που είχε εξασφαλίσει η κυβέρνηση Σαμαρά. Η τάση του κ. Βαρουφάκη να παραδίδει στους ομολόγους του μακροοικονομικές διαλέξεις, εξηγώντας τα λάθη τους, δεν βοηθά στην εξεύρεση κοινού τόπου. Την τελευταία στιγμή, μετά το πρώτο τηλεφώνημα μεταξύ Τσίπρα - Μέρκελ την προηγούμενη μέρα και με την απειλή των κεφαλαιακών ελέγχων ορατή στον ορίζοντα, η Αθήνα και οι πιστωτές καταλήγουν στη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου για τετράμηνη παράταση του προγράμματος. Οπως θα γινόταν άμεσα ξεκάθαρο ωστόσο, οι δύο πλευρές είχαν διαβάσει πολύ διαφορετικά πράγματα στο κοινό ανακοινωθέν.
Ο δρόμος προς την 20ή Φεβρουαρίου
Η πρώτη κρίσιμη απόφαση της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ για τη διαπραγμάτευση ήταν η τοποθέτηση του Γιάνη Βαρουφάκη στο υπουργείο Οικονομικών. Ο πληθωρικός ακαδημαϊκός μάλιστα πρόλαβε την κυβέρνηση και ανακοίνωσε μόνος του τον διορισμό του μέσω του προσωπικού του ιστολογίου. Στο σχετικό κείμενο, στις 27 Ιανουαρίου, δήλωνε την πρόθεση να συνεχίσει να αναρτά τις σκέψεις του, και να αποζημιώσει τους αναγνώστες του για τη συντομία των αναρτήσεων με «πιο ζουμερές» απόψεις και σχόλια.
Στην πρώτη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, στις 29 Ιανουαρίου, ο Αλέξης Τσίπρας τονίζει ότι «δεν σκοπεύουμε να πάμε για ρήξη, δεν θα συνεχίσουμε όμως και την καταστροφή». Στόχος της διαπραγμάτευσης, όπως είπε, είναι η αναζήτηση «μιας δίκαιης, βιώσιμης και αμοιβαία επωφελούς λύσης». Την επομένη μέρα, κατά την επίσκεψη του προέδρου του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ στην Αθήνα, ο κ. Βαρουφάκης τον αφήνει άναυδο δηλώνοντας την πρόθεση της νέας κυβέρνησης να μη συνεργαστεί με την τρόικα.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 4 Φεβρουαρίου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναστέλλει την εξαίρεση (waiver) που επέτρεπε στις ελληνικές τράπεζες να δανείζονται από τη Φρανκφούρτη χρησιμοποιώντας ως ενέχυρο χρεόγραφα ή εγγυήσεις του ελληνικού Δημοσίου, παρά τη χαμηλή πιστοληπτική του αξιολόγηση. Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ δικαιολογεί την απόφαση κάνοντας αναφορά στην αβεβαιότητα για την έκβαση της τελευταίας αξιολόγησης του δεύτερου προγράμματος. Ξεκινάει έτσι η περίοδος της εξάρτησης των ελληνικών τραπεζών από τον έκτακτο μηχανισμό ELA της Τράπεζας της Ελλάδος, το κόστος δανεισμού από τον οποίο είναι σημαντικά υψηλότερο.
Ακολουθεί ένα μπαράζ από Eurogroup –τρία μεταξύ 11-20 Φεβρουαρίου– ώστε να βρεθεί ένα νέο πλαίσιο συνεννόησης πριν από τις 28 Φεβρουαρίου, ημερομηνία λήξης της δίμηνης παράτασης που είχε εξασφαλίσει η κυβέρνηση Σαμαρά. Η τάση του κ. Βαρουφάκη να παραδίδει στους ομολόγους του μακροοικονομικές διαλέξεις, εξηγώντας τα λάθη τους, δεν βοηθά στην εξεύρεση κοινού τόπου. Την τελευταία στιγμή, μετά το πρώτο τηλεφώνημα μεταξύ Τσίπρα - Μέρκελ την προηγούμενη μέρα και με την απειλή των κεφαλαιακών ελέγχων ορατή στον ορίζοντα, η Αθήνα και οι πιστωτές καταλήγουν στη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου για τετράμηνη παράταση του προγράμματος. Οπως θα γινόταν άμεσα ξεκάθαρο ωστόσο, οι δύο πλευρές είχαν διαβάσει πολύ διαφορετικά πράγματα στο κοινό ανακοινωθέν.
Δεύτερη φάση
Από την πρώτη παράταση ώς το Βερολίνο
Λίγες μέρες μετά την 20ή Φεβρουαρίου, ο κ. Βαρουφάκης αναφέρεται στη «δημιουργική ασάφεια» ως γνώρισμα της συμφωνίας του Εurogroup που ήταν επιθυμητό τόσο από την ελληνική κυβέρνηση όσο και από τους εταίρους της. Με το ξεκίνημα όμως της διαδικασίας διάλυσης της ασάφειας, άρχισαν να πυκνώνουν ξανά τα σύννεφα στη διαπραγμάτευση.
Οι ελληνικές μεταρρυθμιστικές προτάσεις, που έστειλε η Αθήνα ως αντικατάστατα των απαιτήσεων των «θεσμών» (όπως είχε πλέον μετονομαστεί η τρόικα), δεν έπειθαν τους πιστωτές. Ορισμένες μάλιστα, όπως οι καλωδιωμένοι τουρίστες που θα στρατολογούνταν για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, προκάλεσαν μάλλον χλεύη παρά συνέβαλαν σε ένα κλίμα οικοδόμησης εμπιστοσύνης.
Αυτή επίσης ήταν η περίοδος της αδυναμίας συνεννόησης μεταξύ «θεσμών» και κυβέρνησης όσον αφορά τη μέθοδο αξιολόγησης. Ιδιαίτερα ευαίσθητη στη διατήρηση της ψευδαίσθησης ότι το μνημόνιο και η αξιολόγηση ανήκαν στο παρελθόν, η συγκυβέρνηση δεν επέτρεπε στα στελέχη των τεχνικών κλιμακίων να επισκέπτονται υπουργεία. Στις συναντήσεις που οργανώνονταν σε διάφορα ξενοδοχεία του κέντρου, οι εκπρόσωποι των υπουργών συνήθως αρνούνταν οποιαδήποτε συζήτηση επί της ουσίας. Στο Εurogroup της 9ης Μαρτίου, ο κ. Ντάισελμπλουμ εξέφρασε τον εκνευρισμό των εταίρων για την κατάσταση αυτή, σημειώνοντας ότι «έχουμε περάσει τις τελευταίες δύο εβδομάδες συζητώντας ποιος θα συναντήσει ποιον, πού, και με τι σύνθεση. Ηταν χρόνος που σπαταλήθηκε εντελώς άσκοπα».
Παράλληλα, στις διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες, ο πρόεδρος του ΣΟΕ, Γ. Χουλιαράκης –που είχε εισπράξει θετικά σχόλια από πολλούς στην Ευρώπη ως εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Εurogroup– είχε σε σημαντικό βαθμό υποκατασταθεί από τον γ.γ. Δημοσιονομικής Πολιτικής Ν. Θεοχαράκη και την Ελενα Παναρίτη (αμφότεροι έμπιστοι του κ. Βαρουφάκη). Ο συνδυασμός επιθετικότητας και έλλειψης σοβαρών προτάσεων που χαρακτήριζε το διαπραγματευτικό τους ύφος είχε συμβάλει σημαντικά στην επιδείνωση του κλίματος.
Κάπως έτσι φτάσαμε στη νέα όξυνση της κρίσης στις σχέσεις Αθήνας - πιστωτών, που κλήθηκε να διαχειριστεί ο πρωθυπουργός – πρώτα στην επταμερή συνάντηση στις Βρυξέλλες στις 19 Μαρτίου, και μετά, στις 23 του μηνός, στην πρώτη διμερή συνάντησή του στο Βερολίνο με την Αγκελα Μέρκελ. Στις συναντήσεις αυτές φάνηκε ο κ. Τσίπρας να εσωτερικεύει το μήνυμα ότι χρειάζεται να παρουσιάσει ένα αυστηρά κοστολογημένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, και να βελτιώσει θεαματικά τη συνεργασία της κυβέρνησής του με τα τεχνικά κλιμάκια. Η συνέχεια, όμως, και πάλι θα απογοήτευε.
Από την πρώτη παράταση ώς το Βερολίνο
Λίγες μέρες μετά την 20ή Φεβρουαρίου, ο κ. Βαρουφάκης αναφέρεται στη «δημιουργική ασάφεια» ως γνώρισμα της συμφωνίας του Εurogroup που ήταν επιθυμητό τόσο από την ελληνική κυβέρνηση όσο και από τους εταίρους της. Με το ξεκίνημα όμως της διαδικασίας διάλυσης της ασάφειας, άρχισαν να πυκνώνουν ξανά τα σύννεφα στη διαπραγμάτευση.
Οι ελληνικές μεταρρυθμιστικές προτάσεις, που έστειλε η Αθήνα ως αντικατάστατα των απαιτήσεων των «θεσμών» (όπως είχε πλέον μετονομαστεί η τρόικα), δεν έπειθαν τους πιστωτές. Ορισμένες μάλιστα, όπως οι καλωδιωμένοι τουρίστες που θα στρατολογούνταν για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, προκάλεσαν μάλλον χλεύη παρά συνέβαλαν σε ένα κλίμα οικοδόμησης εμπιστοσύνης.
Αυτή επίσης ήταν η περίοδος της αδυναμίας συνεννόησης μεταξύ «θεσμών» και κυβέρνησης όσον αφορά τη μέθοδο αξιολόγησης. Ιδιαίτερα ευαίσθητη στη διατήρηση της ψευδαίσθησης ότι το μνημόνιο και η αξιολόγηση ανήκαν στο παρελθόν, η συγκυβέρνηση δεν επέτρεπε στα στελέχη των τεχνικών κλιμακίων να επισκέπτονται υπουργεία. Στις συναντήσεις που οργανώνονταν σε διάφορα ξενοδοχεία του κέντρου, οι εκπρόσωποι των υπουργών συνήθως αρνούνταν οποιαδήποτε συζήτηση επί της ουσίας. Στο Εurogroup της 9ης Μαρτίου, ο κ. Ντάισελμπλουμ εξέφρασε τον εκνευρισμό των εταίρων για την κατάσταση αυτή, σημειώνοντας ότι «έχουμε περάσει τις τελευταίες δύο εβδομάδες συζητώντας ποιος θα συναντήσει ποιον, πού, και με τι σύνθεση. Ηταν χρόνος που σπαταλήθηκε εντελώς άσκοπα».
Παράλληλα, στις διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες, ο πρόεδρος του ΣΟΕ, Γ. Χουλιαράκης –που είχε εισπράξει θετικά σχόλια από πολλούς στην Ευρώπη ως εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Εurogroup– είχε σε σημαντικό βαθμό υποκατασταθεί από τον γ.γ. Δημοσιονομικής Πολιτικής Ν. Θεοχαράκη και την Ελενα Παναρίτη (αμφότεροι έμπιστοι του κ. Βαρουφάκη). Ο συνδυασμός επιθετικότητας και έλλειψης σοβαρών προτάσεων που χαρακτήριζε το διαπραγματευτικό τους ύφος είχε συμβάλει σημαντικά στην επιδείνωση του κλίματος.
Κάπως έτσι φτάσαμε στη νέα όξυνση της κρίσης στις σχέσεις Αθήνας - πιστωτών, που κλήθηκε να διαχειριστεί ο πρωθυπουργός – πρώτα στην επταμερή συνάντηση στις Βρυξέλλες στις 19 Μαρτίου, και μετά, στις 23 του μηνός, στην πρώτη διμερή συνάντησή του στο Βερολίνο με την Αγκελα Μέρκελ. Στις συναντήσεις αυτές φάνηκε ο κ. Τσίπρας να εσωτερικεύει το μήνυμα ότι χρειάζεται να παρουσιάσει ένα αυστηρά κοστολογημένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, και να βελτιώσει θεαματικά τη συνεργασία της κυβέρνησής του με τα τεχνικά κλιμάκια. Η συνέχεια, όμως, και πάλι θα απογοήτευε.
Τρίτη φάση
Ο σκληρός Απρίλιος
Παρά το θετικό κλίμα μεταξύ των δύο ηγετών στο Βερολίνο, η πρόοδος των διαπραγματεύσεων στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες ήταν μάλλον ανεπαίσθητη. Οι φόβοι χρεοκοπίας της Ελλάδας οδήγησαν την ΕΚΤ στα τέλη Μαρτίου να απαγορεύσει στις ελληνικές τράπεζες να αγοράσουν περισσότερα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου – παρότι το συνολικό τους χαρτοφυλάκιο ήταν σημαντικά χαμηλότερο από το όριο των 15 δισ. ευρώ που είχαν επιβάλει οι πιστωτές.
Ο Απρίλιος σημαδεύτηκε από δύο επισκέψεις του Γ. Βαρουφάκη στην Ουάσιγκτον. Η πρώτη έλαβε χώρα Μεγάλη Δευτέρα, 6 Απριλίου, και έμεινε στην αιωνιότητα για τη δημόσια διαβεβαίωση του υπουργού, μετά τη συνάντησή του με την Κριστίν Λαγκάρντ, ότι η Ελλάδα θα εξυπηρετεί τις οφειλές της προς το ΔΝΤ «εις το διηνεκές». Είχαν προηγηθεί διαρροές ότι η κυβέρνηση, μη έχοντας εξασφαλίσει χρηματοδότηση ως μέρος της συμφωνίας της 20ής Φεβρουαρίου, ίσως να μην κατέβαλε τη δόση ύψους 450 εκατ. ευρώ που έπρεπε να πληρωθεί στις 9 του μηνός. Οπως μετέδωσαν κάποιες μέρες αργότερα οι Financial Times, o κ. Βαρουφάκης βολιδοσκόπησε τη στάση του ΔΝΤ απέναντι στο ενδεχόμενο της καθυστέρησης καταβολής μελλοντικών δόσεων. Η κ. Λαγκάρντ ήταν αρνητική.
Ο σκληρός Απρίλιος
Παρά το θετικό κλίμα μεταξύ των δύο ηγετών στο Βερολίνο, η πρόοδος των διαπραγματεύσεων στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες ήταν μάλλον ανεπαίσθητη. Οι φόβοι χρεοκοπίας της Ελλάδας οδήγησαν την ΕΚΤ στα τέλη Μαρτίου να απαγορεύσει στις ελληνικές τράπεζες να αγοράσουν περισσότερα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου – παρότι το συνολικό τους χαρτοφυλάκιο ήταν σημαντικά χαμηλότερο από το όριο των 15 δισ. ευρώ που είχαν επιβάλει οι πιστωτές.
Ο Απρίλιος σημαδεύτηκε από δύο επισκέψεις του Γ. Βαρουφάκη στην Ουάσιγκτον. Η πρώτη έλαβε χώρα Μεγάλη Δευτέρα, 6 Απριλίου, και έμεινε στην αιωνιότητα για τη δημόσια διαβεβαίωση του υπουργού, μετά τη συνάντησή του με την Κριστίν Λαγκάρντ, ότι η Ελλάδα θα εξυπηρετεί τις οφειλές της προς το ΔΝΤ «εις το διηνεκές». Είχαν προηγηθεί διαρροές ότι η κυβέρνηση, μη έχοντας εξασφαλίσει χρηματοδότηση ως μέρος της συμφωνίας της 20ής Φεβρουαρίου, ίσως να μην κατέβαλε τη δόση ύψους 450 εκατ. ευρώ που έπρεπε να πληρωθεί στις 9 του μηνός. Οπως μετέδωσαν κάποιες μέρες αργότερα οι Financial Times, o κ. Βαρουφάκης βολιδοσκόπησε τη στάση του ΔΝΤ απέναντι στο ενδεχόμενο της καθυστέρησης καταβολής μελλοντικών δόσεων. Η κ. Λαγκάρντ ήταν αρνητική.
H δεύτερη επίσκεψη του Ελληνα υπουργού, δέκα μέρες αργότερα στο πλαίσιο της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ, πήγε ακόμα χειρότερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον απόηχο της συνάντησης που είχε μαζί του, o Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Τζακ Λιου, μίλησε ασυνήθιστα ευθέως, τονίζοντας: «Αυτό [η διαπραγμάτευση] δεν επιλύεται με ομιλίες, δεν επιλύεται με ρητορική. Επιλύεται με σκληρή τεχνική δουλειά».
Αυστηρό μήνυμα, τις μέρες εκείνες, έστειλε και ο ίδιος ο πρόεδρος Ομπάμα, δηλώνοντας ότι είχε παροτρύνει τον Αλέξη Τσίπρα να πάρει τις «σκληρές αποφάσεις» για μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η Ελλάδα.
Αυστηρό μήνυμα, τις μέρες εκείνες, έστειλε και ο ίδιος ο πρόεδρος Ομπάμα, δηλώνοντας ότι είχε παροτρύνει τον Αλέξη Τσίπρα να πάρει τις «σκληρές αποφάσεις» για μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η Ελλάδα.
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για τον κ. Βαρουφάκη ήρθε στο Eurogroup στη Ρίγα, στις 24 Απριλίου. Ο Ελληνας υπουργός δέχθηκε εντονότατη κριτική για την έλλειψη προόδου στις διαπραγματεύσεις και δεν συμμετείχε στο επίσημο δείπνο με τους ομολόγους του. Δύο μέρες αργότερα, ο κ. Τσίπρας προχώρησε σε ανασχηματισμό της ομάδας διαπραγμάτευσης, με τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών Ευκλείδη Τσακαλώτο να τίθεται επικεφαλής του πολιτικού σκέλους, τον κ. Χουλιαράκη να αναλαμβάνει εκ νέου τα πρωτεία στις τεχνικές συνομιλίες και την περιθωριοποίηση του κ. Θεοχαράκη και της κ. Παναρίτη.
Τέταρτη φάση
Λεπτές κόκκινες γραμμές
Λεπτές κόκκινες γραμμές
Η ατμόσφαιρα των τεχνικών διαπραγματεύσεων βελτιώθηκε αισθητά υπό τον κ. Χουλιαράκη, ωστόσο το χάσμα σε επίπεδο ουσίας παρέμεινε. Οπως ανέφερε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας σε δήλωσή του στο Reuters στα μέσα Απριλίου (στην οποία εμφανιζόταν «σταθερά αισιόδοξος» για την επίτευξη συμφωνίας ώς το τέλος του μήνα), υπήρχαν «τέσσερα σημεία διαφωνίας στα πεδία των εργασιακών σχέσεων, στο ασφαλιστικό, στην αύξηση του ΦΠΑ αλλά και στη φιλοσοφία για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας», τα οποία απαιτούσαν πολιτική διαπραγμάτευση για την υπέρβασή τους. Στην ίδια δήλωση ο πρωθυπουργός εξέφραζε την ελπίδα ότι «η Ευρώπη των δημοκρατικών παραδόσεων και του Διαφωτισμού δεν θα υποκύψει σε ακραίες φωνές κάποιων, δεν θα επιλέξει τον δρόμο ενός ανήθικου και στυγνού χρηματοδοτικού εκβιασμού».
Με το Eurogroup και τη Σύνοδο Κορυφής του Μαΐου να περνούν χωρίς να προκύπτει λύση, οι πιέσεις προς την Αθήνα άρχισαν να κλιμακώνονται. Η παρατεταμένη αβεβαιότητα και η εσωτερική στάση πληρωμών της κυβέρνησης βύθιζαν εκ νέου την ελληνική οικονομία σε ύφεση, δυσχεραίνοντας την επίτευξη ακόμα και λιγότερο φιλόδοξων στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα. Εν τω μεταξύ, κρίσιμοι παίκτες εντός και εκτός Ευρώπης είχαν αρχίσει να χάνουν την υπομονή τους με την ελληνική κυβέρνηση, ενώ οι τρεις «θεσμοί» διαφωνούσαν σε κρίσιμα σημεία όσον αφορά τους όρους της συμφωνίας.
Στις 27 Μαΐου, παραμονές της συνάντησης των υπουργών Οικονομικών του G7 στη Δρέσδη, ο Τζακ Λιου δήλωσε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να κάνει «κάποια πολύ δύσκολα πράγματα» για να κλείσει η συμφωνία, και παράλληλα ώθησε τους Ευρωπαίους να επιδείξουν ευελιξία, ώστε να αποφευχθεί το επαπειλούμενο ατύχημα. Η Ουάσιγκτον ουσιαστικά έστελνε το μήνυμα να κλείσει η διαπραγμάτευση το συντομότερο.
Πέμπτη φάση
Οι οικονομικές συνέπειες της πενταμερούς
Οι οικονομικές συνέπειες της πενταμερούς
Η τελευταία φάση ξεκινάει με την πενταμερή συνάντηση κορυφής (Γερμανία, Γαλλία, ΔΝΤ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΕΚΤ) στο Βερολίνο την 1η Ιουνίου. Στη συνάντηση επιτυγχάνεται συμβιβασμός μεταξύ των τριών «θεσμών» με τους χειρότερους δυνατούς όρους για την Ελλάδα. Περνάει η σκληρή γραμμή του ΔΝΤ στα δημοσιονομικά και τα διαρθρωτικά, ενώ το Ταμείο κάνει πίσω στο θέμα της αναδιάρθρωσης του χρέους, το οποίο έθετε έως τότε επιτακτικά.
Εκτοτε, παρότι η Αθήνα παρουσίασε τη δική της πρόταση, η οποία εμπεριείχε σημαντικές υποχωρήσεις (στα πλεονάσματα, στις ιδιωτικοποιήσεις), δεν έχει κλείσει το δημοσιονομικό χάσμα. Η επιμονή των πιστωτών σε νέες μειώσεις στη δημόσια δαπάνη για τις συντάξεις έχει εξοργίσει τον κ. Τσίπρα, ο οποίος μιλάει για τους εταίρους κάθε άλλο παρά με διπλωματική γλώσσα τις τελευταίες μέρες. Εξίσου απροκάλυπτα εκφράζονται πλέον κατά της Αθήνας και οι πιο φίλα διακείμενοι εκ των εταίρων, από τον Ζ.-Κ. Γιουνκέρ ώς τον Ματέο Ρέντσι και τον αντικαγκελάριο και ηγέτη του SPD, Ζ. Γκάμπριελ.
Στις προηγούμενες κρίσεις στη διαπραγμάτευση, ο κ. Τσίπρας έκανε αυτό που χρειαζόταν για να αποτρέψει τον εκτροχιασμό – χωρίς όμως να καταφέρει να φτάσει το τρένο στον σταθμό της συμφωνίας. Με λιγότερες από δέκα μέρες να απομένουν ώς τις 30 Ιουνίου, δεν δείχνει ικανός να δώσει την απαραίτητη ώθηση. Ο,τι ευθύνες και να αποδώσει η Ιστορία στους «νεοφιλελεύθερους κύκλους» στην Ευρώπη, θα τον κρίνει βαρύτατα αν αποτύχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου