Σε «τοξικά» προϊόντα εξελίσσονται οι ακάλυπτες επιταγές για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες βλέπουν τα «φέσια» τους πρώτους μήνες του 2009 να σκαρφαλώνουν σε ιστορικά υψηλά για τα δεδομένα της ελληνικής αγοράς επίπεδα και ανησυχούν για πιθανό νέο κύμα αύξησης των επισφαλειών.
Ήδη από τον Μάιο η αξία των επιταγών που «έσκασαν» έχει ξεπεράσει τα μεγέθη της περυσινής χρονιάς, φθάνοντας το 1,32 δισ. ευρώ, όταν στο σύνολο του 2008 δεν υπερέβη το 1,29 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στο τέλος του πρώτου εξαμήνου τα φέσια ξεπέρασαν το 1,5 δισ. ευρώ καθώς τον Ιούνιο το ύψος των ακάλυπτων επιταγών ξεπέρασε κατά πολύ τα 200 εκατ. ευρώ. Το ακριβές ύψος θα ανακοινωθεί από την Τειρεσίας ΑΕ τις επόμενες ημέρες, ενώ με βάση τις τρέχουσες τάσεις η εφετινή χρήση εκτιμάται ότι θα κλείσει με άνοδο των απλήρωτων οφειλών που θα ξεπεράσει το 200%.
Όπως επισημαίνουν έμπειροι τραπεζικοί, περισσότερο ανησυχητική ακόμη και σε σχέση με την αλματώδη άνοδο των επιταγών που δεν έχουν αντίκρισμα, είναι η αλλαγή νοοτροπίας από τον επιχειρηματικό κόσμο, μεγάλο μέρος του οποίου αφήνει πλέον πιο εύκολα ανεξόφλητες τις υποχρεώσεις του. Τραπεζικοί κύκλοι φοβούνται ότι σοβαρό πρόβλημα θα υπάρξει στην αγορά το φθινόπωρο καθώς μεγάλος αριθμός υποχρεώσεων έχει μεταφερθεί το δίμηνο Οκτωβρίου- Νοεμβρίου μέσω επιταγών.
Η Τράπεζα της Ελλάδος στην έκθεσή της για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα που έδωσε στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι «η συρρικνωμένη οικονομική δραστηριότητα θα συμπιέσει την κερδοφορία των επιχειρήσεων και μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ικανότητα εμπρόθεσμης εξόφλησης δανείων». Ήδη σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η κεντρική τράπεζα, το ποσοστό των δανείων σε καθυστέρηση αυξήθηκε το α΄ τρίμηνο φέτος σε 6% από 5% στο τέλος του 2008, «με ανοδική τάση σε όλες τις βασικές κατηγορίες δανείων». Οι τραπεζίτες ανησυχούν ότι η ύφεση που θα πλήξει την ελληνική οικονομία το 2009 ενδεχομένως να δημιουργήσει πρωτοφανείς καταστάσεις στην εμπορική αγορά.
Ήδη σημαντική μερίδα επιχειρηματιών πηγαίνουν όλο και πιο πίσω τις μεταχρονολογημένες επιταγές, με στόχο να ξεπεράσουν τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν, σε μια περίοδο που τα πιστωτικά ιδρύματα είναι πολύ προσεκτικά στις δανειοδοτήσεις που πραγματοποιούν, κάτι που αποτυπώνεται ξεκάθαρα από την πτωτική πορεία της πιστωτικής επέκτασης. Πρόκειται για μια τάση που επιτείνει την έλλειψη ρευστού και γίνεται όλο και πιο έντονη καθώς περνούν οι μήνες. Όπως σημειώνουν τραπεζικά στελέχη που έχουν εικόνα για την κατάσταση που επικρατεί στην «πιάτσα», οι επιχειρηματίες στην πλειονότητά τους πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους με επιταγές αρκετών μηνών, ενώ αυτές που έληγαν τον Απρίλιο και τον Μάιο αντικαταστάθηκαν με νέες που λήγουν ακόμη και το α΄ τρίμηνο του 2010.
«Η επιταγή έχει γίνει πλέον η πιο διαδεδομένη μέθοδος πίστωσης» επισημαίνει στέλεχος σε διεύθυνση πίστης εμπορικής τράπεζας που δραστηριοποιείται στην ελληνική αγορά, προσθέτοντας ότι «κανένας δεν εξοφλεί με μετρητά. Είτε διότι δεν έχει ή επειδή εκμεταλλεύεται τις συνθήκες για να καθυστερήσει τις πληρωμές του».
Δεν είναι λίγοι οι επαγγελματίες που μιλούν για πρωτοφανείς συνθήκες ασφυξίας, ιδιαίτερα στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που δεν έχουν πλέον εύκολη πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ρυθμός αύξησης των υπολοίπων των δανείων έχει υποχωρήσει σε ετήσια βάση σε ποσοστό υψηλότερο του 50%. Συγκεκριμένα, η πιστωτική επέκταση τον Απρίλιο του 2009 έπεσε στο 11,8% από 18,7% τον Δεκέμβριο του 2008 και 24,3% έναν χρόνο νωρίτερα.
Στο εμπόριο, που είναι ο κλάδος με την υψηλότερη δανειοδότηση, οι ρυθμοί ανάπτυξης έχουν συρρικνωθεί το ίδιο διάστημα στο 16,5% από 19,5% στο τέλος του 2008 και 21,1% τον Απρίλιο της περυσινής χρονιάς. Αν και υπάρχουν σημάδια μιας σχετικής σταθεροποίησης σε σχέση με το α΄ τρίμηνο του έτους και ανακοπής των ρυθμών επιβράδυνσης, οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να υποχρηματοδοτούνται, ειδικά όσες αντιμετώπιζαν προβλήματα και πριν από το ξέσπασμα της κρίσης. Άλλωστε, προς την κατεύθυνση περιορισμού της πτώσης των δανείων βοήθησε και η πρώτη φάση του προγράμματος επιδότησης επιτοκίου του ΤΕΜΠΜΕ, το οποίο ωστόσο κατευθύνθηκε ως επί το πλείστον σε καθ΄ όλα υγιείς επιχειρήσεις, αν αναλογιστούμε ότι βασική προϋπόθεση συμμετοχής σε αυτό ήταν η κερδοφορία τις τρεις τελευταίες χρήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου