Τόσο η αδιαλλαξία του Βερολίνου, που έχει κυρίως να κάνει με την πρόθεση της Μέρκελ να δείξει...
στην υπόλοιπη Ευρώπη ότι παραμένει ο κυρίαρχος παίκτης στη διαμόρφωση και επιβολή της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής, όσο και η υπενθύμιση της νέας ελληνικής κυβέρνησης στους ξένους συνομιλητές της ότι πρέπει να σεβαστεί την εντολή που έλαβε από τον ελληνικό λαό ελαχιστοποιούν τα περιθώρια ενός συμβιβασμού, τουλάχιστον στο άμεσο χρονικό διάστημα.
Και, υπό την έννοια αυτή, αναβιώνει η πιθανότητα τριών σεναρίων, καθώς ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί μεν να ακολουθεί πιστά τη γραμμή για μία νέα συμφωνία με τους εταίρους-δανειστές, συγχρόνως όμως δεν επιθυμεί να είναι η αιτία να μπει η Ελλάδα σε περιπέτειες. Αυτό άλλωστε έδειξε και με την αλλαγή της ρητορείας του, διαβεβαιώνοντας για την πρόθεση της κυβέρνησής του να παραμείνει η χώρα στην ευρωζώνη.
Με πιθανή λοιπόν την αδιαλλαξία του Βερολίνου και τη διαφαινόμενη απροθυμία των λοιπών Ευρωπαίων να στηρίξουν έργω τις ελληνικές αντιπροτάσεις, τα σενάρια που καταγράφονται, με βασικό κορμό τη νεοεκλεγείσα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά χωρίς τον Αλέξη Τσίπρα, τουλάχιστον σε δύο εξ αυτών, είναι τα εξής:
ΗΜΙΤΕΧΝΟΚΡΑΤΙΚΗ
Να δημιουργήσουν Βρυξέλλες και Βερολίνο ασφυκτικό πλαίσιο χρηματοδοτικών «ενέσεων» στην ελληνική πλευρά, παρόμοιο με τις συνθήκες του 2012 και την κυπριακή κρίση. Στην περίπτωση της Ελλάδας είχαμε, τότε, τη συγκρότηση μιας κυβέρνησης ειδικού σκοπού, υπό τον κ. Παπαδήμο, και τη στήριξη των δύο μεγάλων κομμάτων, στη δε περίπτωση της Κύπρου «κούρεμα» καταθέσεων. Ηδη, στο πλαίσιο της άσκησης πιέσεων προς την κυβέρνηση, η ΕΚΤ με απόφασή της σταματά να δέχεται τα ελληνικά ομόλογα και η χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών θα συνεχίζεται κανονικά, μέσω του μηχανισμού ELA, δηλαδή από την Τράπεζα της Ελλάδος, με την έγκριση της ΕΚΤ. Σημειώνεται -προς επιβεβαίωση της πιθανότητας του σεναρίου αυτού- ότι το ίδιο είχε συμβεί και το 2012. Αυτό σημαίνει ότι από το Βερολίνο είναι καλοδεχούμενη η επανάληψη μιας ημιτεχνοκρατικής κυβέρνησης, με τη στήριξη των κομμάτων της συγκυβέρνησης ή και περισσοτέρων, κατά το πρότυπο της κυβέρνησης Παπαδήμου, που κράτησε συγκεκριμένο χρόνο και στη συνέχεια οδηγηθήκαμε σε εκλογές. Στο διάστημα που θα είναι στα πράγματα αυτή η κυβέρνηση, θα διεξάγονται οι συνομιλίες για μια άλλη ενδεχομένως συμφωνία, καθώς και ο Σόιμπλε άφησε ένα περιθώριο, στην κοινή συνέντευξη με τον Βαρουφάκη, περί ενός διαφορετικού προγράμματος, που μπορεί να αλλάξει με μία άλλη συμφωνία. Η πρόθεση αυτή του Βερολίνου είναι ένα παιγνίδι ισχύος, καθώς μπορεί μεν να διαμορφωθεί μια άλλη συμφωνία, αλλά με διαφορετικούς συνομιλητές και, βεβαίως, με άλλον πρωθυπουργό.
Το δεύτερο σενάριο μπορεί να υλοποιηθεί είτε με πρωτοβουλία του ίδιου του κ. Τσίπρα είτε σε συνεννόηση με τις Βρυξέλλες! Αυτό προβλέπει διεύρυνση της κυβέρνησης με πρόσωπα από το ΠΑΣΟΚ και από το «Ποτάμι», γεγονός που μεγαλώνει και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που στηρίζει την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, με απομονωμένο τον Αντώνη Σαμαρά. Ποιοι οι στόχοι, τώρα, αυτού του σεναρίου: Στην περίπτωση που είναι πρωτοβουλία του Αλέξη Τσίπρα, τότε περνάει προς τα έξω το μήνυμα ότι είναι διευρυμένος ο πολιτικός χώρος, με εκπροσώπηση ακόμη πιο διευρυμένου τμήματος του ελληνικού λαού, ο οποίος προσέρχεται για διαπραγμάτευση. Κάτι που πιστεύεται ότι δεν μπορούν να αγνοήσουν οι Ευρωπαίοι συνομιλητές της κυβέρνησης.
Από την άλλη πλευρά, εφ’ όσον το σενάριο αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας διακριτικής συνεννόησης με Βρυξέλλες και Βερολίνο, η διεύρυνση της κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής της πλειοψηφίας καθιστά ευχερέστερη την αλλαγή στάσης της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς: (α) Υποτίθεται ότι εκπροσωπείται από την κυβερνητική πλειοψηφία μεγαλύτερο τμήμα του λαού, (β) Συμμετέχουν σε αυτήν δύο κόμματα που δεν έχουν τόσο κάθετες απόψεις σε σχέση με το υφιστάμενο πρόγραμμα και την παράτασή του. Ως προς τα περί προηγούμενης συνεννόησης, υπενθυμίζουμε ότι... διακριτική ήταν και η συνάντηση Βαρουφάκη με το πιο κακό παιδί της τρόικας -όσο συμμετείχε σε αυτήν-, τον Πολ Τόμσεν.
Κυβέρνηση εθνικής ενότητας και… Καραμανλής
Το τρίτο σενάριο προϋποθέτει, για την υλοποίησή του, ένα προφανές αδιέξοδο, στα όρια της ρήξης της νεοεκλεγείσας κυβέρνησης με τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Στην περίπτωση αυτή καθίσταται αναγκαία η συγκρότηση μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητος, με τη στήριξη όλων σχεδόν των πτερύγων της Βουλής, με τη συμμετοχή στην κυβέρνηση απ’ όλα τα κόμματα -ή εν πάση περιπτώσει από αυτά που δέχονται να συμμετάσχουν, διότι το ΚΚΕ είναι μάλλον βέβαιο ότι δεν θα επιθυμούσε μια συμμετοχή. Ετσι, επιμερίζεται και το όποιο πολιτικό κόστος σε σχέση με τη λήψη ορισμένων αποφάσεων ή την αποδοχή συμφωνιών που είναι βέβαιο ότι θα βρίσκονται σε κάποια αναντιστοιχία με τα όσα τα κόμματα έλεγαν προεκλογικώς.
Το σενάριο αυτό της κυβέρνησης εθνικής ενότητος είναι φυσικό να εμπεριέχει και το όνομα του Κώστα Καραμανλή. Παρά το γεγονός ότι είναι γνωστές και συγκεκριμένες οι απόψεις του πρώην πρωθυπουργού για τον τρόπο αλλά και τους όρους επαναδραστηριοποίησής του σε πρωταγωνιστικό ρόλο, εν τούτοις μία κυβέρνηση εθνικής ενότητος αντανακλά συγκεκριμένες εθνικές δυσκολίες και ανάγκη ευρύτερης πολιτικής συνεννόησης και ομοψυχίας. Σε μία τέτοια περίπτωση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πρώην πρωθυπουργός θα είναι πρόθυμος να συμβάλει στην εθνική προσπάθεια με το κύρος του και την εκτίμηση της οποίας χαίρει στο εξωτερικό. Αλλωστε, μετά από μία τέτοια συμμετοχή, ως επικεφαλής ενός ευρύτερου εθνικού σχήματος, το κύρος του θα είναι ακόμη πιο αυξημένο σε πανελλήνιο επίπεδο, για όποιους στόχους θα ήθελε να κυνηγήσει στη συνέχεια...
Του Νίκου Σίμου - Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ