Το κόστος μιας χρεοκοπίας της Ελλάδας σήμερα, σε σύγκριση με τις αρχές της δεκαετίας του ’30 που ήταν η τελευταία ελληνική χρεοκοπία, θα ήταν «πολύ μεγαλύτερο», τονίζει στην «Κ» ο Βρετανός ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ. ΙΚΕΤΕΣ:
«Υπήρξε τρομακτική αδυναμία των πολιτικών να πουν την αλήθεια στον κόσμο και να συνεργαστούν μεταξύ τους. Το μακροπρόθεσμο συμφέρον της χώρας θυσιαζόταν διαρκώς στον βωμό του βραχυπρόθεσμου πολιτικού συμφέροντος»...
Κάπως έτσι συνοψίζει ο πολυβραβευμένος Βρετανός ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, το συγκριτικό μειονέκτημα της Ελλάδας έναντι των υπόλοιπων χωρών της Ευρωζώνης που υπέστησαν τη βάσανο των Μνημονίων. Και συνεχίζει: «Επειδή, ως αποτέλεσμα, οι ελληνικές κυβερνήσεις ήταν αδύναμες, περιορίστηκαν σε πιο επιφανειακές μεταρρυθμίσεις, αφήνοντας τις πιο βαθιές παθογένειες ανέγγιχτες».
Ο Μαζάουερ, που θα βρεθεί την ερχόμενη εβδομάδα στην Αθήνα για να ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, δηλώνει χωρίς περιστροφές ότι θεωρεί την οικονομική πολιτική που έχει εφαρμοστεί στην Ελλάδα της κρίσης «τοξική». Ωστόσο, όπως τονίζει, «το πρόβλημα δεν ξεκίνησε με τη διαχείριση της κρίσης. Ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980, με τη μαζική επέκταση του πελατειακού κράτους, στην οποία συμμετείχαν και τα δύο κυβερνητικά κόμματα με τεράστιο ζήλο. Αρα δεν μπορούμε να κατηγορούμε γι’ αυτό τους Γερμανούς, το ΔΝΤ ή την ΕΚΤ».
Παράλληλα με αυτή τη σύγχυση αιτίου και αποτελέσματος, ο καθηγητής του Columbia εντοπίζει στις παλαιότερες γενιές μια επιθυμία να «επαναλάβουν την ιστορία της Κατοχής και του Εμφυλίου», με την ελπίδα να προκύψει ένα διαφορετικό αποτέλεσμα. «Οι πιο διαφωτιστικές συζητήσεις που έχω κάνει είναι με νέους κάτω των 30 ετών, που δεν έχουν μεγαλώσει με τη μυθοποίηση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και αναζητούν νέους τρόπους εξόδου από το σημερινό τέλμα».
Ο νέος «ξένος δάκτυλος»
Ο Μαζάουερ, που θα βρεθεί την ερχόμενη εβδομάδα στην Αθήνα για να ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, δηλώνει χωρίς περιστροφές ότι θεωρεί την οικονομική πολιτική που έχει εφαρμοστεί στην Ελλάδα της κρίσης «τοξική». Ωστόσο, όπως τονίζει, «το πρόβλημα δεν ξεκίνησε με τη διαχείριση της κρίσης. Ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980, με τη μαζική επέκταση του πελατειακού κράτους, στην οποία συμμετείχαν και τα δύο κυβερνητικά κόμματα με τεράστιο ζήλο. Αρα δεν μπορούμε να κατηγορούμε γι’ αυτό τους Γερμανούς, το ΔΝΤ ή την ΕΚΤ».
Παράλληλα με αυτή τη σύγχυση αιτίου και αποτελέσματος, ο καθηγητής του Columbia εντοπίζει στις παλαιότερες γενιές μια επιθυμία να «επαναλάβουν την ιστορία της Κατοχής και του Εμφυλίου», με την ελπίδα να προκύψει ένα διαφορετικό αποτέλεσμα. «Οι πιο διαφωτιστικές συζητήσεις που έχω κάνει είναι με νέους κάτω των 30 ετών, που δεν έχουν μεγαλώσει με τη μυθοποίηση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και αναζητούν νέους τρόπους εξόδου από το σημερινό τέλμα».
Ο νέος «ξένος δάκτυλος»
Ο Μαζάουερ πάντως δεν χαρίζεται στους Ευρωπαίους. Τον Μάιο του 2010, ενώ υπογραφόταν το πρώτο Μνημόνιο, είχε ανατρέξει, αρθρογραφώντας στους Financial Times, στο ιστορικό ανάμειξης ξένων δυνάμεων στις εσωτερικές υποθέσεις του νεοελληνικού κράτους. Σε μια προφητική του αποστροφή είχε σημειώσει τότε ότι η ικανότητα της κυβέρνησης Παπανδρέου να πείσει την ελληνική κοινωνία για την ανάγκη βαθιών μεταρρυθμίσεων θα εξαρτάτο από τον βαθμό στον οποίο η Ευρώπη θα κατάφερνε να αποφύγει τον ρόλο της «νεότερης ξένης δύναμης που επιχειρεί να ελέγξει τη μοίρα της Ελλάδας». Πέντε χρόνια αργότερα, πόσο καλά θεωρεί ότι διαχειρίστηκαν αυτό το θέμα οι εταίροι μας;
«Οχι πολύ καλά», απαντά. «Η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι μια ιδιαίτερα αισθητή παρουσία στην ελληνική πολιτική». Αυτό είναι απόρροια των αδέξιων χειρισμών των ίδιων των Ευρωπαίων ή της διαχρονικής ελληνικής τάσης να αναζητούμε εκτός της χώρας τους αυτουργούς της συμφοράς μας;
«Νομίζω ότι ισχύουν και τα δύο. Η επιμονή των Ευρωπαίων σε ένα συγκεκριμένο, και βαθιά εσφαλμένο, πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους αναμφίβολα υπήρξε μείζων παράγοντας. Ταυτόχρονα, υφίσταται αυτή η τάση να κατηγορούν οι Ελληνες τους ξένους για τα προβλήματά τους. Αυτό είναι εν μέρει φυσικό. Μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα, που κατά μία έννοια ήταν ένα δημιούργημα των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, νιώθει με οξυμένο τρόπο την αίσθηση ότι δεν έχει πραγματική ελευθερία κινήσεων. Σε ορισμένες περιόδους, δίνεται υπερβολική έμφαση στους περιορισμούς αυτούς στην ελευθερία κινήσεων της χώρας και αποδίδεται σε αυτούς αποκλειστικά η ευθύνη για τα προβλήματά της».
Ο σπουδαίος Βρετανός ιστορικός θυμάται, για παράδειγμα, ότι την περίοδο που άρχισε να ασχολείται σοβαρά με τη νεοελληνική ιστορία, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, «ήταν ιδιαίτερα αξιοσημείωτος ο βαθμός στον οποίο η προσέγγιση του παρελθόντος γινόταν μέσα από το πρίσμα του ξένου δάκτυλου. Η προσέγγιση αυτή διαστρέβλωνε πλήρως την πραγματικότητα του τι είχε συμβεί στη δεκαετία του ’40».
«Το ίδιο –αυτή η ιδέα ότι τα πάντα στη χώρα κατευθύνονται από τους ξένους– μοιάζει να συμβαίνει και σήμερα», παρατηρεί ο Μαζάουερ. «Δεν είναι όμως έτσι. Η Ελλάδα είχε επιλογές το 2010 και έχει επιλογές και σήμερα ― μεταξύ των οποίων και αυτή της επιστροφής σε ένα εθνικό νόμισμα». Ως φίλος της Ελλάδας, θεωρεί ότι, αν δεν αλλάξει η ευρωπαϊκή οικονομική συνταγή, θα πρέπει να εγκαταλείψει το ευρώ; «Δεν ξέρω την απάντηση. Θεωρώ ότι η ελληνική κοινή γνώμη είναι πολύ συνετή σε αυτό το θέμα. Λέει ότι η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει στο ευρώ και ότι η πολιτική της Ευρωζώνης πρέπει να αλλάξει».
Πάντως, όπως εξηγεί, το κόστος μιας χρεοκοπίας της Ελλάδας σήμερα, σε σύγκριση με τις αρχές της δεκαετίας του ’30, που ήταν η τελευταία ελληνική χρεοκοπία, θα ήταν «πολύ μεγαλύτερο», καθώς –μεταξύ άλλων– οι επιπτώσεις του αποκλεισμού από τις κεφαλαιαγορές είναι ασύγκριτα βαρύτερες.
Ευρώπη χωρίς όραμα
Από ευρωπαϊκή οπτική, κατά τον Μαζάουερ, η περίπτωση της Ελλάδας έχει επαναφέρει στην επιφάνεια με αιχμηρό τρόπο τα διαχρονικά διλήμματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης: «Οι πολιτικές επιπτώσεις της πολιτικής της λιτότητας είναι ενδεχομένως πιο σοβαρές από τις οικονομικές συνέπειες, γιατί θέτουν ευθέως το ερώτημα αν η Ευρωπαϊκή Ενωση, και ιδιαίτερα η Ευρωζώνη, μπορεί να λειτουργήσει ομαλά χωρίς να υπονομεύει την εθνική κυριαρχία των κρατών-μελών».
Στη σημερινή Ευρώπη, δε, όπως αναφέρει, η αναβίωση των εθνικιστικών αντανακλαστικών δεν αφορά μόνο τις υπερχρεωμένες χώρες του Νότου, αλλά και τις δημοσιονομικά συνετές χώρες του Βορρά, το πνεύμα αλληλεγγύης των πολιτών των οποίων δεν επεκτείνεται πέρα από τα σύνορά τους. Για τον λόγο αυτό, όπως σημειώνει, είναι λάθος η ερμηνεία της ευρωπαϊκής κρίσης σύμφωνα με την οποία «μια ελίτ επέβαλε μέτρα λιτότητας σε διάφορες χώρες παραβιάζοντας την εθνική τους κυριαρχία. Οι κυβερνήσεις στις πιστώτριες χώρες έδρασαν κι αυτές ανταποκρινόμενες στη δική τους κοινή γνώμη, σύμφωνα με τη δική τους κατανόηση της εθνικής τους κυριαρχίας».
Ο Μαζάουερ, που δηλώνει υποστηρικτής της Ε.Ε., τονίζει ότι «το ευρώ δεν βοήθησε την Ενωση, η οποία ήταν ισχυρότερη πριν υιοθετηθεί. Υπάρχει μια ευρέως διαδεδομένη αίσθηση ανά την Ευρώπη ότι η Ε.Ε. έχει χάσει τον δρόμο της, ότι πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά την αρχή της διασυνοριακής αλληλεγγύης, χωρίς την οποία η Ενωση δεν μπορεί να ευημερήσει».
Για το μέλλον, θεωρεί ότι είναι δύο τα βασικά σενάρια: «Είτε η πολιτική της λιτότητας θα χαλαρώσει σημαντικά, ώστε το ευρώ να μη συνδέεται στο μυαλό των πολιτών αποκλειστικά με αυτήν, είτε το όλο εγχείρημα σε βάθος χρόνου θα διαλυθεί». Η ευρωπαϊκή ενοποίηση, υπενθυμίζει, ήταν ένα κεφάλαιο σε μια αναζήτηση δύο αιώνων για ειρήνη στην Ευρώπη. «Το πρόβλημα της Ε.Ε. είναι ότι, βασικά, πέτυχε στον σκοπό αυτό. Και δεν έχει βρει μια εξίσου υψηλή αποστολή να υπηρετήσει μετά από αυτό. Δεν μπορεί ο λόγος ύπαρξής της να είναι απλά η διαφύλαξη ενός ισχυρού νομίσματος».
Κρίση εμπιστοσύνης
Πριν ανακαλύψει τον νέο μεγάλο της στόχο, ωστόσο, η Ε.Ε. πρέπει να λύσει τα επείγοντα τρέχοντα θέματα που την ταλανίζουν, με πιο πιεστικό αυτό της Ελλάδας και της ριζοσπαστικής νέας της κυβέρνησης. Η πρόκληση για τον ΣΥΡΙΖΑ, κατά τον Μαζάουερ, «δεν ήταν να εξηγήσει στους Ευρωπαίους ότι η πολιτική της λιτότητας είναι λανθασμένη. Ηταν να τους πείσει ότι η Ελλάδα είναι ένας εταίρος άξιος εμπιστοσύνης.
Εκεί εντοπίζεται τώρα το πρόβλημα: στην έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης».
Γιατί όμως δεν έχει καταφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ να κερδίσει την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων; Ο συνομιλητής της «Κ» απαντά προσεκτικά. Υπογραμμίζει ότι δεν έχει άμεση γνώση των διαπραγματεύσεων και ότι λείπει πολύ καιρό από την Ελλάδα. Λέει όμως το εξής: «Εμείς οι ακαδημαϊκοί έχουμε μια τάση να θεωρούμε ότι όταν δείξουμε με τα επιχειρήματά μας τι είναι σωστό και τι λάθος, τότε όλα τα υπόλοιπα ζητήματα θα επιλυθούν από μόνα τους. Γι’ αυτό γίναμε ακαδημαϊκοί και όχι πολιτικοί. Η αίσθησή μου είναι ότι η προσέγγιση της κυβέρνησης ήταν να αναδείξει, με κάπως ακαδημαϊκό τρόπο, τις συνέπειες της λιτότητας ― και παρεμπιπτόντως, συμφωνώ με την ανάλυσή τους. Στην άλλη πλευρά του τραπεζιού όμως, οι εταίροι εξέλαβαν την προσέγγιση αυτή ως μια διάλεξη που γινόταν για να τους διαφωτίσει, ενώ αυτό που αναζητούσαν ήταν συγκεκριμένες, λεπτομερείς προτάσεις για το πώς θα διαχειριστεί η κυβέρνηση μια σειρά από ζητήματα. Ηταν δύο εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η εποικοδομητική επικοινωνία».
Πώς κρίνει, ως ιστορικός που έχει εντρυφήσει όσο ελάχιστοι στην περίοδο της ναζιστικής κατοχής στην Ελλάδα, την επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης να επαναφέρει στην πρώτη γραμμή το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων; «Πρόκειται για μια λυπηρή ιστορία. Η Δυτική Γερμανία απέφυγε επιτυχώς να αναλάβει την ευθύνη για όσα συνέβησαν στην Ελλάδα. Και η γερμανική κοινή γνώμη σήμερα δεν έχει ιδιαίτερη γνώση τού τι συνέβη επί Κατοχής. Από την άλλη, η συγκυρία που επελέγη για να αναδειχθεί το ζήτημα αφήνει μια άσχημη γεύση. Η Ελλάδα θα μπορούσε να είχε ανακινήσει το ζήτημα αυτό οποιαδήποτε στιγμή στο παρελθόν. Επέλεξε να το κάνει τώρα, με ιδιαίτερα προπαγανδιστικό τρόπο, όταν εξαρτάται οικονομικά από τη Γερμανία. Πώς ακριβώς βοηθάει αυτή η τακτική στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης;», διερωτάται ο Μαζάουερ, ο οποίος δηλώνει «εντυπωσιασμένος» από τον βαθμό αυτοκριτικής με τον οποίο οι Γερμανοί προσεγγίζουν το παρελθόν τους.
Ο Βρετανός ιστορικός, μάλιστα, αφού σημειώνει ότι «θα ήταν καλό η γερμανική κοινή γνώμη να μάθει περισσότερα» για τη ναζιστική κατοχή της Ελλάδας, προσθέτει με νόημα ότι και η ελληνική κοινωνία θα ωφελούνταν από μια εμβάθυνση στα γεγονότα της εποχής: «Είναι ένα κρίσιμο και σύνθετο κεφάλαιο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, κατά το οποίο δεν υπήρχε ένα ενωμένο έθνος ― η κοινωνία ήταν βαθιά διχασμένη. Αρα υπάρχουν εκεί σημαντικά διδάγματα, αν κάποιος διαθέσει χρόνο να εξετάσει εις βάθος τι συνέβη τότε».
Συνεχίζοντας την περιήγηση στην ιστορία του 20ού αιώνα, φτάνουμε στο κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1909, το οποίο ακολούθησε η άνοδος του Ελευθερίου Βενιζέλου και μια περίοδος ακμής για τη χώρα (ο Μαζάουερ έχει γράψει και γι’ αυτήν την περίοδο). Γιατί –τον ρωτάμε– η κρίση και η κατάρρευση των παλαιών κομμάτων το 1909 οδήγησαν ταχέως σε μια περίοδο εθνικής ανάτασης, ενώ την κρίση του 2009 έχει διαδεχθεί μια μακρά περίοδος σήψης; Είναι μόνο θέμα της προσωπικότητας ενός σπουδαίου άνδρα;
«Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα σύγκριση», λέει ο Μαζάουερ. «Το διεθνές πλαίσιο ήταν πολύ διαφορετικό τότε. Το διεθνές σύστημα και η νοοτροπία της εποχής εκείνης ευνοούσαν τον πόλεμο και την κατάληψη περιοχών. Επιπλέον, είχαν ακόμα πέραση οι χαρισματικές προσωπικότητες σαν τον Βενιζέλο, που μιλούσαν με ανυπόκριτη αισιοδοξία για ένα ένδοξο μέλλον. Σήμερα στην Ευρώπη –και ιδιαίτερα στην Ελλάδα– είναι δύσκολο να βρεθεί τέτοια αισιοδοξία. Δεν αναζητάει κανείς πια Μεσσίες στην πολιτική».
Γιάννης Παάιολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου