Ήταν πρωί 2 Απριλίου όταν αστυνομικοί της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος συνέλαβαν στο Πολύκαστρο Κιλκίς 25χρονο Πακιστανό που είχε αναλάβει να «περάσει» 21 Σύρους πρόσφυγες στα Σκόπια μέσω «κρυφών» μονοπατιών στην περιοχή των Ευζώνων.
Ο 25χρονος «οδηγός» ή Rebar, όπως λέγεται στα αραβικά «αυτός που δείχνει τον δρόμο», είχε συναντήσει την ομάδα των προσφύγων...
στον σταθμό του ΟΣΕ Θεσσαλονίκης και από εκεί με ταξί είχε κατευθύνει τα μέλη της στον σταθμό των ΚΤΕΛ Μακεδονία με επόμενο προορισμό το Πολύκαστρο.
Το τρίτο σκέλος της διαδρομής μέχρι τους Ευζώνους θα γινόταν κι αυτό με ΚΤΕΛ, εάν δεν είχε προηγηθεί η επέμβαση των αστυνομικών που συνέλαβαν τον διακινητή και τους 21 αλλοδαπούς.
Ο συλληφθείς Rebar ανήκε σε κύκλωμα δουλεμπόρων που ήλεγχε τη διακίνηση μεταναστών από την Ελλάδα στην Κεντρική Ευρώπη μέσω Σκοπίων, Σερβίας και Ουγγαρίας, ενώ οι διακινούμενοι ήταν όλοι εφοδιασμένοι με υπηρεσιακά σημειώματα που τους είχαν δοθεί στη Μυτιλήνη. Εγκέφαλοι του κυκλώματος, το οποίο δρούσε τουλάχιστον από τον Μάιο του 2014, ήταν δύο Σύροι, ο Abdul Karim, A. 38 ετών, και ο Jamal al M., 30 ετών, που και αυτοί συνελήφθησαν στις 2 Απριλίου στην Καλλιθέα.
Είχε προηγηθεί δίμηνη έρευνα, κατά την οποία η Διεύθυνση Πληροφοριών της ΕΛ.ΑΣ. προέβη σε καταγραφές δεκάδων τηλεφωνικών συνομιλιών των επικεφαλής με τα υπόλοιπα μέλη της σπείρας. Οι Abdul Karim A. και Jamal Al M. συντόνιζαν μέσω τηλεφώνου τα μέλη του κυκλώματος σε Ελλάδα, Σκόπια, Σερβία και Ουγγαρία, ενώ συχνά πραγματοποιούσαν τηλεδιασκέψεις μεταξύ τους. Για να μην αμφισβητηθεί η ηγετική τους θέση, υιοθετούσαν εναλλάξ τον ρόλο του «καλού» και του «κακού», απειλώντας συνεργούς τους σε περιπτώσεις όπου π.χ. καθυστερούσε η άφιξη των διακινούμενων στον τελικό προορισμό.
Η ανάλυση του περιεχομένου των συνομιλιών τους αποκάλυψε με λεπτομέρεια τον τρόπο δράσης τους. Προέκυψε συγκεκριμένα ότι τα μέλη της σπείρας προωθούσαν τους διακινούμενους (ή Nafarat στη γλώσσα των λαθροδιακινητών) από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη μέσω ΚΤΕΛ (από το Πεδίον του Αρεως) ή μέσω τρένου από τον Σταθμό Λαρίσης, ώστε να αποφεύγουν αστυνομικούς ελέγχους κατά τη διαδρομή.
Στη Θεσσαλονίκη, οι αλλοδαποί διανυκτέρευαν σε ξενοδοχεία στο κέντρο της πόλης ή περιμετρικά του σιδηροδρομικού σταθμού, στις οδούς Λέοντος Σοφού, Μοναστηρίου και Εγνατία.
Το ταξίδι, αντίστοιχα, από τη Θεσσαλονίκη στο χωριό Εύζωνοι γινόταν είτε απευθείας με ταξί ή Ι.Χ. που οδηγούσαν μέλη του κυκλώματος (εισέπρατταν 50 έως 75 ευρώ κατ’ άτομο) είτε με ΚΤΕΛ μέσω Πολυκάστρου.
Είχε προηγηθεί δίμηνη έρευνα, κατά την οποία η Διεύθυνση Πληροφοριών της ΕΛ.ΑΣ. προέβη σε καταγραφές δεκάδων τηλεφωνικών συνομιλιών των επικεφαλής με τα υπόλοιπα μέλη της σπείρας. Οι Abdul Karim A. και Jamal Al M. συντόνιζαν μέσω τηλεφώνου τα μέλη του κυκλώματος σε Ελλάδα, Σκόπια, Σερβία και Ουγγαρία, ενώ συχνά πραγματοποιούσαν τηλεδιασκέψεις μεταξύ τους. Για να μην αμφισβητηθεί η ηγετική τους θέση, υιοθετούσαν εναλλάξ τον ρόλο του «καλού» και του «κακού», απειλώντας συνεργούς τους σε περιπτώσεις όπου π.χ. καθυστερούσε η άφιξη των διακινούμενων στον τελικό προορισμό.
Η ανάλυση του περιεχομένου των συνομιλιών τους αποκάλυψε με λεπτομέρεια τον τρόπο δράσης τους. Προέκυψε συγκεκριμένα ότι τα μέλη της σπείρας προωθούσαν τους διακινούμενους (ή Nafarat στη γλώσσα των λαθροδιακινητών) από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη μέσω ΚΤΕΛ (από το Πεδίον του Αρεως) ή μέσω τρένου από τον Σταθμό Λαρίσης, ώστε να αποφεύγουν αστυνομικούς ελέγχους κατά τη διαδρομή.
Στη Θεσσαλονίκη, οι αλλοδαποί διανυκτέρευαν σε ξενοδοχεία στο κέντρο της πόλης ή περιμετρικά του σιδηροδρομικού σταθμού, στις οδούς Λέοντος Σοφού, Μοναστηρίου και Εγνατία.
Το ταξίδι, αντίστοιχα, από τη Θεσσαλονίκη στο χωριό Εύζωνοι γινόταν είτε απευθείας με ταξί ή Ι.Χ. που οδηγούσαν μέλη του κυκλώματος (εισέπρατταν 50 έως 75 ευρώ κατ’ άτομο) είτε με ΚΤΕΛ μέσω Πολυκάστρου.
Για να αποφύγουν τον εντοπισμό τους, οι διακινούμενοι αποβιβάζονταν μερικά χιλιόμετρα πριν από τους Ευζώνους και συνέχιζαν πεζή προς ξενοδοχείο που βρίσκεται λίγο έξω από το χωριό και 500 μέτρα από τα σύνορα Ελλάδας - Σκοπίων. Από εκεί, μεταφέρονταν στη γέφυρα του Αξιού και συνοδεία ενός Rebar διέσχιζαν τα «πρώτα σύνορα» κινούμενοι πεζή μέσα στο καταφύγιο άγριας ζωής στο Παλαμίτσι - Κάμπος, το οποίο διακινητές και διακινούμενοι αποκαλούσαν «ζούγκλα» (jungle).
Οι διακινούμενοι έπρεπε να περπατήσουν 6-7 χιλιόμετρα, ενώ η διάρκεια της διέλευσης κυμαινόταν μεταξύ 40΄ και μιας ώρας. Σε περίπτωση παρουσίας αστυνομικών στο σημείο, οι αλλοδαποί (ανάμεσά τους γυναίκες και ανήλικα παιδιά) παρέμεναν στη «ζούγκλα» δύο ή και τρεις ημέρες, χωρίς τρόφιμα και νερό. Στα Σκόπια διανυκτέρευαν είτε σε καταλύματα (αποκαλούνταν «σπίτια») στις πόλεις Lojane, Vaksintse, Vogdantsa είτε σε ξενοδοχείο-καζίνο με την επωνυμία Flamingo και έπειτα μεταφέρονταν από δουλεμπόρους με αυτοκίνητα station wagon στα «δεύτερα σύνορα» Σκοπίων - Σερβίας.
Στη Σερβία, αντίστοιχα, κατευθύνονταν αρχικά στην πόλη Νις (300 χιλιόμετρα από τα σύνορα Σερβίας - Σκοπίων) και στη συνέχεια στο Βελιγράδι, με υπεραστικά λεωφορεία ή ταξί.
Στόχος των δουλεμπόρων ήταν οι πρόσφυγες να προσεγγίσουν το Βελιγράδι σε απόσταση μικρότερη των 50 χιλιομέτρων, καθώς σε αντίθετη περίπτωση η σερβική αστυνομία θα τους επαναπροωθούσε άμεσα στο έδαφος της ΠΓΔΜ.
Κατέλυαν σε χαμηλού κόστους ξενοδοχεία περιμετρικά του Belgrade City Hotel, ενώ σε περίπτωση που δεν υπήρχαν διαθέσιμα δωμάτια, οδηγούνταν στο χωριό Bogovadja και διανυκτέρευαν σε ξενοδοχεία που λειτουργούν περιμετρικά ομώνυμου κέντρου υποδοχής προσφύγων.
Το ταξίδι συνεχιζόταν προς Βουδαπέστη και από εκεί με τρένο προς Αυστρία και Γερμανία κάτω από συνθήκες που δεν εξακριβώθηκαν από την έρευνα της ΕΛ.ΑΣ. Το κόστος διακίνησης κυμαινόταν από 3.000 έως 4.200 ευρώ. Η καταβολή και μεταφορά των χρημάτων γινόταν μέσω του άτυπου συστήματος «hawala» (στα αραβικά σημαίνει «μεταφορά») είτε με προφορικές εγγυήσεις και σίγουρα εκτός του τραπεζικού συστήματος.
Ερευνα για την ίδια υπόθεση βρίσκεται σε εξέλιξη από τη σερβική αστυνομία ενώ Σέρβοι αξιωματικοί βρέθηκαν πρόσφατα στην Αθήνα γι’ αυτό τον λόγο.
Οι διακινούμενοι έπρεπε να περπατήσουν 6-7 χιλιόμετρα, ενώ η διάρκεια της διέλευσης κυμαινόταν μεταξύ 40΄ και μιας ώρας. Σε περίπτωση παρουσίας αστυνομικών στο σημείο, οι αλλοδαποί (ανάμεσά τους γυναίκες και ανήλικα παιδιά) παρέμεναν στη «ζούγκλα» δύο ή και τρεις ημέρες, χωρίς τρόφιμα και νερό. Στα Σκόπια διανυκτέρευαν είτε σε καταλύματα (αποκαλούνταν «σπίτια») στις πόλεις Lojane, Vaksintse, Vogdantsa είτε σε ξενοδοχείο-καζίνο με την επωνυμία Flamingo και έπειτα μεταφέρονταν από δουλεμπόρους με αυτοκίνητα station wagon στα «δεύτερα σύνορα» Σκοπίων - Σερβίας.
Στη Σερβία, αντίστοιχα, κατευθύνονταν αρχικά στην πόλη Νις (300 χιλιόμετρα από τα σύνορα Σερβίας - Σκοπίων) και στη συνέχεια στο Βελιγράδι, με υπεραστικά λεωφορεία ή ταξί.
Στόχος των δουλεμπόρων ήταν οι πρόσφυγες να προσεγγίσουν το Βελιγράδι σε απόσταση μικρότερη των 50 χιλιομέτρων, καθώς σε αντίθετη περίπτωση η σερβική αστυνομία θα τους επαναπροωθούσε άμεσα στο έδαφος της ΠΓΔΜ.
Κατέλυαν σε χαμηλού κόστους ξενοδοχεία περιμετρικά του Belgrade City Hotel, ενώ σε περίπτωση που δεν υπήρχαν διαθέσιμα δωμάτια, οδηγούνταν στο χωριό Bogovadja και διανυκτέρευαν σε ξενοδοχεία που λειτουργούν περιμετρικά ομώνυμου κέντρου υποδοχής προσφύγων.
Το ταξίδι συνεχιζόταν προς Βουδαπέστη και από εκεί με τρένο προς Αυστρία και Γερμανία κάτω από συνθήκες που δεν εξακριβώθηκαν από την έρευνα της ΕΛ.ΑΣ. Το κόστος διακίνησης κυμαινόταν από 3.000 έως 4.200 ευρώ. Η καταβολή και μεταφορά των χρημάτων γινόταν μέσω του άτυπου συστήματος «hawala» (στα αραβικά σημαίνει «μεταφορά») είτε με προφορικές εγγυήσεις και σίγουρα εκτός του τραπεζικού συστήματος.
Ερευνα για την ίδια υπόθεση βρίσκεται σε εξέλιξη από τη σερβική αστυνομία ενώ Σέρβοι αξιωματικοί βρέθηκαν πρόσφατα στην Αθήνα γι’ αυτό τον λόγο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου