Πριν λίγες μέρες, ένα φιλικό ζευγάρι με ρώτησε γιατί στον Ελληνικό κινηματογράφο και στα σήριαλ, κυριαρχούν οι υπερβολές και οι τσιρίδες.
Σκέφτηκα ότι το φαινόμενο δεν είναι ξεκομμένο από την Ελληνική πραγματικότητα.
Αν κάτι χαρακτηρίζει τους σύγχρονους Έλληνες, που ζουν κυρίως εντός των τειχών, είναι η υπερβολή και η προχειρότητα.
Υπερβολή στο λόγο, στις πράξεις μας, στη συμπεριφορά μας, στις κρίσεις, στις εκφράσεις μας, στον τρόπο που ζούμε.
Επιδιώκουμε την εντύπωση, παρά την ουσία. Το περίβλημα, παρά το περιεχόμενο.
Μεγάλο, πολυτελές αυτοκίνητο για επίδειξη. Μεγάλο άχρηστο σπίτι, για καταξίωση.
Ακόμη χειρότερα, πολλά σπίτια, για...
εικόνα πλουτισμού και υπεροχής, με ντουβάρια και εξωτερικά στοιχεία.
Παντού υπερβολή.
Υπερβολή και στη δήθεν ποιότητα, αλλά υπερβολή και στην αθλιότητα, από παντελή έλλειψη αισθητικής και επίγνωσης του γελοίου.
Φωνές στα πολιτικά πάνελ της τηλεόρασης, φωνές στις διασκεδαστικές τάχα εκπομπές, στα ρεπορτάζ στους δρόμους, φωνές στις παρέες, στα «καφέ», φωνές ακόμη και στο θέατρο και στον Ελληνικό κινηματογράφο.
Υπερβολή στη ζωή και στην τέχνη.
Υπερβολή στον ενθουσιασμό και στην απογοήτευση, σαν να μην ξέρουμε ότι μια τρίχα είναι η διαχωριστική γραμμή αυτών των συναισθημάτων που εναλλάσσονται.
Αυτό είναι που αποτυπώνεται και στον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Μάθαμε, δεν ξέρω από πού, ότι η φωνή κι η ένταση είναι τρόπος επιβολής, και δεν καταλαβαίνουμε ότι μόνο οι ανίκανοι και οι ένοχοι φωνάζουν για να καλύψουν κάτι.
Αντίστοιχο χαρακτηριστικό φαινόμενο κι η προχειρότητα.
Συνδυασμένα αυτά τα δύο, μαζί με την απληστία, που είναι μια άλλη εκδήλωση της υπερβολής, συνθέτουν την εικόνα της Ελληνικής κοινωνίας των τελευταίων δεκαετιών.
Πώς θα μπορούσε λοιπόν να λείπει η υπερβολή κι από τη τέχνη;
Οι «ψαγμένοι» άνθρωποι βλέπουν τις ξένες παραγωγές και κάνουν τη σύγκριση.
Δυστυχώς, όμως, η Ελληνική νοοτροπία μεταφέρεται παντού. Κι εκεί που δεν θα όφειλε να υπάρχει.
Κι εκεί που η παιδεία θα όφειλε να στέκει κριτικά και ισορροπητικά.
Αλλά υπάρχει παιδεία;
Στην τέχνη λογικά θα πρέπει να είναι αυτονόητη, αλλά δεν είναι πάντα.
Κι η τέχνη, κυρίως εκείνη της ζωντανής έκφρασης, είναι ένας τρόπος έμμεσης παιδείας προς το ευρύ κοινό.
Διαμορφώνει συμπεριφορές και κρίνει καταστάσεις, αλλά το πετυχαίνει σε μερικές μόνο περιπτώσεις.
Θα σταθώ στην απορία του φιλικού ζευγαριού για την Ελληνική τηλεόραση και τον κινηματογράφο, που έγινε και αφορμή γι’ αυτό το σχόλιό μου, για να τονίσω και κάποιες άλλες λεπτομέρειες.
Δυστυχώς, ο Ελληνικός κινηματογράφος, τα Ελληνικά σήριαλ (ακόμη χειρότερα) και συχνά το θέατρο, κυριαρχούνται από άμετρες υστερίες και τσιρίγματα.
Είναι ένα φαινόμενο αντίστοιχο της ημιμάθειας.
Ο ημιμαθής πετάει την κοτσάνα του με έμφαση, πιστεύοντας ότι λέει κάτι σημαντικό, και έχοντας άγνοια της αρνητικής εντύπωσης που προκαλεί.
Όταν, δε, το συνηθίσεις, σου φαίνεται εντελώς φυσιολογικό.
Οι φωνές και η ένταση της φωνής είναι χαρακτηριστικό επιβολής στην Ελληνική κοινωνία. Το βλέπουμε παντού.
Για να επιβληθούμε πρέπει να καλύψουμε τη φωνή του άλλου και φτάνουμε σε υστερίες.
Είναι καθαρά θέμα παιδείας και πολιτισμού και όχι τόσο γνώσης.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει κινηματογραφική παιδεία. Τα περισσότερα καλά πράγματα γίνονται περιστασιακά και τυχαία.
Βέβαια υπάρχουν και εξαιρέσεις, που δεν πρέπει να αφανίσουμε στο σωρό.
Δεν υπάρχουν σχολές για την υποκριτική και το μέτρο στο κινηματογράφο.
Αλλά ακόμη και στο θέατρο, που υπάρχουν, αν παρακολουθήσει κάποιος ένα μάθημα υποκριτικής, θα ακούσει αντίστοιχες υπερβολικές φωνές.
Ο ηθοποιός που δεν φωνάζει, δεν είναι καλός ηθοποιός. Ή είναι υποτονικός...
Έτσι, στο πλάνο, μιλάει σε κάποιον στο ίδιο δωμάτιο, σαν να μιλάει στο απέναντι μπαλκόνι.
Η ένταση αλλοιώνει και τη φωνή, τη κάνει κακόηχη και διαπεραστική. Κυρίως στις γυναίκες.
Την ευθύνη έχουν και οι σκηνοθέτες που θέλουν να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο και βάζουν τους ηθοποιούς να είναι έντονοι.
Ακόμη και τα σενάρια ήσαν γραμμένα με υπερβολές για να λέγονται έντονα.
Ο ηθοποιός δίνει συχνά την αίσθηση ότι μιμείται κι όχι ότι είναι ο ήρωας.
Ότι ξεστομίζει τα λόγια του για να ακουστούν μόνο.
Εμφανίζει νευρικότητα, που συχνά οφείλεται και στον περιορισμένο χρόνο που έχει να τελειώσει η σκηνή.
Και μπορώ να πω, λόγω των συνθηκών, ότι έχει αποκτήσει ικανότητες να διεκπεραιώνει γρήγορα αυτό που του ζητούν.
Αλλά πρέπει να είναι αυτό το ζητούμενο;
Πιο πολύς χρόνος διατίθεται για το φωτισμό, που κι αυτός είναι συνήθως υπερβολικός και έντονος.
Όταν στο μυαλό είναι να γυριστεί η σκηνή χωρίς να επαναληφθεί, τότε ο ηθοποιός δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στο τι λέει.
Απλά το λέει.
Θέλω να πω ότι και οι συνθήκες των γυρισμάτων, επιβάλλουν προχειρότητες.
Μια σειρά μικρών λεπτομερειών δίνουν το αποτέλεσμα που βλέπουμε στα Ελληνικά σήριαλ, αλλά και στο κινηματογράφο.
Ελάχιστοι σκηνοθέτες ζητούσαν φυσιολογικούς ή και χαμηλούς τόνους από τους ηθοποιούς.
Ένας από αυτούς ήταν και ο Βασίλης ο Γεωργιάδης, που είχε από ένστικτο σωστή κινηματογραφική αντίληψη.
Αν δεχθούμε ότι στην τέχνη υπάρχει παιδεία -και υπάρχει- τότε είναι θέμα αντίληψης και νοοτροπίας.
Χρειάζεται να αναθεωρήσουμε το πακέτο της συμπεριφοράς μας, αξιολογώντας αυτό που περιέχει ποιότητα και πολιτισμό, από αυτό που θέλει να αφήσει μόνο φθηνές εντυπώσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου