Πάσχα στα ξένα (Διήγημα του Βασίλη Τσιαμπούση, που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών το 2018)
Το φθινόπωρο του 2015, στο απόγειο της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκα στο Σεντ Άντριους της Σκωτίας, για να κάνω μεταπτυχιακό στις ανθρωπιστικές σπουδές. Το πανεπιστήμιο θα μου παρείχε στέγη και τροφή και γι’ αντάλλαγμα θα δούλευα τα μεσημέρια και τα βράδια στο εστιατόριο της φοιτητικής εστίας.
Αρχές του 2016 πληροφορήθηκα ότι κάθε πρώτη Κυριακή του μήνα ερχόταν ένας Άραβας παπάς από το Εδιμβούργο και... λειτουργούσε στο παρεκκλήσι του Σεντ Λέοναρντ.
Ο παπα-Γαβριήλ είχε τελειώσει θεολόγος στη Θεσσαλονίκη και είχε κάνει συμπληρωματικές σπουδές στη Βουλγαρία και τη Σερβία. Ως εκ τούτου, μπορούσε να τελεί τη θεία λειτουργία σχεδόν σε όλες τις γλώσσες των ορθοδόξων. Όπου πήγαινε, κουβαλούσε μια βαριά βαλίτσα γεμάτη ιερά σκεύη και εικόνες. Και πριν από κάθε ακολουθία τις τοποθετούσε ολόγυρα στην αίθουσα κι έπειτα τις μάζευε, για να τις μεταφέρει στον επόμενο προορισμό του.
Προσωπικά, μου άρεσε να πηγαίνω στην εκκλησία, ήμουν κι εξοικειωμένη με τη βυζαντινή μουσική. Γιατί από μικρή έπαιζα βιολί, «όργανο ασυγκέραστο», και είχα τελειώσει το Μουσικό Λύκειο της Δράμας με μάθημα επιλογής την εκκλησιαστική μουσική.
Πήγα, λοιπόν, μια Κυριακή στο παρεκκλήσι αλλά δεν το φχαριστήθηκα. Οι ψαλτάδες, εκτός του ότι ήταν ημιμαθείς, έψαλλαν «τετραφωνικά», σαν να έκαναν καντάδα. Στο τέλος της λειτουργίας, όμως, άφησα το ιμέιλ μου για να με ειδοποιούν, όποτε θα είχαν εκδηλώσεις και λειτουργίες.
Παραμονές του Πάσχα έλαβα μήνυμα ότι ο παπα-Γαβριήλ θα λειτουργούσε στο Σεντ Άντριους τη Μεγάλη Παρασκευή, στις δώδεκα το μεσημέρι, και μάλιστα θ’ ακολουθούσε περιφορά του Επιταφίου στην πόλη…
Το μεσημέρι εκείνης της μέρας έβρεχε καταρρακτωδώς. Και όταν άρχισε η ακολουθία, μέσα στον ναό ήμασταν λιγότερα από σαράντα άτομα.
Χωρίς θέρμανση, χωρίς καντήλια, χωρίς τα κεριά που συνήθως κρατούν οι εκκλησιαζόμενοι στην Ελλάδα δημιουργώντας κατανυκτική ατμόσφαιρα, και με Επιτάφιο ένα χοντρό κεντημένο ύφασμα πάνω σ’ ένα γυμνό τραπέζι, στο κέντρο του ναού, το περιβάλλον ήταν ψυχρό και άξενο. Όταν όμως οι ψαλτάδες άρχισαν να ψάλλουν «Ο ευσχήμων Ιωσήφ…» και «Ότε κατήλθες προς τον θάνατον…», πρώτα στα ελληνικά και ύστερα στα σέρβικα, τα βουλγάρικα και τα αραβικά, συγκινήθηκα πραγματικά. Και συνειδητοποίησα ότι εκείνη τη στιγμή, μέσα στο παραχωρημένο ναΐδριο της Αγγλικανικής Εκκλησίας, συντελούνταν ένα θαύμα. Μια συνάντηση προσώπων αγνώστων μεταξύ τους, από διαφορετικές εθνότητες, που όμως λόγω της ημέρας είχαν καταληφθεί από αισθήματα αδελφοσύνης, συμπάθειας κι αγάπης. Πήγα και στάθηκα δίπλα στους ιεροψάλτες κι ένωσα τη φωνή μου με τις υπόλοιπες φωνές.
Σαν ήρθε η ώρα να ψαλούν τα εγκώμια, ο παπα-Γαβριήλ διέταξε να ξεκινήσει η περιφορά του Επιταφίου. Κι επέλεξε εκείνη τη στιγμή, γιατί η βροχή ξαφνικά σταμάτησε –όπως κόπηκε η Ερυθρά Θάλασσα στα δύο, για να περάσουν από μέσα της οι Εβραίοι–, ίσως όμως και θέλοντας να συντομέψει την ακολουθία, αφού, όταν επιστρέψαμε στον ναό, δεν είπαμε ούτε Ευλογητάρια ούτε Αίνους ούτε Δοξολογία. Αυτό, όμως, δεν έγινε από ασέβεια του ιερέα αλλά μόνο για λόγους οικονομίας, αφού μετά από μας θα πήγαινε να λειτουργήσει και σε κάνα δυο ακόμα πόλεις.
Τέσσερις φοιτητές, λοιπόν, έπιασαν το ύφασμα του επιταφίου από τις γωνίες του και οι υπόλοιποι πήραμε στα χέρια εικονίσματα –όπως κάνουμε στην Ελλάδα την Κυριακή της Ορθοδοξίας–, και βγήκαμε απ’ τον ναό.
«Η ζωή εν τάφω κατετέθης Χριστέ…», γέμισε την ατμόσφαιρα στα ελληνικά, στα βουλγάρικα, στα σέρβικα και στα ρώσικα. Ακολούθησε το «Άξιον εστί, μεγαλύνειν σε τον Ζωοδότην…» και το υπέροχο: «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;».
Καθώς προχωρούσαμε στον κεντρικό δρόμο του Σεντ Άντριους πολλοί κοιτούσαν παραξενεμένοι, αλλά με σεβασμό και σοβαρότητα. Μάλιστα, κάνα δυο γυναίκες βγήκαν από τα μαγαζιά, στα οποία δούλευαν, κι έκαναν τον σταυρό τους με τον ορθόδοξο τρόπο. Βλέποντάς τες συγκινήθηκα κι αισθάνθηκα ακατανόητη περηφάνια για τ’ ότι συμμετείχα στην πομπή.
Λίγο πριν η βροχή ξαναρχίσει, επιστρέψαμε στην εκκλησία και περάσαμε κάτω από τον Επιτάφιο, για να δηλώσουμε την αφοσίωσή μας στον σταυρωθέντα Χριστό. Έπειτα διαβάστηκε η προφητεία του Ιεζεκιήλ, το πιο παρηγορητικό κείμενο για την ανάσταση των νεκρών, που καταλήγει με τα λόγια: «Ιδοὺ εγὼ… ανάξω υμάς εκ των μνημάτων και εισάξω υμάς εις την γην του Ισραήλ. Και δώσω πνεύμα μου εις υμάς και ζήσεσθε, και θήσομαι υμάς επί την γην υμών».
Μετά το «Δι’ ευχών» ο πάπα-Γαβριήλ, μια μέρα νωρίτερα απ’ το κανονικό, μας μοίρασε κόκκινα αυγά –όχι βεβαίως για να τα φάμε Μεγάλη Παρασκευή– και ανακοίνωσε ότι, αν θέλαμε να εκκλησιαστούμε για την Ανάσταση, θα έπρεπε να ταξιδέψουμε στο Εδιμβούργο. Οι περισσότεροι δεν είχαμε τη δυνατότητα να το κάνουμε. Του το είπαμε κι εκείνος χαμογελαστός απάντησε: «Τότε ανάψτε ένα κεράκι μέσα στο δωμάτιό σας και ακούστε τη λειτουργία από το ραδιόφωνο. Το ίδιο κάνουν οι ναυτικοί κι όσοι βρίσκονται σε μέρη, όπου δεν υπάρχουν εκκλησίες».
Το βράδυ του Σαββάτου, στις 11.00 ώρα Ελλάδας, έπιασα στο ιντερνέτ το δεύτερο πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας κι άκουγα την αναμετάδοση απ’ τη μητρόπολη των Αθηνών. Στην αρχή καθόμουν σε μια καρέκλα, μετά το Χριστός Ανέστη όμως, και πριν από τη θεία λειτουργία, ξάπλωσα στο κρεβάτι ξέροντας ότι Εκείνος δεν θα με παρεξηγούσε. Στο τέλος, με νίκησε η κούραση της μέρας και παραδόθηκα στον ύπνο.
Ξυπνώντας το άλλο πρωί, το πρώτο πράγμα που είδα ήταν το κόκκινο αυγό πάνω στον πάγκο της μικρής κουζίνας. Και στο τηλέφωνό μου βρήκα μήνυμα απ’ τη μάνα μου, σταλμένο απ’ την πατρίδα, πεντέξι ώρες νωρίτερα: «Αγάπη μου», έγραφε, «Χριστός Ανέστη. Χωρίς εσένα δεν κάναμε φέτος ούτε μαγειρίτσα ούτε ψητό. Και ο μπαμπάς θυμήθηκε τις προηγούμενες χρονιές κι έβαλε τα κλάματα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου