Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

«Στον Εμφύλιο δεν συγκρούστηκαν οι άγγελοι με τους δαίμονες»

Ο Βασίλης Τσιαμπούσης και το μυθιστόρημά του «Γαλάζια Αγελάδα»

O Δραμινός συγγραφέας Βασίλης Τσιαμπούσης είχε υποσχεθεί στον εαυτό του ότι δεν επρόκειτο ποτέ να γράψει για όσα η οικογένεια της μητέρας του είχε πάθει στον Εμφύλιο -ο πατέρας της είχε εκτελεστεί άδικα από τους κομμουνιστές. 

Σήμερα, σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά, έκλεισε σε ένα τολμηρό, ειλικρινές και συγκινητικό βιβλίο μια μεγάλη ιστορική περίοδο στην οποία πρωταγωνιστούν αντάρτες της Ανατολικής Μακεδονίας (αριστεροί και εθνικιστές), απλοί άνθρωποι, ακόμα και ο εθνάρχης Κωνσταντίνος Καραμανλής...

«Δεν κάνω λογοτεχνία για να γίνω αρεστός και ευχάριστος. Εργα σαν την «Ορθοκωστά» και το δικό μου θα πρέπει να κρίνονται πρωτίστως για τη λογοτεχνική τους αξία ή απαξία και πολύ λιγότερο για την αξία ή την απαξία τους ως ιστορικά τεκμήρια. Ούτε Βαλτινός, που είναι σπουδαίος συγγραφέας και από τη σύγκρουση για την «Ορθοκωστά» βγήκε μάλλον αλώβητος, αν εξαιρέσουμε το ψυχικό του κόστος, ούτε εγώ, στο μέτρο της δύναμης του λόγου μου, ζητάμε να υποκαταστήσουμε τους ιστορικούς ή να καθοδηγήσουμε πολιτικά τον κόσμο. Λογοτεχνία κάνουμε. Ούτε διδάσκουμε ούτε κατευθύνουμε.
Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσα να πω ότι θα έπρεπε από παλιά να έχουμε ξεπεράσει τις εμπάθειες και τις εμμονές μας και να έχουμε αποκτήσει την ικανότητα να αναγνωρίζουμε και τα δικά μας λάθη και το δίκαιο των άλλων. Αν αυτό είχε γίνει στην ώρα του, η κοινωνία μας θα ήταν οπωσδήποτε πιο θωρακισμένη και εκείνοι που παρέσυραν και παραπλάνησαν τον κόσμο στα μετέπειτα χρόνια, χωρίζοντάς τον με διαχωριστικές γραμμές, θα ήταν λιγότερο επικίνδυνοι.

Της Βένας Γεωργακοπούλου

Ο Δραμινός συγγραφέας Βασίλης Τσιαμπούσης δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Οι πέντε συλλογές διηγημάτων του (το «Να σ” αγαπάει η ζωή» τιμήθηκε το 2004 από την Ακαδημία Αθηνών με το Βραβείο Πέτρου Χάρη) είναι πάντα σίγουρες επιλογές για αναγνωστική απόλαυση.

Και να που βγάζει ένα μυθιστόρημα, τη «Γαλάζια Αγελάδα» (εκδόσεις Μεταίχμιο), που σε εποχές ακραίας πόλωσης τολμάει να θίξει θέματα που κάνουν τζιζ. Τον Εμφύλιο στην Ανατολική Μακεδονία και τη δράση των εθνικιστικών ομάδων του Παγγαίου κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής. Αφηγητής της ιστορίας είναι ο Γ.Μ., ο θείος του συγγραφέα Γεώργιος Μούτσιος, δύο φορές βουλευτής Θεσσαλονίκης και υφυπουργός της Νέας Δημοκρατίας τη δεκαετία του ’70, άνθρωπος στενά δεμένος με την οικογένεια Καραμανλή. Η προσωπική του τραγωδία, που διαμόρφωσε και την πολιτική του πορεία, ήταν η εκτέλεση από τους κομμουνιστές του πατέρα του, βενιζελικού γιατρού Αθανάσιου Μούτσιου.
Η «Γαλάζια Αγελάδα» έχει μεγάλη συγγένεια με την «Ορθοκωστά» (1994) του Θανάση Βαλτινού. Τόσο θεματολογικά (και τα δύο αποκαλύπτουν τις θηριωδίες των αριστερών στον Εμφύλιο και δεν υποκύπτουν στην αγιοποίησή τους) όσο και αισθητικά (σμίγουν τα ντοκουμέντα με τη μυθοπλασία). Το μυθιστόρημα του Τσιαμπούση διαβάζεται απνευστί. Πόσο μάλλον που δεν περιορίζεται στον Εμφύλιο, αλλά, φτάνοντας μέχρι τη Μεταπολίτευση, προσφέρει μια ματιά στα εσώτερα της Ν.Δ. και στον τρόπο που οι βουλευτές, γενικά, των μεγάλων κομμάτων πολιτεύτηκαν οδηγώντας μας στο σημερινό αδιέξοδο. Πάνω απ” όλα, όμως, είναι μια συγκινητική έκκληση για κατανόηση, συμφιλίωση και συγχώρεση.

• H πρώτη εύλογη απορία του αναγνώστη είναι πόση αλήθεια και πόση μυθοπλασία υπάρχει στο βιβλίο.

«Από τα σαράντα κεφάλαια τα δεκαπέντε είναι η αφήγηση του Γ.Μ. Στα υπόλοιπα είκοσι πέντε έχουμε αφηγήσεις δευτερευόντων προσώπων, δύο επιστολές, ένα ρεπορτάζ από εφημερίδα του 1948 που αναφέρεται στην εκτέλεση τεσσάρων ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, ένα ποίημα, ένα απόσπασμα από ημερολόγιο κτλ. Το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της αφήγησης του Γ.Μ. καταλάμβανε περίπου τριάντα πέντε σελίδες, το βιβλίο έχει τριακόσιες περίπου. Βγαίνει, λοιπόν, ένα πρώτο συμπέρασμα για την ποσοτική συνεισφορά του αφηγητή και του συγγραφέα. Με άλλα λόγια, η αφήγηση του Γ.Μ. πλουτίστηκε με μυθοπλαστικά στοιχεία, προστέθηκαν, για παράδειγμα, μη πραγματικά πρόσωπα στην πλοκή, τα οποία πάντως αυστηρώς σχετίζονται με την προσωπική του ζωή και όχι με τον δημόσιο βίο του».

• Τι σας έκανε να γράψετε ένα μυθιστόρημα για τη συμμετοχή των εθνικιστών στην Αντίσταση κατά των Βουλγάρων στην Ανατολική Μακεδονία και για τη σύγκρουσή τους με τον ΕΛΑΣ; Η ψυχρή ανάγκη να γίνει η εικόνα για το αντάρτικο πιο αντικειμενική, με την αποκατάσταση αδικιών; Ή το γεγονός ότι ο παππούς σας, Αθανάσιος Μούτσιος, εκτελέστηκε από τους ΕΛΑΣίτες;

«Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν πρωτάρχισα να γράφω, είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι δεν επρόκειτο να γράψω για όσα η οικογένεια της μάνας μου είχε πάθει στον Εμφύλιο. Εξάλλου τόσοι πολλοί, και από τη μια και από την άλλη πλευρά, είχαν υποφέρει, κυνηγηθεί, εξοριστεί, βασανιστεί και σκοτωθεί. Κατά δεύτερο λόγο, διαβάζαμε εκείνη την εποχή πολλά λογοτεχνικά κείμενα που ήταν τελείως φορτισμένα, από συγγραφείς που ανήκαν και στη μια και στην άλλη παράταξη. Δεν ήθελα να προσθέσω κι εγώ ακόμα ένα. Λόγω εκείνης της απόφασής μου έχασα πολλές πρωτογενείς μαρτυρίες από πρόσωπα της οικογένειάς μου και προπαντός από την Παναγιώτα, μία από τις ηρωίδες του βιβλίου, αδερφή της μάνας μου, που είχε ζήσει την εκτέλεση του παππού μου από κοντά. Αυτή η θεία μου, μάλιστα, αν και απόφοιτος μόνο του Δημοτικού, ήταν υπέροχη αφηγήτρια, με μεγάλη παραστατικότητα, συγκινητικές αναφορές για όσα συνέβησαν, αλλά και με πολλή εμπάθεια και μίσος για τους κομμουνιστές. Τα χρόνια όμως πέρασαν, περίπου εβδομήντα από το 1944. Ο φανατισμός περί τον Εμφύλιο υποχώρησε. Σε αυτό συνεισέφεραν και η σιωπή του επίσημου κράτους μέχρι το 1980 και η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης επί ΠΑΣΟΚ και το κάψιμο των φακέλων από τους Μητσοτάκη και Φλωράκη. Μιλά πλέον κανείς χωρίς φόβο και χωρίς τον κίνδυνο να κατηγορηθεί ότι ξύνει παλιές πληγές. Γιατί όλοι μας πια έχουμε μάθει όσα τρομερά έγιναν και από τους “δικούς μας” και από τους “άλλους”. Κανείς δεν μπορεί να κρύψει σήμερα τις βιαιότητες που έκαναν οι ομοϊδεάτες του και να τα φορτώσει όλα στους “αντιπάλους”».

• Και γιατί αλλάξατε τελικά γνώμη και γράψατε τη «Γαλάζια Αγελάδα»;

«Σε ένα μεγάλο ταξίδι προς τη Βόρειο Ηπειρο ο θείος μου διηγήθηκε και πάλι την ιστορία του παππού μου για να την ακούσει και η γυναίκα μου. Διερχόμενοι από τη Βέροια, αγοράσαμε ένα καλό μαγνητόφωνο και γράψαμε όσα είπε. Ακολούθησαν και άλλες αφηγήσεις που, ακόμη και αν δεν ήταν αντικειμενικές, είχαν μια λεβεντιά και μια αμεσότητα αφοπλιστική. Ο Γ.Μ. δεν έριχνε πια όλα τα σφάλματα στους άλλους. Και, προπαντός, είχε μετανιώσει για πολλά από όσα είχε κάνει και είχε τη διάθεση να μιλήσει γι’ αυτά. Τότε είπα ότι η αφήγησή του θα άξιζε να διασωθεί. Και επειδή δεν είμαι ιστορικός αλλά λογοτέχνης, αντί να την παρουσιάσω ως μαρτυρία, την έκανα μυθιστόρημα. Ο ίδιος ο Γ.Μ. σε ένα σημείο του βιβλίου λέει ότι η λήθη επέρχεται μόνο με τη συγχώρηση. Και στο τέλος του βιβλίου φαίνεται να έχει συγχωρήσει τους πάντες. Οχι εύκολα, ούτε χωρίς θυμό και βρισιές, αλλά πάντως τους έχει συγχωρήσει».

• Οταν ο Θανάσης Βαλτινός έγραψε την «Ορθοκωστά», που ήταν για την Πελοπόννησο κάτι ανάλογο με αυτό που κάνετε εσείς για την Ανατολική Μακεδονία, πέρασε τα πάνδεινα. Το ρίσκο δεν το υπολογίσατε;

«Δεν κάνω λογοτεχνία για να γίνω αρεστός και ευχάριστος. Ο Γ.Μ. και δι’ αυτού ο συγγραφέας μιλούν με ειλικρίνεια και δεν έχουν πρόθεση ούτε να καταλογίσουν ευθύνες ούτε να κάνουν προπαγάνδα. Εργα σαν την “Ορθοκωστά” και το δικό μου θα πρέπει να κρίνονται πρωτίστως για τη λογοτεχνική, δηλαδή την αισθητική τους, αξία ή απαξία και πολύ λιγότερο για την αξία ή την απαξία τους ως ιστορικά τεκμήρια. Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσα να πω όχι ως ιστορικός αλλά ως σκεπτόμενος άνθρωπος και συνειδητός πολίτης ότι θα έπρεπε από παλιά να έχουμε ξεπεράσει τις εμπάθειες και τις εμμονές μας και να έχουμε αποκτήσει την ικανότητα να αναγνωρίζουμε και τα δικά μας λάθη και το δίκαιο των άλλων. Αν αυτό είχε γίνει στην ώρα του, η κοινωνία μας θα ήταν οπωσδήποτε πιο θωρακισμένη και εκείνοι που παρέσυραν και παραπλάνησαν τον κόσμο στα μετέπειτα χρόνια χωρίζοντάς τον με διαχωριστικές γραμμές θα ήταν λιγότερο επικίνδυνοι. Με άλλα λόγια, ούτε ο Βαλτινός, που είναι σπουδαίος συγγραφέας και από τη σύγκρουση για την “Ορθοκωστά” βγήκε μάλλον αλώβητος, αν εξαιρέσουμε το ψυχικό του κόστος, ούτε εγώ, στο μέτρο της δύναμης του λόγου μου, ζητάμε να υποκαταστήσουμε τους ιστορικούς ή να καθοδηγήσουμε πολιτικά τον κόσμο. Λογοτεχνία κάνουμε. Ούτε διδάσκουμε ούτε κατευθύνουμε».

• Σήμερα, όμως, τα εμφυλιοπολεμικά συνθήματα δίνουν και παίρνουν…

«Το ότι στις μέρες μας οι συμπεριφορές και όχι μόνο τα συνθήματα είναι εμφυλιοπολεμικά είναι, δυστυχώς, μια θλιβερή αλήθεια. Γι’ αυτό η “αυτοσυντήρηση” επιβάλλει στους νουνεχείς να σιωπούν μάλλον παρά να διακινδυνεύουν να γίνουν στόχος. Εντούτοις ο συγγραφέας έχει καθήκον να μιλάει, πρωτίστως με το έργο του, χωρίς να νοιάζεται για τις επιθέσεις. Επιτέλους, το να είσαι καλός συγγραφέας, εκτός από ταλέντο και διάθεση για δουλειά, απαιτεί και κάποια γενναιότητα».

• Οταν διάβασα τη φράση ότι «οι εθνικιστές καπετάνιοι», ειδικά ο Αντώντσαους, «στερήθηκαν την ευρεία αναγνώριση που τους άξιζε, παρ’ ότι την είχαν κερδίσει κυριολεκτικά με το σπαθί τους», ομολογώ ότι ένιωσα άσχημα. Είμαστε βαθιά επηρεασμένοι από την αριστερή ανάγνωση της Ιστορίας. Τι θα μπορούσε να βοηθήσει προς μια νέα ισορροπία; Βιβλία σαν το δικό σας; Η δουλειά των νέων ιστορικών;

«Η δουλειά των νέων ιστορικών. Από αυτούς αναμένεται να φωτίσουν το τοπίο και από αυτούς έχω και εγώ αντλήσει σημαντικές πληροφορίες. Οσον αφορά τον δικό μου ρόλο, επειδή μου έχει ασκηθεί κριτική και από την πλευρά των συμπολεμιστών του Αντώνη Φωστηρίδη (Αντώντσαους), ότι τον Καπετάνιο τον αδίκησα, και επειδή πολλοί δεν θα διαβάσουν το βιβλίο, αλλά θα μείνουν με την εντύπωση ότι προσπάθησα να αγιοποιήσω τους εθνικιστές καπετάνιους, επιτρέψτε μου να παραθέσω ένα απόσπασμά του (αφήγηση Γ.Μ.): “Βαδίζοντας προς το νεκροταφείο σκεφτόμουν πως ο Αντώντσαους ήταν σκληροτράχηλος, αποφασιστικός, αγροίκος, έτσι ήταν οι περισσότεροι καπεταναίοι της Αντίστασης. Ξεπάστρεψε Βουλγάρους κι Ελασίτες σαν κοτόπουλα, τραυματίστηκε πέντε φορές από σφαίρες των αντιπάλων, έχασε παλικάρια, ανάμεσά τους και τον αδερφό του, κι αψήφησε στα ίσια τον θάνατο. Πολέμησε με τον Θεό κι έκανε συμφωνίες με τον διάβολο… Πάνω όμως στ’ άγρια βουνά, στα σύνορα με τη Βουλγαρία, σε αδιάκοπο πόλεμο με τους Βουλγάρους και με τον ΕΛΑΣ, μόνο με αυτόν τον χαρακτήρα μπορούσε να επιβληθεί και να επιβιώσει. Γι’ αυτό τον έτρεμαν και οι εχθροί και οι φίλοι του. Κι όποιος ψάχνει στην κόλαση για ευαισθησίες κι ευγενικά αισθήματα μπερδεύει τη ζωή με τα μυθιστορήματα και με τον κινηματογράφο”».

• Δεν αποσιωπάτε πάντως τα εγκλήματα των εθνικιστών.

«Υπάρχει αναφορά στα γεγονότα της Πρωτοχρονιάς του 1944, που σκότωσαν 17 ΕΛΑΣίτες, με τους οποίους είχαν συνάντηση για ανακωχή μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων. Το βιβλίο θα πρέπει να διαβαστεί ως ενιαίο κείμενο, προτού βγουν τα όποια συμπεράσματα. Πρόκειται για μια ιστορία από κατασκευής ισορροπημένη, που προσπαθεί με μέσα καθαρά μυθοπλαστικά να οδηγήσει στην κάθαρση».

• Οι δύο βασικοί ήρωές σας, ο αδικοσκοτωμένος από τον ΕΛΑΣ γιατρός και ο πολιτικός, γιος του, είναι εντελώς διαφορετικά μεγέθη. Ο πρώτος είναι μια γοητευτική λογοτεχνικά προσωπικότητα. Ο δεύτερος είναι στεγνός και μέτριος. Πώς τον λέει κάπου ο Γεώργιος Ράλλης; «Ευνοούμενο υπηρέτη» των Καραμανλήδων. Σας δυσκόλεψε η μεταφορά του λόγου του;

«Ο γιατρός Αθανάσιος Μούτσιος δημιουργήθηκε ως μυθιστορηματικό πρόσωπο. Μάλιστα ο Γ.Μ. μού είπε ότι ο χαρακτήρας του στο βιβλίο δεν έχει σχέση με τον πραγματικό. Του εξήγησα ότι τον “κατασκεύασα” όπως με βόλευε καλύτερα σε αυτά που ήθελα να πω. Επίσης ότι δεν ήθελα έναν πατέρα εξιδανικευμένο, όπως τον είχε περιγράψει ο Γ.Μ., ενδεχομένως και από τις τύψεις του, γιατί η κατάταξή του στις εθνικιστικές ανταρτικές ομάδες σίγουρα έπαιξε ρόλο στην εκτέλεσή του. Οσο για τον Γ.Μ., αλλιώς παρουσιάζεται κατ’ αρχάς και αλλιώς όταν, χάνοντας έναν προς έναν τους δικούς του ανθρώπους, μένει γέρος και μόνος. Στο τέλος ο λόγος του αποκτά λυρικότητα και συναίσθημα, έτσι τουλάχιστον προσπάθησα να το αποδώσω. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί στη “Γαλάζια Αγελάδα” αφηγούμαι τη συναισθηματική περιπέτειά του και όχι την ιστορία του. Καθώς το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται, ο Γ.Μ. αλλάζει. Αν δεν άλλαζε, το μυθιστόρημα δεν θα είχε λόγο να γραφεί και δεν θα άξιζε τίποτε».

• Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής περνάει στην αφήγηση του Γ.Μ. με όλα τα γνωστά κλισέ. Δεν προσφέρετε κάτι καινούργιο στον αναγνώστη. Ή μήπως δεν μιλάει ο λογοτέχνης Τσιαμπούσης, αλλά ο νεοδημοκράτης Γ.Μ.;

«Σε γενικές γραμμές είναι όπως το λέτε. Αλλά μην ξεχνάτε ότι ο ίδιος ο Καραμανλής προστάτευε την εικόνα του με κάθε τρόπο και κάθε θυσία. Επιπλέον, στο βιβλίο φαίνεται ότι οι φορές που βρέθηκαν μαζί ο Γ.Μ. και ο Καραμανλής ήταν μετρημένες, άρα ο αφηγητής δεν έχει πολλά να καταθέσει πέρα από τα στερεότυπα. Εντούτοις, κάποιες “σκόρπιες” λεπτομέρειες, π.χ. από τη συζήτηση του Γ.Μ. με τον Γεώργιο Ράλλη, δίνουν, νομίζω, μια πιο ενδιαφέρουσα και πιο ενδοσκοπική εικόνα για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Και τονίζουν κάποιες πτυχές του χαρακτήρα του, σκληρές ίσως, που όμως για την πολιτική θα μπορούσαν να θεωρηθούν και ως προτερήματα».

• Πόσο δύσκολο ήταν για τον Γ.Μ. να μιλήσει για τα εσωκομματικά «άπλυτα» της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και να παρουσιάσει τον Μητσοτάκη ως μετρ των εξυπηρετήσεων;

«Μιλώντας για τα “άπλυτα” της Νέας Δημοκρατίας ο Γ.Μ. ήθελε να ζητήσει μια συγγνώμη για την προσωπική του συμμετοχή, επιτέλους και για τη διάψευση των δικών του πολιτικών οραμάτων. Από την άλλη, πώς θα μπορούσε να κατηγορήσει τον Αβέρωφ και τον Μητσοτάκη ότι τον απομάκρυναν αδίκως από το κόμμα, όταν και ο ίδιος, διά των ρουσφετιών, είχε αδικήσει πολλούς εν γνώσει ή αγνοία; Εστω και εκ των υστέρων, λοιπόν, ο Γ.Μ. που ομολογεί στο βιβλίο ότι έκανε εκατοντάδες διορισμούς, ζητά δημοσίως συγγνώμη. Σε μια εποχή μάλιστα που οι πάντες τον έχουν ξεχάσει και κανείς δεν του ζητά ευθύνες. Οσο για την εικόνα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη κατά το 1965, μάλλον δεν ξενίζει κανέναν, όχι σε σχέση με όσα συνέβησαν αργότερα, αλλά με βάση την τυπική εικόνα πολλών πρωτοκλασάτων υπουργών, που αυθαιρετούσαν τότε με μεγάλη ευκολία».

• Γιατί διαλέξατε τη φόρμα της πολυφωνικής αφήγησης και όχι, για παράδειγμα, μια οικογενειακή σάγκα με αρχή, μέση και τέλος;

«Η αφήγηση του Γ.Μ. δεν θα μπορούσε παρά να δίνεται από μια συγκεκριμένη σκοπιά. Και αν το κείμενο παρουσιαζόταν ως μαρτυρία, αυτό το στοιχείο δεν θα ενοχλούσε ίσως κανέναν. Από τη στιγμή όμως που με βάση το συγκεκριμένο υλικό γράφτηκε ένα μυθιστόρημα, θα έπρεπε το κείμενο να ισορροπήσει κατά δύο διευθύνσεις: Πρώτον, θα έπρεπε να εξασφαλιστεί μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αντικειμενικότητα (παρ’ όλο που σε τέτοια ζητήματα είναι αδύνατον να υπάρξει, με όση εντιμότητα και αν τα εξετάζεις). Αρα θα έπρεπε να καταγραφούν και οι απόψεις της άλλης πλευράς ή, έστω, να παρεμβληθούν στην αφήγηση αντιστικτικές παρατηρήσεις. Ακόμη, η αφήγηση, ιδίως για τη Μεταπολίτευση, αφορούσε στεγνά γεγονότα, που δύσκολα θα μετατρέπονταν σε λογοτεχνικό κείμενο. Με διάφορες παρεμβολές περισσότερο “λογοτεχνικών” κεφαλαίων, προσπάθησα να στήσω ένα μυθιστόρημα που να έχει χωνεμένα τα ιστορικά στοιχεία, τις διάφορες απόψεις, τις ερμηνείες, τις λογοτεχνικές αφηγήσεις κτλ. Η επιλογή δηλαδή δεν έγινε για λόγους μοντερνισμού, αλλά γιατί θεώρησα ότι η συγκεκριμένη μορφή ήταν η πιο πρόσφορη που μπορούσε να υπάρξει».

• Και κάτι τελευταίο για το οποίο ήδη έγινε πολύς λόγος. Αν κάποιος σας κατηγορούσε ότι ίσως ξεθάβετε τον όρο ΕΑΜοβούλγαροι, τι θα απαντούσατε;

«Δεν χρησιμοποιώ πουθενά αυτόν τον όρο. Ακόμα όμως και αν τον χρησιμοποιούσα, θα τον χρησιμοποιούσα για να κάνω αληθοφανέστερη την αφήγηση κάποιου αφηγητή, που θα μπορούσε να τον πει. Οροι όπως ΕΑΜοβούλγαροι και μοναρχοφασίστες χρησιμοποιήθηκαν κατά τον Εμφύλιο για να πλήξουν το κύρος των αντίπαλων οργανώσεων. Οι οποίες, βέβαια, όχι μόνο δεν ήταν αθώες, αλλά δεν δίστασαν να συνάψουν ανίερες συμμαχίες με Γερμανούς και Βουλγάρους. Οπως λέει κάπου και ο Γ.Μ., “σ’ εκείνη τη συγκυρία δεν συγκρούστηκαν οι άγγελοι με τους δαίμονες. Ολοι είχαν τους στόχους και τα πιστεύω τους για την επόμενη μετά την απελευθέρωση μέρα και, για να τα επιβάλουν, δεν δίσταζαν μπροστά σε τίποτε».


Δεν υπάρχουν σχόλια: