Παρά τα όσα λέγονται το μεγάλο και υπερτροφικό κράτος, ο βασικός δηλαδή υπαίτιος της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα, αντί να μικραίνει σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας, μεγαλώνει.
Oι πρωτογενείς δαπάνες της κεντρικής κυβέρνησης στα τέσσερα τελευταία χρόνια παρουσιάζουν ως ποσοστό του ΑΕΠ οριακή αύξηση (28,4% το 2013 από 28% το 2009), ενώ οι πρωτογενείς δαπάνες της γενικής κυβέρνησης, ως ποσοστό του ΑΕΠ πάντοτε, παρουσιάζουν οριακή μείωση κατά 1,4% (43,2% το 2013 από 44,6% το 2009), όταν το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε την ίδια περίοδο κατά 21%...
Μια ακόμη απόδειξη του παραπάνω ισχυρισμού είναι ότι τα φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν στο 23,8% για το 2013 από 21,5% που ήταν το 2009. Και τούτο γιατί η αύξησή τους δεν οφείλεται στον περιορισμό της φοροδιαφυγής αλλά στην αύξηση των φόρων που θα κληθούν να πληρώσουν, σε αντίθεση με τους επιτήδειους που φοροδιαφεύγουν, οι ίδιοι συνεπείς φορολογούμενοι που μέχρι σήμερα πλήρωναν φόρους. Τώρα οι τελευταίοι θα πληρώσουν ακόμη περισσότερα.
Κι επειδή και πάλι τα έσοδα δεν φτάνουν να καλύψουν τις υπέρογκες δαπάνες, το κράτος, αντί να φορολογήσει το παραγόμενο εισόδημα, καταφεύγει στην εύκολη πλην όμως παράλογη και ανήθικη φορολόγηση ανύπαρκτης ακίνητης περιουσίας (ανύπαρκτης δεδομένου ότι η αξία της υπολογίζεται βάσει αντικειμενικών αξιών που δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές αξίες των ακινήτων), η οποία δεν παράγει εισόδημα και έχει ήδη υπερφορολογηθεί.
Και τι προσδοκά να εισπράξει για το 2014; Το πολύ 2,9 δισ. ευρώ.
Το κράτος υπερφορολογεί τα ακίνητα –με όλες τις αρνητικές συνέπειες που κατά καιρούς έχουμε εκθέσει για τους ιδιοκτήτες και την οικονομία– επειδή δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τη φοροδιαφυγή.
Το Δημόσιο θα εισέπραττε κάθε χρόνο 7,5 δισ. ευρώ περισσότερα από όσα εισπράττει σήμερα. Αυτό είναι το ποσό που χάνεται από τη φοροδιαφυγή μόνο από τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων. Τα οικονομικά στοιχεία καταδεικνύουν το μέγεθος του παραλογισμού. Από τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων το Δημόσιο θα εισπράξει φέτος περίπου 7,5 δισ. ευρώ, δηλαδή μόλις το 4% του ΑΕΠ!
Ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι 8,7% του ΑΕΠ και της ΕΕ των 28 είναι περίπου 9% του ΑΕΠ. Εάν εισπράττετο και στην Ελλάδα από τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων το 8% του ΑΕΠ (δηλαδή και πάλι λιγότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης), τα αντίστοιχα έσοδα για το 2013 θα ήταν 15 δισ. ευρώ. Το Δημόσιο δηλαδή θα εισέπραττε κάθε χρόνο 7,5 δισ. ευρώ περισσότερα από όσα εισπράττει σήμερα.
Αυτό είναι το ποσό που χάνεται από τη φοροδιαφυγή μόνο από τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Προσέξτε τον παραλογισμό, σε μια χώρα με ανώτατο φορολογικό συντελεστή 45% ή 33% (για ελεύθερους επαγγελματίες) τα έσοδα του κράτους περιορίζονται στο 4% του ΑΕΠ!
Οι λαϊκιστές της αριστεράς, ου μην αλλά και της δεξιάς, θα σπεύσουν να παρατηρήσουν, όπως κάνει ήδη ο Α. Τσίπρας, ότι μόλις καταλάβουν την εξουσία θα «συλλάβουν» τη φορολογητέα ύλη που σήμερα κρύβεται και όλοι πλέον θα τρώμε με χρυσά μαχαιροπήρουνα.
Αλλά τα στοιχεία για την ανικανότητα του κράτους να πατάξει τη φοροδιαφυγή δεν τεκμηριώνουν τα λαϊκιστικά συνθήματα του τύπου «λεφτά υπάρχουν» για να δικαιολογήσουν νέες φορομπηχτικές πολιτικές ή περαιτέρω αυστηροποίηση του συστήματος των ποινών.
Υπάρχουν δυστυχώς αφελείς που πιστεύουν τους λαϊκιστές του κρατισμού ή κάνουν πως τους πιστεύουν. Η πραγματικότητα ωστόσο διαφέρει από τις αναψυκτικές δηλώσεις των Δον Κιχώτηδων του λαϊκισμού. Η οικονομική ανάλυση αλλά και η εμπειρία των προηγμένων χωρών έχει δεκαετίες τώρα αποδείξει ότι η φοροδιαφυγή δεν αντιμετωπίζεται με νέους φόρους, με αστυνομικά μέτρα και με αυστηρότερες ποινικές ή διοικητικές κυρώσεις που θίγουν στον πυρήνα τους θεμελιώδη δικαιώματα των φορολογουμένων.
Οι βασικές αιτίες της φοροδιαφυγής σύμφωνα με όλες τις εκθέσεις των διεθνών οργανισμών, χωρίς τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις των εκπροσώπων του ελληνικού πελατειακού τόξου, είναι οι εξής:
α) οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές,
β) η πολυπλοκότητα-πολυνομία της φορολογικής νομοθεσίας,
γ) η έλλειψη ανταποδοτικότητας για το φορολογούμενο,
δ) η αδικία του φορολογικού συστήματος.
Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής προϋποθέτει μείωση των δημοσίων δαπανών και των φόρων.
Η απόλυτα συνειδητή επιλογή του πελατειακού κομματικού συστήματος, ήδη από το 2009, να αυξήσει τους φόρους αντί να μειώσει τη δημόσια σπατάλη, αύξησε αναλόγως και το μέγεθος της φοροδιαφυγής. Από τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών προκύπτει ότι το 35% των φόρων πληρώνεται από το 3% των φορολογουμένων που δηλώνουν το 15% των συνολικών εισοδημάτων.
Η υψηλή φορολογία, η πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος, η αδιαφάνεια και αναποτελεσματικότητα των κρατικών μηχανισμών που οδηγούν τον μόχθο των φορολογουμένων σε μια μαύρη τρύπα απίστευτης σπατάλης, η έλλειψη ανταποδοτικότητας στις παροχές του κράτους, οι νησίδες υπερτροφικής εύνοιας και προστασίας που έχει δημιουργήσει το κομματικό σύστημα εξουσίας για τις δικές του προσοδοθηρικές ομάδες είναι οι αιτίες που αμβλύνουν τη φορολογική συνείδηση των πολιτών και διευκολύνουν τη φοροδιαφυγή. Αντιθέτως, όταν οι φορολογικοί συντελεστές είναι σε χαμηλά επίπεδα η φοροδιαφυγή μειώνεται.
Χαρακτηριστικό στοιχείο επίσης του φαινομένου της φοροδιαφυγής είναι ότι αυτή διαχέεται «δημοκρατικότατα» σε πολύ μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και δεν αποτελεί «προνόμιο» των πλουσίων.
Αυτό το τελευταίο είναι ένας ακόμη από τους προσφιλείς μύθους των κρατικιστών που επαναλαμβάνει συχνά ο Α. Τσίπρας (τον είχε χρησιμοποιήσει και ο Γ. Α. Παπανδρέου το 2009), ότι δηλαδή δεν φορολογούνται οι πλούσιοι, κι ότι αν η κυβέρνηση αποφάσιζε να τους φορολογήσει θα έλυνε ως δια μαγείας το δημοσιονομικό πρόβλημα, είναι ο μύθος που συνοψίζεται, όπως είπαμε, στη φράση «λεφτά υπάρχουν ή οσονούπω θα υπάρξουν».
Ο μύθος αυτός συνετέλεσε αποφασιστικά στην καταστροφή της οικονομίας. Όμως από τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών προκύπτει ότι το 35% των φόρων πληρώνεται από το 3% των φορολογουμένων που δηλώνουν το 15% των συνολικών εισοδημάτων.
Κανένας όμως δεν λέει αυτή την αλήθεια, ότι δηλαδή το κύριο βάρος των αμέσων φόρων επωμίζεται μια πολύ μικρή μερίδα φορολογουμένων. Το ότι η μείωση των φορολογικών συντελεστών μειώνει το μέγεθος της φοροδιαφυγής ισχύει και στην περίπτωση των εμμέσων φόρων.
Σύμφωνα με σχετική μελέτη της Ε.Ε. η Ελλάδα το 2011 κατέγραψε τις δεύτερες υψηλότερες μετά τη Ρουμανία απώλειες εσόδων από τον ΦΠΑ μεταξύ των κρατών-μελών της Ένωσης (9,7 δισ. ευρώ ή 4,7% του ΑΕΠ).
Ο μέσος όρος των 26 τότε χωρών ήταν 1,5% του ΑΕΠ της Ε.Ε. Το 2008 πριν την πρώτη αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ από την κυβέρνηση Καραμανλή (από 18% σε 19%) οι απώλειες εσόδων από ΦΠΑ βρίσκονταν κοντά στο 3% του ΑΕΠ. Ακολούθησε το 2010 η φοροκαταιγίδα των σοσιαλιστών Παπανδρέου – Παπακωνσταντίνου, όπου μεταξύ άλλων αυξήθηκαν και οι συντελεστές του ΦΠΑ στο 23% (αύξηση δηλαδή περίπου 20%).
Η χώρα από απώλειες ΦΠΑ 7 δισ. ευρώ το 2008 με ΑΕΠ κοντά στα 240 δισ. ευρώ, έφθασε σχεδόν τα 10 δισ. ευρώ το 2011 με ΑΕΠ στα 206 δισ. ευρώ.
Η αύξηση των φόρων οδήγησε σε μεγάλη μείωση των εσόδων και ταυτοχρόνως σε ακόμη μεγαλύτερη διαφθορά και αναποτελεσματικότητα του φοροελεγκτικού μηχανισμού.
Κατόπιν αυτών υποστηρίζω ότι εάν δεν απαλλαγούμε το ταχύτερο δυνατόν από την τυραννία των μύθων που με συστηματικό τρόπο καλλιέργησε και συντηρεί ως κοινωνική συνείδηση και αντίληψη η συμμαχία των κομματικών και πελατειακών (επιχειρηματικών και συνδικαλιστικών) δικτύων που κυβερνά δεκαετίες τώρα σε βάρος της παραγωγικής ιδιωτικής οικονομίας δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας της χώρας.
Άρθρο του Τάσου Αβραντίνη
στο Andro.gr
στο Andro.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου