Του Βασίλη Τσιαμπούση
Ο Ιούλιος, από σύμπτωση, είναι ένας μήνας μέσα στον οποίο, στη διάρκεια των τελευταίων 60 ετών, έλαβαν χώρα στην Ελλάδα σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Σε αυτά τα χρόνια έχουν γίνει:
Τα Ιουλιανά και η Αποστασία, το 1965, το Πραξικόπημα των Χουντικών στην Κύπρο κατά του αρχιεπισκόπου Μακαρίου (15 Ιουλίου του 1974), η εισβολή των Τούρκων στο νησί στις 23 Ιουλίου (πληγή που κακοφόρμισε και δεν λέει να γιατρευτεί), η πτώση της Χούντας και η αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, το ανώφελο δημοψήφισμα του 2015 και η υπογραφή του επαχθούς 3ου Μνημονίου (που όμως κράτησε την Ελλάδα στην Ε.Ε. και στη ζώνη του ευρώ)…
Στην προβολή αυτών των γεγονότων, στην ανάλυσή τους, στην ενημέρωση της κοινής γνώμης για να τα προσλάβει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σπουδαίο ρόλο έπαιξαν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Και αν το 1965 δεν υπήρχε καν η τηλεόραση –και οι ειδήσεις του ραδιοφώνου ελέγχονταν από το κράτος– και το 1974 δεν υπήρχε το ιντερνέτ –ενώ η τηλεόραση και το ραδιόφωνο συνέχιζαν να είναι υπό κρατικό έλεγχο–, έκτοτε στην Ελλάδα υπάρχει πλουραλισμός και ελευθερία στη διακίνηση των πληροφοριών, με πολλά καλά αποτελέσματα αλλά και κάποιες άσκημες παρενέργειες.
Το κύριο στοιχείο στη σωστή λειτουργία των Μ.Μ.Ε. είναι αναμφισβήτητα η ελεύθερη διακίνηση των ειδήσεων, των ιδεών, των απόψεων και των γνωμών. Αυτό κατοχυρώνει (μαζί με άλλες ρήτρες) τη λειτουργία της δημοκρατίας. Το κύριο κακό ότι, ιδίως στις μέρες μας, σε κάποια μέσα (π.χ. της κοινωνικής δικτύωσης) ή σε κάποια site μπορεί ο καθείς να λέει «τα δικά του», ακόμα και ψεύδη και ανακρίβειες και fakenews. Να λέει, δηλαδή, πράγματα που δηλητηριάζουν το τοπίο της ενημέρωσης. Κάτι που το αντιμετωπίσαμε σε μεγάλο βαθμό τις ημέρες της πανδημίας με όσα διακινήθηκαν στο διαδίκτυο (υπερβολές, παραπληροφόρηση, συνομωσιολογίες κλπ).
Πολλοί διατυπώνουν την άποψη ότι θα έπρεπε να θεσπιστούν κάποια ανεξάρτητα όργανα για να ελέγχουν ό,τι γράφεται κι ακούγεται σε αυτά τα μέσα. Αυτή η λύση όμως πιθανότατα θα ζημιώσει τη δημοκρατία μας. Τότε τι πρέπει να γίνει; Ποια λύση θα μπορούσε να δοθεί για την προστασία του κόσμου στην πολιτική ενημέρωση, στα της δημόσιας υγείας, στα θέματα της δημοκρατίας;
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η δημοκρατία δεν είναι πολίτευμα του καναπέ και του τάμπλετ. Ακούμε (αραχτοί) τις ειδήσεις στην τηλεόραση, μπαίνουμε στα σάιτ (συνήθως σε εκείνα που υποστηρίζουν αυτό που θέλουμε ν’ ακούσουμε), σερφάρουμε στο διαδίκτυο, καμιά φορά σε θολά νερά, και έχουμε την ψευδαίσθηση ότι αυτό μας αρκεί. Αλλά η εύπεπτη ειδησεογραφία και οι αναλύσεις του τάλιρου (καμιά φορά του ενός λεπτού), χωρίς να είναι άχρηστα πράγματα, δεν μας κάνουν ούτε πιο πληροφορημένους ούτε πιο σοφούς. Και προπαντός δεν μας μπάζουν στο βάθος των θεμάτων, αλλά μας κρατούν στη στιλπνή και ταχύτατα εξαφανιζόμενη επιφάνεια των γρήγορων εντυπώσεων.
Μέσα σ’ αυτόν τον βομβαρδισμό με τρέχουσες ειδήσεις και θέματα που αλλάζουν στο άψε σβήσε, το μέσο που, σε σχέση με τα υπόλοιπα, διατηρεί τη σοβαρότητα και την εγκυρότητά του είναι ο ημερήσιος κι ο εβδομαδιαίος τύπος. Στις εφημερίδες –που ασφαλώς κι έχουν η κάθε μια τον δικό της πολιτικό προσανατολισμό– μπορεί κανείς να βρει πολλά έγκυρα άρθρα, ποικιλία απόψεων, ελευθερία γνωμών, ανάπτυξη σοβαρών επιχειρημάτων, λόγο με ουσία…
Η δημοκρατία δεν προάγεται όταν τρώμε μασημένη τροφή. Θέλει να προβληματιζόμαστε, να μοχθούμε για να κατανοούμε, να μελετάμε, να μην εφησυχάζουμε, να αφιερώνουμε στα διάφορα ζητήματα τον χρόνο που χρειάζεται για να τα ξεδιαλύνουμε. Οι εφημερίδες έχουν την πολυτέλεια, εκ της φύσης τους, να ασχολούνται όχι αποκλειστικά με την επικαιρότητα, αλλά να συνδέουν το σήμερα με το παρελθόν και το μέλλον. Αφού δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τα μέσα που βασίζονται στην τεχνολογία και στην αστραπιαία μετάδοση της πληροφορίας, μπορούν να σκάβουν σε βάθος και να αναλύουν στον αναγνώστη όλες τις πιθανές πτυχές και προοπτικές.
Μέσα στην οικογένεια των σοβαρών εφημερίδων και των δημοσιογράφων τους, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τις καλές τοπικές εφημερίδες, και όσους γράφουν σε αυτές με σύνεση και μετριοπάθεια. Ο τοπικός τύπος μάς ενημερώνει και μας προβληματίζει κυρίως για τα θέματα που άπτονται της καθημερινότητάς μας, που όμως είναι εξίσου σημαντικά με τα πανελλήνιου ενδιαφέροντος. Επιπλέον, ο τοπικός τύπος έχει λιγότερες δεσμεύσεις είναι πιο πλουραλιστικός, πιο έντιμος και λιγότερο φανατισμένος από άλλα έντυπα, που βρίσκονται κοντά στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση. Τολμώ μάλιστα να πω ότι, πολλές φορές, ο τοπικός τύπος λειτουργεί ως πόλος συνεργασίας και συνδιαλλαγής των αντιτιθέμενων πλευρών και παρατάξεων, ακόμα και σε περιόδους έντασης και μεγάλων διαχωρισμών.Διαβάζοντας κάποιος τα παραπάνω, θα έλεγε ότι αναμασώ κοινότοπα πράγματα που, επιτέλους, τα σκέφτεται χωρίς κόπο όποιος έχει τον κοινό νου.
Θέλησα όμως να μιλήσω για την αξία του τύπου και κυρίως των τοπικών εφημερίδων, στη μνήμη του φίλου μου Νίκου Σιμόπουλου, που πέθανε τον Ιούλιο του 2011, πριν από 10 χρόνια ακριβώς. Αυτού που, παρατώντας τις σπουδές του σε μια σχολή που υποσχόταν καλή επαγγελματική αποκατάσταση, δημιούργησε την εφημερίδα Χρονικά της Δράμας και δόθηκε ολόψυχα στο κυνήγι των ονείρων του. «Επένδυσε» στο μεράκι του να αναλύει και να δημοσιεύει την άποψή του, σχεδόν πάντα αιρετική, και σε μια απέλπιδα προσπάθειά του να ξυπνήσει τους Δραμινούς, που δικαίως ή αδίκως του φαίνονταν νωθροί κι αδιάφοροι για την πόλη τους.
Ο Νίκος Σιμόπουλος δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Ήταν οξυδερκής και ενημερωμένος, είχε ιδεολογία και απόψεις, που τις υποστήριζε με κάθε κόστος, και αυτό τον έφερνε πολλές φορές σε κόντρα ακόμα και με τους φίλους του. Αγαπούσε το διάβασμα και είχε γνώσεις ακόμα και σε τομείς που δεν το περίμενε κανείς. Ήταν ένα προικισμένο και ιδιαίτερο άτομο, που όμως δεν ήξερε να βγάζει λεφτά από τη δουλειά του.
Επ’ αυτού, θα ήθελα να εξομολογηθώ κάτι που συνέβη μεταξύ μας, για το οποίο αισθάνομαι πάντα υποχρεωμένος απέναντί του. Το 1988 ο Νίκος ζήτησε και διάβασε τα πρώτα διηγήματά μου. Εκείνο τον καιρό ήταν συνέταιρος στην εκδοτική εταιρεία Infoprint, που έδρευε στη Θεσσαλονίκη. Του άρεσαν και μου πρότεινε να τα εκδώσουμε ιδιωτικά. Του είπα ότι δεν είχα το ποσό που χρειαζόταν για να το κάνω.
«Αν σου τα βγάλω με 120.000 δραχμές, είναι καλά;», με ρώτησε.
Γέλασα, γιατί για αντίστοιχα βιβλία κάποιοι πλήρωναν 300.000 δραχμές. «Θα μπεις μέσα», του απάντησα.
Εκείνος όμως επέμεινε, τα εξέδωσε και, φυσικά, μπήκε μέσα. Όταν πήρα τα αντίτυπα στα χέρια μου έμεινα έκπληκτος από την υψηλή ποιότητα της έκδοσης. Γιατί ξέφευγε από τα συνηθισμένα και αυτό συνεπαγόταν ακόμα μεγαλύτερο κόστος για την εταιρία. Ζήτησα να του πληρώσω συμπληρωματικά όσα χρειάζονταν κι έβαλε τα γέλια. «Τέλος πάντων», δέχτηκε, «δώσε ακόμα 20 χιλιάρικα, γιατί γκρινιάζει ο συνέταιρός μου, και πάρε δρόμο».
Τα επόμενα χρόνια κάποιοι με ρωτούσαν γιατί δημοσίευα –και δημοσιεύω ακόμα– τα άρθρα μου στα Χρονικά της Δράμας, ενώ υπάρχουν και άλλα μέσα, φιλικά και αξιοπρεπέστατα, που θα μπορούσαν να τα φιλοξενήσουν. «Για να μη φανώ αχάριστος», τους απαντούσα. Και όσοι καταλάβαιναν, καταλάβαιναν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου