Εξακολουθούν παρ όλα αυτά να προβληματίζουν το υψηλό χρέος, παρά το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης και φυσικά τα «κόκκινα δάνεια».
Η χαμηλή συναλλακτική δραστηριότητα του θέρους, η...συνεχιζόμενη διολίσθηση των τιμών από τα υψηλά των 928,29 μονάδων του Γενικού Δείκτη της 14ης Ιουνίου και η μεγάλη άντληση κεφαλαίων μέσω των αυξήσεων κεφαλαίου και της συνεχούς έκδοσης ομολογιακών δανείων είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της αγοράς το τελευταίο διάστημα.
Χαρακτηριστικά, που μαζί με τις θετικές προοπτικές της οικονομίας, την έγκριση του προγράμματος «Ελλάδα 2.0» και τις ελπίδες για ανάκαμψη του τουρισμού συνθέτουν ένα ερώτημα σε σχέση με την πορεία του Ελληνικού Χρηματιστηρίου, που βρίσκεται στη σκέψη όλων των επενδυτών: Θα συνεχίσουν οι διεθνείς αγορές να ανεβαίνουν ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο και η δική μας πορεία ή θα συμπέσουμε χρονικά με μια μεγάλη διόρθωση των χρηματαγορών που θα μας συμπαρασύρει χωρίς να έχουμε προλάβει να αποτιμήσουμε τις ενδεχόμενες θετικές εξελίξεις;
Aς δούμε τι συμβαίνει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και αν η αγορά των ταύρων θα μπορούσε να συνεχίσει για κάποια χρόνια ακόμα:
Το α΄τρίμηνο του 2021 η αμερικάνικη οικονομία αναπτύχθηκε κατά 6,4%, το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό ανάπτυξης τριμήνου από το γ' τρίμηνο του 2003, ενώ το δ' τρίμηνο του 2020 το αμερικανικό ΑΕΠ είχε αναπτυχθεί κατά 4,3%. Υπάρχει τεράστια ανεκμετάλλευτη ζήτηση από τον ιδιωτικό τομέα που θα βοηθήσει στην αύξηση του ΑΕΠ των ΗΠΑ στο 8% φέτος και 3,5% -4,5% για χρόνια μετά από αυτό, σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές.
Κατ' αρχάς υπάρχει ακόμα μεγάλη ζήτηση για αγορά κατοικιών, όπως καταδεικνύει ο S&P CoreLogic Case-Shiller, ο δείκτης κατοικιών 20 πόλεων που αυξήθηκε κατά 14,9% τον Απρίλιο του 2021, μετά από αναθεωρημένη αύξηση 13,4% τον προηγούμενο μήνα και ξεπερνώντας τις προσδοκίες της αγοράς κατά 14,5%.
Ήταν η μεγαλύτερη ετήσια αύξηση των τιμών από τον Δεκέμβριο του 2005, καθώς η ζήτηση για προαστιακά σπίτια παρέμεινε ισχυρή μετά την πανδημία COVID-19 και τα χαμηλά επιτόκια.
Η αγορά ενός σπιτιού συνεπάγεται και περισσότερη κατανάλωση στα είδη κατοικίας. Λόγω του φόβου και των ανησυχιών της πανδημίας, οι καταναλωτές έχουν αναβάλλει τις αγορές τους και γι' αυτό το λόγο το ποσοστό προσωπικής αποταμίευσης έφτασε σχεδόν το 16% του ΑΕΠ, με το προηγούμενο υψηλό να είναι το 10% τη δεκαετία του 1970.
Έτσι, έχουν βελτιωθεί σημαντικά τα οικονομικά των νοικοκυριών. Οι δείκτες χρέους προς έσοδα είναι οι χαμηλότεροι από τη δεκαετία του 1990. Οι καταναλωτές θα συνεχίσουν να αξιοποιούν περισσότερα τραπεζικά δάνεια, καθώς η εμπιστοσύνη τους αυξάνεται επειδή η απασχόληση και η οικονομία παραμένουν ισχυρές.
Επιπροσθέτως, θα υπάρξουν πολύ περισσότεροι νέοι εργαζόμενοι μόλις λήξουν οι πρόσθετες παροχές ανεργίας τον Σεπτέμβριο. Αυτό σημαίνει ότι η εμπιστοσύνη των καταναλωτών θα βελτιωθεί, γεγονός που αυξάνει πάντοτε την οικονομική ανάπτυξη. Το ποσοστό συμμετοχής στην εργασία έχει επομένως περιθώρια βελτίωσης.
Μεταπηδώντας στις επιχειρήσεις, λόγω της παρατεταμένης πανδημικής κρίσης, πούλησαν τα αποθέματά τους, αλλά με την αβεβαιότητα να κυριαρχεί παρέμεναν επιφυλακτικές σε καινούργιες αγορές. Τώρα θα επιχειρήσουν εκ νέου αγορές προκειμένου να παράγουν αγαθά για να καλύψουν την ζήτηση γι αυτό και οι δαπάνες για κεφαλαιουχικά αγαθά αυξήθηκαν σε πολύ μεγάλο ποσοστό από τα τέλη του 2020.
Πολλοί αναλυτές φαίνεται να συναινούν για τα κέρδη ανά μετοχή των εταιρειών του S&P 500 για φέτος στα 190$. Δεδομένης της αναμενόμενης αύξησης του ΑΕΠ 7% -8% όμως, θα μπορούσαν να «ανέβουν» και πάνω από τα 210$ ανά μετοχή.
Το πρόβλημα των πληθωριστικών πιέσεων που ανησύχησε τους επενδυτές, ίσως να μην είναι τόσο μεγάλο όσο αρχικά φάνηκε. Ήταν φυσικό άλλωστε να αυξηθεί ο πληθωρισμός τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα με την εκτίναξη της οικονομίας. Σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο όμως, η άνοδος των δαπανών επιχειρηματικού κεφαλαίου θα συνεχίσει να αυξάνει την παραγωγικότητα στις εταιρείες.
Αυτό θα τους επιτρέπει να αποφύγουν τη μετακύλιση του αυξανόμενου κόστους στους πελάτες. Το παγκόσμιο εμπόριο και ο ανταγωνισμός δεν έχουν εξαφανιστεί. Αυτό ασκεί πτωτική πίεση στις τιμές, καθώς τα αγαθά μπορούν να γίνουν φθηνότερα σε πολλές ξένες χώρες. Οι συνεχιζόμενες τεχνολογικές εξελίξεις ασκούν συνεχώς πτωτική πίεση στα τεχνολογικά προϊόντα.
Εν κατακλείδι, εφόσον η οικονομία και τα κέρδη συνεχίσουν να αυξάνονται και οι μετοχές κινούνται οριζόντια ή διορθώνουν, οι αποτιμήσεις τους επαναφέρονται σε χαμηλότερο επίπεδο. Κάτι που θα εφησυχάσει τις ανησυχίες των επενδυτών.
Με αυτές τις προϋποθέσεις, η αγορά των ταύρων θα συνεχίσει να έχει το πάνω χέρι. Οι παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών και των κυβερνήσεων, δεν άμβλυναν μόνο τις ανησυχίες για κατάρρευση λόγω της πανδημικής κρίσης αλλά δημιούργησαν και τις προϋποθέσεις για ταχεία ανάκαμψη.
Επομένως, δύσκολα η ελληνική χρηματαγορά θα «παρασυρθεί» σε πτωτικό κύκλο, την στιγμή που θα πρέπει να προεξοφλήσει τις υψηλές επιδόσεις σε επίπεδο ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια, όπως συμφωνούν όλοι οι μεγάλοι οργανισμοί.
Η χαμηλή συναλλακτική δραστηριότητα του θέρους, η...συνεχιζόμενη διολίσθηση των τιμών από τα υψηλά των 928,29 μονάδων του Γενικού Δείκτη της 14ης Ιουνίου και η μεγάλη άντληση κεφαλαίων μέσω των αυξήσεων κεφαλαίου και της συνεχούς έκδοσης ομολογιακών δανείων είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της αγοράς το τελευταίο διάστημα.
Χαρακτηριστικά, που μαζί με τις θετικές προοπτικές της οικονομίας, την έγκριση του προγράμματος «Ελλάδα 2.0» και τις ελπίδες για ανάκαμψη του τουρισμού συνθέτουν ένα ερώτημα σε σχέση με την πορεία του Ελληνικού Χρηματιστηρίου, που βρίσκεται στη σκέψη όλων των επενδυτών: Θα συνεχίσουν οι διεθνείς αγορές να ανεβαίνουν ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο και η δική μας πορεία ή θα συμπέσουμε χρονικά με μια μεγάλη διόρθωση των χρηματαγορών που θα μας συμπαρασύρει χωρίς να έχουμε προλάβει να αποτιμήσουμε τις ενδεχόμενες θετικές εξελίξεις;
Aς δούμε τι συμβαίνει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και αν η αγορά των ταύρων θα μπορούσε να συνεχίσει για κάποια χρόνια ακόμα:
Το α΄τρίμηνο του 2021 η αμερικάνικη οικονομία αναπτύχθηκε κατά 6,4%, το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό ανάπτυξης τριμήνου από το γ' τρίμηνο του 2003, ενώ το δ' τρίμηνο του 2020 το αμερικανικό ΑΕΠ είχε αναπτυχθεί κατά 4,3%. Υπάρχει τεράστια ανεκμετάλλευτη ζήτηση από τον ιδιωτικό τομέα που θα βοηθήσει στην αύξηση του ΑΕΠ των ΗΠΑ στο 8% φέτος και 3,5% -4,5% για χρόνια μετά από αυτό, σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές.
Κατ' αρχάς υπάρχει ακόμα μεγάλη ζήτηση για αγορά κατοικιών, όπως καταδεικνύει ο S&P CoreLogic Case-Shiller, ο δείκτης κατοικιών 20 πόλεων που αυξήθηκε κατά 14,9% τον Απρίλιο του 2021, μετά από αναθεωρημένη αύξηση 13,4% τον προηγούμενο μήνα και ξεπερνώντας τις προσδοκίες της αγοράς κατά 14,5%.
Ήταν η μεγαλύτερη ετήσια αύξηση των τιμών από τον Δεκέμβριο του 2005, καθώς η ζήτηση για προαστιακά σπίτια παρέμεινε ισχυρή μετά την πανδημία COVID-19 και τα χαμηλά επιτόκια.
Η αγορά ενός σπιτιού συνεπάγεται και περισσότερη κατανάλωση στα είδη κατοικίας. Λόγω του φόβου και των ανησυχιών της πανδημίας, οι καταναλωτές έχουν αναβάλλει τις αγορές τους και γι' αυτό το λόγο το ποσοστό προσωπικής αποταμίευσης έφτασε σχεδόν το 16% του ΑΕΠ, με το προηγούμενο υψηλό να είναι το 10% τη δεκαετία του 1970.
Έτσι, έχουν βελτιωθεί σημαντικά τα οικονομικά των νοικοκυριών. Οι δείκτες χρέους προς έσοδα είναι οι χαμηλότεροι από τη δεκαετία του 1990. Οι καταναλωτές θα συνεχίσουν να αξιοποιούν περισσότερα τραπεζικά δάνεια, καθώς η εμπιστοσύνη τους αυξάνεται επειδή η απασχόληση και η οικονομία παραμένουν ισχυρές.
Επιπροσθέτως, θα υπάρξουν πολύ περισσότεροι νέοι εργαζόμενοι μόλις λήξουν οι πρόσθετες παροχές ανεργίας τον Σεπτέμβριο. Αυτό σημαίνει ότι η εμπιστοσύνη των καταναλωτών θα βελτιωθεί, γεγονός που αυξάνει πάντοτε την οικονομική ανάπτυξη. Το ποσοστό συμμετοχής στην εργασία έχει επομένως περιθώρια βελτίωσης.
Μεταπηδώντας στις επιχειρήσεις, λόγω της παρατεταμένης πανδημικής κρίσης, πούλησαν τα αποθέματά τους, αλλά με την αβεβαιότητα να κυριαρχεί παρέμεναν επιφυλακτικές σε καινούργιες αγορές. Τώρα θα επιχειρήσουν εκ νέου αγορές προκειμένου να παράγουν αγαθά για να καλύψουν την ζήτηση γι αυτό και οι δαπάνες για κεφαλαιουχικά αγαθά αυξήθηκαν σε πολύ μεγάλο ποσοστό από τα τέλη του 2020.
Πολλοί αναλυτές φαίνεται να συναινούν για τα κέρδη ανά μετοχή των εταιρειών του S&P 500 για φέτος στα 190$. Δεδομένης της αναμενόμενης αύξησης του ΑΕΠ 7% -8% όμως, θα μπορούσαν να «ανέβουν» και πάνω από τα 210$ ανά μετοχή.
Το πρόβλημα των πληθωριστικών πιέσεων που ανησύχησε τους επενδυτές, ίσως να μην είναι τόσο μεγάλο όσο αρχικά φάνηκε. Ήταν φυσικό άλλωστε να αυξηθεί ο πληθωρισμός τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα με την εκτίναξη της οικονομίας. Σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο όμως, η άνοδος των δαπανών επιχειρηματικού κεφαλαίου θα συνεχίσει να αυξάνει την παραγωγικότητα στις εταιρείες.
Αυτό θα τους επιτρέπει να αποφύγουν τη μετακύλιση του αυξανόμενου κόστους στους πελάτες. Το παγκόσμιο εμπόριο και ο ανταγωνισμός δεν έχουν εξαφανιστεί. Αυτό ασκεί πτωτική πίεση στις τιμές, καθώς τα αγαθά μπορούν να γίνουν φθηνότερα σε πολλές ξένες χώρες. Οι συνεχιζόμενες τεχνολογικές εξελίξεις ασκούν συνεχώς πτωτική πίεση στα τεχνολογικά προϊόντα.
Εν κατακλείδι, εφόσον η οικονομία και τα κέρδη συνεχίσουν να αυξάνονται και οι μετοχές κινούνται οριζόντια ή διορθώνουν, οι αποτιμήσεις τους επαναφέρονται σε χαμηλότερο επίπεδο. Κάτι που θα εφησυχάσει τις ανησυχίες των επενδυτών.
Με αυτές τις προϋποθέσεις, η αγορά των ταύρων θα συνεχίσει να έχει το πάνω χέρι. Οι παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών και των κυβερνήσεων, δεν άμβλυναν μόνο τις ανησυχίες για κατάρρευση λόγω της πανδημικής κρίσης αλλά δημιούργησαν και τις προϋποθέσεις για ταχεία ανάκαμψη.
Επομένως, δύσκολα η ελληνική χρηματαγορά θα «παρασυρθεί» σε πτωτικό κύκλο, την στιγμή που θα πρέπει να προεξοφλήσει τις υψηλές επιδόσεις σε επίπεδο ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια, όπως συμφωνούν όλοι οι μεγάλοι οργανισμοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου