Όταν το καλοκαίρι άρχισαν να δημοσιεύονται οι πρώτες φωτογραφίες πνιγμένων προσφύγων, ο κίνδυνος είχε αρχίσει να διαφαίνεται, αλλά ελάχιστοι τον καταλάβαιναν τότε.
Λίγο το δέος μπροστά στη φρίκη, λίγο η πώρωση του μαζοποιημένου συναισθήματος, στον κόσμο δεν αρκούσε η προβολή των φρικιαστικών φωτογραφιών από τις εφημερίδες και τα σάητ.
Δεν του αρκούσε η καταγραφή της ιστορίας μέσω του τύπου, γιατί το σοκ του και ο εθισμός στην ασχήμια απαιτούσαν...
προσωπική εμπλοκή στην ιστορία. Έτσι, οι φωτογραφίες άρχισαν να αναπαράγονται στα social media, όχι απλώς από ειδησεογραφικές σελίδες, αλλά από προσωπικά προφίλ, ξανά, ξανά και ξανά.
Η θανατολαγνεία απλώθηκε σε όλα τα timeline, κατέλαβε ολόκληρο το news feed, ξεπέρασε φυσικά τον σκοπό και την ουσία της διάδοσης της είδησης και γιγαντώθηκε ως ηλεκτρονική πορνογραφία με ανθρωπιστικό προκάλυμμα.
Την είδηση τη μάθαμε, η ιστορία γράφτηκε, το προσφυγικό πρόβλημα απέκτησε ασύλληπτες κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις, αλλά η μακάβρια εικονοποιία συνέχισε να διευρύνεται απρόσκοπτα. Ήταν σαφές πια πως η γκροτέσκα φωτογραφική επιδημία δεν αφορούσε την ευαισθητοποίηση αλλά την επιτηδευμένη επίδειξη ευαισθησίας. Ποιος θα κλάψει καλύτερα πάνω απ’ τα πτώματα, ποιος θα μας συγκινήσει περισσότερο με τον επιθανάτιο λυρισμό του, ποιος θα φανεί καλύτερος άνθρωπος μέσα από την εικονικά πληγωμένη του καρδούλα.
Φωνάζαμε κάποιοι τότε ότι εφόσον το προσφυγικό πρόβλημα είναι κάτι που το βλέπουμε άπαντες, πρωτευουσιάνοι και νησιώτες, σε πλατείες και σε λιμάνια, απ’ όλες τις τάξεις και τις ιδιότητες, εφόσον η είδηση αποτελεί δηλαδή κοινό τόπο, ο διασυρμός νεκρών ανθρώπων με πρόσωπο, όνομα, προέλευση και τιμή είναι εντελώς περιττός.
Οι εκβιαστικές επικλήσεις στο συναίσθημα δεν εξυπηρετούσαν κανέναν σοβαρό σκοπό – αντιθέτως συσκότιζαν μελοδραματικά μια κατάσταση που απαιτεί βούληση, άμεση δράση και ικανότητα για να διευθετηθεί. Πολύ λίγοι συνειδητοποιούσαν όμως την έλλειψη μέτρου και σύνεσης, γιατί για τους περισσότερους προείχε η ψηφιακή γραφικοποίηση του δράματος. Ένα χυδαίο παιχνίδι εντυπώσεων με μια ακατανίκητη, όμως, όσο και προσχηματική, δικαιολογία: “Πόσο σκατόψυχος είσαι για να κλείνεις τα μάτια στην προσφυγική τραγωδία;”
Σιγά σιγά, η καθ’ έξιν και σχεδόν κατ’ επάγγελμα ηλεκτρονική ενασχόληση με την ανθρωπιστική ευαισθησία, μετέτρεψε την τελευταία σε μετρήσιμο μέγεθος. Δημοσίευσες φωτογραφίες με νεκρούς πρόσφυγες, άρα είσαι κοινωνικά ευαίσθητος, ωστόσο ο φίλος σου τις ταίριαξε και μ’ ένα δακρύβρεχτο ποίημα, επομένως παίρνει περισσότερους πόντους και ανεβαίνει πιο ψηλά στην νοητή κλίμακα ευαισθησίας.
Εξ αντιδιαστολής, δεν δημοσίευσες τίποτα για τους νεκρούς πρόσφυγες -μάλιστα πόσταρες και κάποιο χαρωπό τραγουδάκι- επομένως είσαι ένας ανάλγητος φασίστας που πρέπει να ντρέπεται. Ψευδεπίγραφες συναισθηματικές εκδηλώσεις, επιπόλαιες κρίσεις, άκυρα ηθικά συμπεράσματα, υποκριτικός διδακτισμός, αβάσιμα κατηγορητήρια, αστείες καταδίκες μίσους.
Μέχρι που φτάσαμε στις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, όπου το καλοψυχόμετρο και η αστυνομία του πένθους είχαν ήδη έδαφος πρόσφορο για να βγουν και να μοιράσουν ψηφιακή δικαιοσύνη.
Το σοκ για τα γεγονότα ήταν κοινό, αλλά η ομοψυχία δεν αποτελεί επιλογή στην κοινωνία του εγγενούς διχασμού. Κάτι έπρεπε να πάει στραβά, ώστε οι εργολάβοι της πονοψυχίας να πιάσουν και πάλι δουλίτσα και να εξαιρέσουν από το πηγάδι της συμπόνιας όλους τους άλλους.
Μια απλή γαλλική σημαία ως φωτογραφία προφίλ είναι μια συμβολική ένδειξη συμπαράστασης, άκακη, σιωπηλή, διακριτική. Δεν ενοχλεί κανέναν αλλά ούτε και προσφέρει κάτι επί της ουσίας· υπάρχει για να εμψυχώνει όσους εμψυχώνονται από μικρά σύμβολα – κι αυτό είναι απολύτως okay. Ή καλύτερα, θα ήταν, αν δεν ερέθιζε τους ιδεολογικούς αρνητές της αυτοδιάθεσης και της σύμπνοιας διαθέσεων, τους αυτιστικούς πράκτορες του εμφυλιοπολεμικού πνεύματος, που αντέταξαν στη γαλλική σημαία τις σημαίες όλων των υπόλοιπων κρατών τα οποία κατά καιρούς δοκιμάστηκαν από ένα αντίστοιχο δράμα.
Πόνεσες για κάθε άλλο δράμα;
Δεν του αρκούσε η καταγραφή της ιστορίας μέσω του τύπου, γιατί το σοκ του και ο εθισμός στην ασχήμια απαιτούσαν...
προσωπική εμπλοκή στην ιστορία. Έτσι, οι φωτογραφίες άρχισαν να αναπαράγονται στα social media, όχι απλώς από ειδησεογραφικές σελίδες, αλλά από προσωπικά προφίλ, ξανά, ξανά και ξανά.
Η θανατολαγνεία απλώθηκε σε όλα τα timeline, κατέλαβε ολόκληρο το news feed, ξεπέρασε φυσικά τον σκοπό και την ουσία της διάδοσης της είδησης και γιγαντώθηκε ως ηλεκτρονική πορνογραφία με ανθρωπιστικό προκάλυμμα.
Την είδηση τη μάθαμε, η ιστορία γράφτηκε, το προσφυγικό πρόβλημα απέκτησε ασύλληπτες κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις, αλλά η μακάβρια εικονοποιία συνέχισε να διευρύνεται απρόσκοπτα. Ήταν σαφές πια πως η γκροτέσκα φωτογραφική επιδημία δεν αφορούσε την ευαισθητοποίηση αλλά την επιτηδευμένη επίδειξη ευαισθησίας. Ποιος θα κλάψει καλύτερα πάνω απ’ τα πτώματα, ποιος θα μας συγκινήσει περισσότερο με τον επιθανάτιο λυρισμό του, ποιος θα φανεί καλύτερος άνθρωπος μέσα από την εικονικά πληγωμένη του καρδούλα.
Φωνάζαμε κάποιοι τότε ότι εφόσον το προσφυγικό πρόβλημα είναι κάτι που το βλέπουμε άπαντες, πρωτευουσιάνοι και νησιώτες, σε πλατείες και σε λιμάνια, απ’ όλες τις τάξεις και τις ιδιότητες, εφόσον η είδηση αποτελεί δηλαδή κοινό τόπο, ο διασυρμός νεκρών ανθρώπων με πρόσωπο, όνομα, προέλευση και τιμή είναι εντελώς περιττός.
Οι εκβιαστικές επικλήσεις στο συναίσθημα δεν εξυπηρετούσαν κανέναν σοβαρό σκοπό – αντιθέτως συσκότιζαν μελοδραματικά μια κατάσταση που απαιτεί βούληση, άμεση δράση και ικανότητα για να διευθετηθεί. Πολύ λίγοι συνειδητοποιούσαν όμως την έλλειψη μέτρου και σύνεσης, γιατί για τους περισσότερους προείχε η ψηφιακή γραφικοποίηση του δράματος. Ένα χυδαίο παιχνίδι εντυπώσεων με μια ακατανίκητη, όμως, όσο και προσχηματική, δικαιολογία: “Πόσο σκατόψυχος είσαι για να κλείνεις τα μάτια στην προσφυγική τραγωδία;”
Σιγά σιγά, η καθ’ έξιν και σχεδόν κατ’ επάγγελμα ηλεκτρονική ενασχόληση με την ανθρωπιστική ευαισθησία, μετέτρεψε την τελευταία σε μετρήσιμο μέγεθος. Δημοσίευσες φωτογραφίες με νεκρούς πρόσφυγες, άρα είσαι κοινωνικά ευαίσθητος, ωστόσο ο φίλος σου τις ταίριαξε και μ’ ένα δακρύβρεχτο ποίημα, επομένως παίρνει περισσότερους πόντους και ανεβαίνει πιο ψηλά στην νοητή κλίμακα ευαισθησίας.
Εξ αντιδιαστολής, δεν δημοσίευσες τίποτα για τους νεκρούς πρόσφυγες -μάλιστα πόσταρες και κάποιο χαρωπό τραγουδάκι- επομένως είσαι ένας ανάλγητος φασίστας που πρέπει να ντρέπεται. Ψευδεπίγραφες συναισθηματικές εκδηλώσεις, επιπόλαιες κρίσεις, άκυρα ηθικά συμπεράσματα, υποκριτικός διδακτισμός, αβάσιμα κατηγορητήρια, αστείες καταδίκες μίσους.
Μέχρι που φτάσαμε στις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, όπου το καλοψυχόμετρο και η αστυνομία του πένθους είχαν ήδη έδαφος πρόσφορο για να βγουν και να μοιράσουν ψηφιακή δικαιοσύνη.
Το σοκ για τα γεγονότα ήταν κοινό, αλλά η ομοψυχία δεν αποτελεί επιλογή στην κοινωνία του εγγενούς διχασμού. Κάτι έπρεπε να πάει στραβά, ώστε οι εργολάβοι της πονοψυχίας να πιάσουν και πάλι δουλίτσα και να εξαιρέσουν από το πηγάδι της συμπόνιας όλους τους άλλους.
Μια απλή γαλλική σημαία ως φωτογραφία προφίλ είναι μια συμβολική ένδειξη συμπαράστασης, άκακη, σιωπηλή, διακριτική. Δεν ενοχλεί κανέναν αλλά ούτε και προσφέρει κάτι επί της ουσίας· υπάρχει για να εμψυχώνει όσους εμψυχώνονται από μικρά σύμβολα – κι αυτό είναι απολύτως okay. Ή καλύτερα, θα ήταν, αν δεν ερέθιζε τους ιδεολογικούς αρνητές της αυτοδιάθεσης και της σύμπνοιας διαθέσεων, τους αυτιστικούς πράκτορες του εμφυλιοπολεμικού πνεύματος, που αντέταξαν στη γαλλική σημαία τις σημαίες όλων των υπόλοιπων κρατών τα οποία κατά καιρούς δοκιμάστηκαν από ένα αντίστοιχο δράμα.
Πόνεσες για κάθε άλλο δράμα;
Πόνεσες το ίδιο, λιγότερο ή περισσότερο; Μπορείς να το αποδείξεις;
Εν πάση περιπτώσει, δεν έχει σημασία, γιατί η αστυνομία του πένθους στην πραγματικότητα δεν νοιάζεται. Γι’ αυτήν, σημασία έχει μόνο να σου αποδείξει ότι η θλίψη σου είναι ανεπαρκής κι εσύ ένας ανήθικος υποκριτής, σε αντίθεση με “τους άλλους”, εκείνους που σου επισημαίνουν εγκυκλοπαιδικά όλες τις άλλες πηγές θλίψης της Γης, οι οποίοι αυτοδικαίως αναγορεύονται σε άγιους πατέρες λόγω της οικουμενικότητας του συναισθηματικού τους φίλτρου.
Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι η θεατρική δραματοποίηση μιας προφανούς και αδιαπραγμάτευτης τραγωδίας δεν είναι “ενέργεια περιττή αλλά αμελητέα”, όπως ενδεχομένως πιστεύαμε μέχρι πρότινος.
Προοδευτικά εξελίσσεται σε παθογόνα παράδοση, που μετατοπίζει τη συμφορά απ’ το πεδίο της εσωτερικής θλίψης στην αρένα του δημόσιου ανταγωνισμού. Σαν τα μικρά παιδιά που κάνουν ένα εμβόλιο και στη συνέχεια συγκρίνουν τα πάντα με τον πόνο που ένιωσαν, απορρίπτοντας κάθε άλλο πόνο ως υποδεέστερο.
Προσοχή, όμως, άλλο πράγμα μια απλή σημαία σε ένδειξη αλληλεγγύης, κι άλλο δεκαπέντε διαμελισμένα πτώματα ως ακυρωτικό αντεπιχείρημα. Δεν θα σταματήσουμε ούτε να συμπονούμε ούτε να εκφραζόμαστε, επειδή μια μερίδα ανθρώπων βάλθηκε να παραμετροποιήσει τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά του κλάματος, για να αυτοεπιβεβαιωθεί.
Ανοιχτοί στην κριτική, ερμητικά όμως κλειστοί στον παρεμβατισμό των “ηθικά υπέρτερων”.
Άρης Αλεξανδρής
The Curly Sue
orthografos
Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι η θεατρική δραματοποίηση μιας προφανούς και αδιαπραγμάτευτης τραγωδίας δεν είναι “ενέργεια περιττή αλλά αμελητέα”, όπως ενδεχομένως πιστεύαμε μέχρι πρότινος.
Προοδευτικά εξελίσσεται σε παθογόνα παράδοση, που μετατοπίζει τη συμφορά απ’ το πεδίο της εσωτερικής θλίψης στην αρένα του δημόσιου ανταγωνισμού. Σαν τα μικρά παιδιά που κάνουν ένα εμβόλιο και στη συνέχεια συγκρίνουν τα πάντα με τον πόνο που ένιωσαν, απορρίπτοντας κάθε άλλο πόνο ως υποδεέστερο.
Προσοχή, όμως, άλλο πράγμα μια απλή σημαία σε ένδειξη αλληλεγγύης, κι άλλο δεκαπέντε διαμελισμένα πτώματα ως ακυρωτικό αντεπιχείρημα. Δεν θα σταματήσουμε ούτε να συμπονούμε ούτε να εκφραζόμαστε, επειδή μια μερίδα ανθρώπων βάλθηκε να παραμετροποιήσει τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά του κλάματος, για να αυτοεπιβεβαιωθεί.
Ανοιχτοί στην κριτική, ερμητικά όμως κλειστοί στον παρεμβατισμό των “ηθικά υπέρτερων”.
Άρης Αλεξανδρής
The Curly Sue
orthografos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου