Όπως σε κάθε νόμισμα, έτσι και για κάθε πτυχή της ζωής μας υπάρχουν πάντα δύο διαφορετικές όψεις. Φυσιολογικά μας ελκύει η καλή, η εύκολη και η θετική πλευρά των πραγμάτων, ωστόσο καιροφυλαχτούν τριγύρω αναποδιές, δυσκολίες και αρνητικές καταστάσεις.
Τίποτα στη ζωή δεν χρωματίζεται μόνο ως άσπρο ή μαύρο, ή ακόμα περισσότερο δε διαρκεί παντοτινά αλλά αυτό είναι και το αλατοπίπερο της όλης ιστορίας. Σε κάθε άλλη περίπτωση η ύπαρξη μας θα ήταν μονοδιάστατη και πιο βαρετή από όσο θα αντέχαμε...
Πολύ περισσότερο βαρετός θα ήταν με τη σειρά του και ο παγκόσμιος οινικός χάρτης χωρίς το πλήθος των 300+ αυτόχθονων ποικιλιών που η Ελλάδα διαθέτει. Τα κρασιά που παράγουν διαθέτουν ξεχωριστό στυλ, μοναδικό χαρακτήρα και ευρύ φάσμα διαφορετικών αρωματικών προφίλ, αποτελώντας χωρίς αμφιβολία μια γερή γροθιά κατά της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης που θέλει πολλά κρασιά να είναι σε ένα συγκεκριμένο εμπορικό στυλ.
Προσοχή όμως γιατί κάπου εδώ το εύκολο, όμορφο ή βαρετό αν θέλετε κομμάτι της ιστορίας σταματάει και αρχίζουν τα δύσκολα. Με ονόματα γλωσσοδέτες που κάνουν τους ξένους να θέλουν να καταπιούν τη γλώσσα τους, τι πιθανότητες έχουν ποικιλίεςόπως το Ξινόμαυρο, το Αγιωργίτικο, η Μαυροκουντούρα ή το Μοσχοφίλερο να κάνουν μεγάλη καριέρα στις διεθνείς αγορές; Το Malbec από την άλλη έχει κατακτήσει τον κόσμο ευνοούμενο ανάμεσα στα άλλα και από την ευκολία προφοράς του ονόματος του. Λέτε τελικά να φταίει το ονοματεπώνυμο και για το γεγονός ότι οι Έλληνες καλλιτέχνες δε μπορούν να μεγαλουργήσουν σε Hollywood, Bollywood ή Broadway;
Αν σκάσατε χαμόγελο ή ακόμα χειρότερα διαφωνείτε, σας καλούμε να υποβάλλεται ένα Κινέζο σε Κινέζικο μαρτύριο. Και δεν εννοούμε αυτό το εύκολο με τη σταγόνα στο μέτωπο. Προσπαθήστε να τον κάνετε να πει το γράμμα Ξι. Αν μετά την τριακοστή προσπάθεια δεν έχει ακόμα καταρρεύσει φέρτε τον από εδώ να τον αποτελειώσουμε. Το ελληνικό αλφάβητο διαθέτει εξάλλου και άλλα γράμματα όπως το Ψι. Για εξίσου hardcore καταστάσεις, δοκιμάστε να βοηθήσετε ένα Master of Wine, όχι αυτόν που κατάγεται από τη Λακωνία, να πει τη λέξη Ξινόμαυρο. Άμεσα θα αντιληφθείτε ότι ακόμα και οι opinion leaders της αγοράς δυσκολεύονται να προφέρουν σωστά τα ελληνικά ονόματα.
Είναι λοιπόν οι Ελληνικές ποικιλίες καταδικασμένες να μείνουν στην αφάνεια; Τέσσερα-πέντε χρόνια πίσω, πιθανώς να υποστηρίζαμε την άποψη ότι η δύσκολη προφορά τους αποτελεί ένα σημαντικά περιοριστικό παράγοντα στην εξάπλωση του Ελληνικού κρασιού στις διεθνείς αγορές. Ωστόσο δε μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι με συστηματική δουλειά σε διάφορους τομείς τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερο έρχονται στο προσκήνιο τόσο δημοσιογραφικά όσο και ιντερνετικά, γεγονός που βελτιώνει και την εμπορική τους θέση και πορεία.
Ειδικά το Ασύρτικο φαίνεται πως ξεχωρίζει, κερδίζοντας θέση ανάμεσα στις κορυφαίες ποικιλίες του κόσμου. Από την άλλη βέβαια βλέπουμε Okuzgozu και Bogazkere, τις ποικιλίες star της Τουρκίας, να κάνουν από το μηδέν μεγάλο ντόρο διεθνώς. Φτάνουμε στο σημείο μάλιστα καμιά φορά να αναρωτιόμαστε που είναι το Ξινόμαυρο και το Αγιωργίτικο. Λες και είναι πιο εύκολο να τις προφέρεις σε σχέση με τις Ελληνικές.
Παρά τις όποιες θετικές εξελίξεις θα ήταν μεγάλη υπερβολή να να πιστέψουμε ότι ο αντίκτυπος του Ελληνικού κρασιού στο εξωτερικό είναι τεράστιος ή ότι ξαφνικά διαθέτουμε Νεοζηλανδέζικο Sauvignon στο παλμαρέ μας, κατακλύζοντας τα supermarkets της Αγγλίας. Ωστόσο, το γεγονός και μόνο ότι κάθε οινόφιλος που σέβεται τον εαυτό του και κάθε εστιατόριο με εξαιρετική λίστα οφείλουν να διαθέτουν τουλάχιστον ένα Ασύρτικο στη κάβα τους, αποτελεί σίγουρα ένα καλό σημείο εκκίνησης.
Νεοζηλανδέζικο Sauvignon λοιπόν δε θα γίνουμε ποτέ, γιατί και να θέλαμε δε διαθέτουμε τους απαραίτητους όγκους παραγωγής. Αν κοιτάζαμε όμως προς τη κατεύθυνση της Αυστριακής ποικιλίας Gruner Veltliner; Μη μας πείτε ότι προφέρεται ευκολότερα από τις Ελληνικές ποικιλίες. Η αλήθεια είναι πως η απόπειρα και μόνο να το ζητήσεις με σωστή προφορά από κάποιο sommelier αποτελεί πράξη γενναιότητας. Και όμως αυτή η δύσκολο-προφέρετη ποικιλία δεν έβαλε απλά την Αυστρία στο παγκόσμιο οινικό χάρτη αλλά αποτελεί πλέον και μια από τις πιο trendy λευκές ποικιλίες στο κόσμο. Το έξυπνο marketing μάλιστα του απέδωσε το πολύ μπιτάτο παρατσούκλι- Gru-Vee- δίνοντας πολύ περισσότερο «αέρα» στους θαυμαστές της.
Δε μπορεί, κάτι αντίστοιχο θα μπορούμε να κάνουμε και εμείς με τη σειρά μας για να διευκολύνουμε τα πράγματα. Μια πρώτη ιδέα έριξε ο πρόεδρος των ΜW Jean Michel-Valette MW στη βίντεο-συνέντευξη που μας παραχώρησε κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Ελλάδα. “Γιατί δεν απλοποιείτε το όνομα του Ξινόμαυρου σε Xin; Το έκαναν οι Αμερικάνοι με το Zinfandel (Zin) και εδώ και χρόνια καταναλώνουν ολόκληρες πισίνες Zinfandel σε κάθε πιθανή εκδοχή του.” Και αν το Αγιωργίτικο το πλασάραμε ως St George ή ακόμα πιο απλά με το τοπωνύμιο του ως Νεμέα; Πόσο δύσκολο είναι να προφέρει κάποιος τη λέξη Νεμέα; Μήπως τελικά υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ;
Σίγουρα υπάρχει φως αλλά και μια ειδοποιός διαφορά σε σχέση με την περίπτωση της Αυστρίας. Η διαφορά έγκειται στη ποικιλία (diversity) των διαφορετικών στυλ με την οποία βγαίνουμε στις αγορές του εξωτερικού. Μια γκάμα που δικαιολογημένα μπορεί να θεωρηθεί εξαντλητική για τον καθένα που θέλει να ξεκινήσει να γνωρίζει το Ελληνικό κρασί.
Είναι άλλο λοιπόν να κάνεις «πλύση εγκεφάλου» μόνο με το Gruner Veltliner, (άλλες Αυστριακές ποικιλίες όπως οι Blaufrankish, St Laurent, Zweigelt ήρθαν σταδιακά και ως φυσική συνέχεια στο προσκήνιο) και άλλο να φέρνεις τον άλλο αντιμέτωπο με το τεράστιο πλούτο διαφορετικών ποικιλιών ή τοπωνυμίων που διαθέτει η Ελλάδα Η δυσκολία άρα δεν έγκειται απλά στο γεγονός ότι το Ασύρτικο έχει δύσκολο όνομα, αλλά ότι ταυτόχρονα πολλές ακόμα ποικιλίες προσπαθούν να κερδίσουν αναγνωρισιμότητα ανάμεσα στους rookies-νεοεισερχόμενους στο χώρο της Ελληνικής οινικής πραγματικότητας. Κάπου λοιπόν ανάμεσα στο Ασύρτικο, τη Μαλαγουζιά, τοΜοσχοφίλερο, το Βιδιανό ή την Κυδωνίτσα το καθαρό μήνυμα που θα θέλαμε ως χώρα να εκπέμψουμε μπορεί τελικά και να χάνεται.
Αυτές είναι λοιπόν οι δυο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο θησαυρός των 300 + αυτόχθονων ποικιλιών που μας κάνει μοναδικούς, αποτελεί ταυτόχρονα έναν από τους κύριους μάλλον λόγους που η μουσική που θα ηχεί διεθνώς μέσω των ελληνικών ποικιλιών δεν θα είναι ποτέ ντίσκο αλλά τζαζ.. Αυτή η πολυπλοκότητα του Ελληνικού κρασιού σε συνδυασμό με τους μικρούς όγκους παραγωγής σημαίνει για εμάς ότι υπάρχει μόνο μια σίγουρη οδός για επιτυχία στις διεθνείς αγορές. Παράλληλα με τα όποια τεχνάσματα και προσπάθειες προώθησης των ελληνικών ποικιλιών-κρασιών είναι η ποιότητα που πραγματικά θα ξεχωρίσει το Ελληνικό κρασί.
Είναι πρωταρχικής σημασίας να εξασφαλίσουμε ότι το περιεχόμενο κάθε φιάλης Ελληνικού κρασιού που ανοίγει κάποιος στο εξωτερικό θα αποτελεί μια αξιομνημόνευτη και μόνο εμπειρία. Έτσι μετά τη πρώτη φορά θα ζητήσει από το sommelier εκείνο το Ελληνικό κρασί το δύσκολο όνομα του οποίου δε θυμάται, αλλά θυμάται ακόμα τη γεύση του. Την επόμενη θα το αναζητήσει στα ράφια της τοπικής κάβας λύνοντας τους ενδοιασμούς που είχε ο καβίστας για ένταξη ελληνικών κρασιών στη συλλογή του. Και τελικά θα βρεθεί να διασκεδάζει παρέα με τους φίλους του στο σπίτι, προσπαθώντας να προφέρουν σωστά και να μάθουν το όνομα της ποικιλίας που αναγράφεται στην ετικέτα απολαμβάνοντας το φανταστικό περιεχόμενο της.
Όσο περισσότερο ανεβαίνει ο πήχης της ποιότητας, τόσο αυξάνουν οι πιθανότητες το ελληνικό κρασί να αποτελεί αντικείμενο πόθου για τους ανά την υφήλιο οινόφιλους. Η ιστορία έχει αποδείξει ότι το να ακούγεσαι περίεργος δε σημαίνει αναγκαστικά ότι μπαίνεις στο περιθώριο. Αντίθετα υψηλή ποιότητα, μοναδικότητα, σύγχρονο packaging, behind stories, έξυπνο marketing, μπορούν να απογειώσουν το Ελληνικό κρασί. Η μπάλα είναι στα πόδια των Ελλήνων παραγωγών και εκείνοι πρέπει να εντοπίσουν σε ποιους τομείς μπορούν να βάλουν γκολ και σε ποιους η άμυνα τους μπάζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου