Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

Γιατί ο Τσίπρας δεν μπορεί να «σηκώσει» κεφάλι

Ο Αλέξης Τσίπρας αναμένεται να μετατρέψει σε κυρίαρχο θέμα της συζήτησης επί του προϋπολογισμού, που ψηφίζεται σήμερα, τη μελέτη Τσιόδρα – Λύτρα εκτιμώντας ότι έχει πετύχει ένα αντιπολιτευτικό τζακ ποτ με τις ΜΕΘ και τους νεκρούς. 
Εμμένει σε μια λογική κόντρα στην ίδια την κοινωνία και τους ψηφοφόρους ακόμη και του ΣΥΡΙΖΑ που γυρίζουν την πλάτη στην εμφυλιοπολεμική ακραία ρητορική και φαίνονται, τουλάχιστον προς το παρόν να αναζητούν άλλες λύσεις στο χώρο της κεντροαριστεράς... 
Η άνοδος του ΚΙΝΑΛ, αν δεν είναι συγκυριακή όπως το 2017, τότε δύναται να αποτελέσει θρυαλλίδα εξελίξεων στην κεντροαριστερά όχι όμως στο συνολικό πολιτικό σκηνικό.

Ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μπροστά στο αδιέξοδο της πολιτικής ένδειας, μετατρέπει μια επιστημονική μελέτη (που σημειωτέον αφορά ήδη προηγούμενη περίοδο με βάση τα δεδομένα που εκ των υστέρων διαμορφώθηκαν) σε «πολιτικό όπλο» που επιχειρεί να στρέψει κατά της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, επί της ουσίας όμως βάλει κατά της κοινωνίας και της εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Κυρίως όμως έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα θέλω των πολιτών που εναγωνίως αναζητούν λύσεις και διεξόδους σε συγκεκριμένα προβλήματα, από την προστασία της δημόσιας υγείας μέχρι την οικονομία και την υγεία.

Εκτρέφοντας την αντιπολιτευτική τακτική των ακραίων χαρακτηρισμών θερίζει θύελλες τόσο στο εσωκομματικό πεδίο όσο και στην αντιμετώπισή του από τους ψηφοφόρους.
Η υπόθεση Κουρουμπλή χαρακτηριστική, αφού ο πρώην, πλέον, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε εκτός ΚΟ χρησιμοποιώντας φράσεις που επί της ουσίας είχαν χρησιμοποιήσει και άλλοι ακόμη και στο πρόσφατο παρελθόν με τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα να χαρακτηρίζει υπεύθυνο για τους θανάτους των ασθενών με covid τον Κυριάκο Μητσοτάκης

Την ίδια στιγμή, τρεις δημοσκοπήσεις, μεταξύ των οποίων και οι εξαμηνιαίες τάσεις της MRB, αναδεικνύουν ότι ο «ασύμμετρος πόλεμος» με «σημαία» την πανδημία και τις επιπτώσεις της, αποτελεί ένα αφήγημα το οποίο δεν βρίσκει αναγνώστες. Αντιθέτως, η εμφάνιση ενός νέου παίκτη δύναται να μετατραπεί από επικοινωνιακό πυροτέχνημα, ανάλογο με αυτό που προκαλείται όταν σε ένα κόμμα συνίστανται αλλαγές, σε παγιωμένη πολιτική αναθεώρηση ακόμη και ως προς τα δεδομένα που αφορούν το δίπολο στο οποίο στηρίζεται από τη μεταπολίτευση και μετά το κομματικό εκλογικό σύστημα της χώρας.

Από τη δημοσκόπηση της Kapa Research μέχρι τις τάσεις της MRB και τη δημοσκόπηση της Prorata για την Εφημερίδα των Συντακτών τα στοιχεία που καταγράφονται είναι αμείλικτα. 
Πέραν της διαφοράς ψήφου που παραμένει σε διψήφια ποσοστά (και στην Prorata που κινείται σε μονοψήφιο ποσοστό 8 μονάδων παραμένει ίδια με αυτή του Οκτωβρίου) και της αναμενόμενης στην παρούσα φάση δημοσκοπικής ανόδου του ΚΙΝΑΛ αυτό που προκύπτει είναι τα εξής:
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν αντιμετωπίζει, στην παρούσα τουλάχιστον φάση, πρόβλημα ως προς την πολιτική του κυριαρχία, ενώ εμφανίζεται και ως καλύτερος εκφραστής του κεντρώου χώρου έναντι των αντιπάλων του (δημοσκόπηση ΚΑΠΑ Research: Το 33% θεωρεί καλύτερο εκφραστή του κεντρώου χώρου σήμερα τον Κυριάκο Μητσοτάκη)

Η εκλογή νέου προέδρου στο ΚΙΝΑΛ δίνει... μπόνους στο τρίτο κόμμα της Βουλής που παρουσιάζει διπλασιασμό των ποσοστών του μαζεύοντας από το δίπολο ΝΔ ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας όμως τη βασική δεξαμενή ψήφων του στο χώρο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ειδικά σε ό,τι αφορά τους εμφανιζόμενους ως αναποφάσιστους που γυρνούν την πλάτη στην τακτική που εφαρμόζεται.

Οι πολίτες δείχνουν να αδυνατούν να κατανοήσουν την αντιπολιτευτική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ που συνεχίζει απτόητος σε ένα αφήγημα που δεν βρίσκει ανταπόκριση.
Το τελευταίο αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό όλων των δημοσκοπήσεων που διεξάγονται τα τελευταία 2,5 χρόνια και αποτελεί ενδεχομένως case study δεδομένου ότι η πλειοψηφία των πολιτών εμφανίζεται να είναι περισσότερο δυσαρεστημένη από το αντιπολιτευτικό έργο του ΣΥΡΙΖΑ από ότι από το κυβερνητικό έργο της Νέας Δημοκρατίας.
Μάλιστα, στη δημοσκόπηση της Prorata το 81% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι δεν είναι ικανοποιημένο από την αντιπολιτευτική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα. Ανάλογα είναι τα ποσοστά σε όλες τις δημοσκοπήσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας και περιλαμβάνουν το σχετικό ερώτημα.

Οι πολίτες γυρνούν την πλάτη σε μια πολιτική τακτική που δείχνει να χρησιμοποιεί την πανδημία με μοναδικό γνώμονα να πλήξει την κυβέρνηση σε μια περίοδο υγειονομικής κρίσης που πλήττει όλους ανεξαιρέτως. Άλλωστε σε όλες τις δημοσκοπήσεις το πρόβλημα της πανδημίας αποτελεί και το πρώτο που απασχολεί τους πολίτες σήμερα με την ακρίβεια στην παρούσα φάση, να έπεται. Πολύ, δε, περισσότερο όταν η πανδημία δεν λέει να κοπάσει σε παγκόσμιο επίπεδο, σίγουρα όχι με ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης.

Η επένδυση στους νεκρούς της πανδημίας ενδεχομένως να αποσκοπεί σε μια μακροπρόθεσμη φθορά της κυβέρνησης. Όμως οι πολίτες δίνουν την απάντησή τους μέσω της καθήλωσης των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα σε ποσοστά χαμηλότερα, κατά πολύ, αυτών των εκλογών του 2019 και δεν ανταποκρίνονται ούτε στη ρητορική των υψηλών τόνων, ούτε στους ακραίους χαρακτηρισμούς ούτε στην προσπάθεια δημιουργίας ενός κλίματος οργής και αγανάκτησης.

Άλλωστε η ιστορία όταν επαναλαμβάνεται έχει τη μορφή φάρσας και σίγουρα το 2021 και το 2022 που έρχεται δεν έχει σχέση με το 2011 ή το 2014. 
Η κοινωνία εξακολουθεί να δείχνει το δρόμο αναζητεί όχι απλά μια αόριστη ελπίδα αλλά μια σιγουριά για έξοδο από το τούνελ. 
Προς το παρόν ο Κυριάκος Μητσοτάκης εμφανίζεται να ανταποκρίνεται σε αυτό το αίτημα. Με λάθη και παραλήψεις η κυβέρνησή του εξακολουθεί να διατηρεί προβάδισμα όχι απλά δημοσκοπικό αλλά ουσιαστικό ως προς την άσκηση πολιτικής. 
Διανύοντας ήδη το ήμισυ του τρίτου χρόνου παραμένει κυρίαρχη του παιγνιδιού και εναπόκειται στα χέρια της κατά πόσο ο λαϊκισμός θα επανέλθει στο προσκήνιο και θα επιβάλει τους δικούς του κανόνες.

Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το στοιχείο της παράστασης νίκης. 
Δηλαδή ποιος εκτιμούν οι πολίτες πως θα κερδίσει τις εκλογές. Είναι το στοιχείο που η διαφορά της ΝΔ Με τον ΣΥΡΙΖΑ παραμένει μεγάλη ξεπερνώντας τις 30 ποσοστιαίες μονάδες (30,8% στις τάσεις της MRB).

Η περίπτωση του ΚΙΝΑΛ από την άλλη δύναται να οδηγήσει σε εξελίξεις, όχι συνολικά ως προς το πολιτικό σκηνικό αλλά ως προς την υπόθεση της κεντροαριστεράς. Σε ένα καλό χρονικό σημείο τα φώτα της δημοσιότητας που στράφηκαν σε αυτό επιτρέπουν μια δημοσκοπική άνοδο, σχεδόν διπλασιασμό των ποσοστών που κατέγραφε μετά τις εκλογές του 2019.

Όμως ανάλογη εξέλιξη είχε σημειωθεί και το 2017 όταν η αείμνηστη Φώφη Γεννηματά εξελέγη πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ. Τα ποσοστά του κόμματος είχαν αγγίξει τότε και το 14% για να καταλήξουν όμως στις τελευταίες εκλογές στο 8,1%, μέσα και από την πόλωση που ευνοεί τα δύο πρώτα κόμματα.

Το κατά πόσο η δυναμική αυτή θα μετουσιωθεί σε πράξη και αν τελικά το ΚΙΝΑΛ θα καταλάβει χώρο στην κεντροαριστερά εκτοπίζοντας περαιτέρω τον ΣΥΡΙΖΑ, θα φανεί και θα εξαρτηθεί από την τακτική που θα ακολουθήσει.
Μια πλειοδοτική λογική και μια κόντρα για την... σκληρότερη αντιπολίτευση προς τη σημερινή κυβέρνηση θα ωφελήσει το κόμμα που σήμερα έχει τα μεγαλύτερα ποσοστά και μπορεί κάποια στιγμη αυτά να μετουσιωθούν σε κατάκτηση της εξουσίας

Ο Αλέξης Τσίπρας θα στείλει μήνυμα συμμαχίας ενδεχομένως και στην ομιλία του στο πλαίσιο της συζήτησης για τον προϋπολογισμό. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος χθες προετοίμασε το έδαφος. Ζήτησε τη συνεργασία όλων των σοσιαλιστικών και αριστερών κομμάτων κόντρα στην Κυβέρνηση και στην πολιτική που ασκεί στην οικονομία, τα εργασιακά, το ασφαλιστικό αλλά και την υγεία.

Η ανταπόκριση ή όχι του Νίκου Ανδρουλάκη αλλά και η τακτική που θα ακολουθηθεί θα δείξει κατά πόσο οι αλλαγές στο χώρο της κεντροαριστεράς – αριστεράς θα έχουν συνέχεια.

Σε κάθε περίπτωση όμως τα δεδομένα που υπάρχουν (και καταγράφονται) σήμερα δείχνουν ότι η κυβέρνηση και ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν κινδυνεύουν από αυτές τις ανακατατάξεις, εάν φυσικά υπάρξουν στο τέλος της ημέρας. 
Αντιθέτως, η όποια φθορά προκύπτει από πράξεις και παραλήψεις που συνδέονται με την πανδημία και τις επιπτώσεις της. Κυρίως από το μήνυμα και τα απτά αποτελέσματα της διαχείρισης και των επόμενων κρίσεων, όπως για παράδειγμα της ακρίβειας που τείνει να μετατραπεί σε βασικό «αντιπολιτευτικό» βραχίωνα μέσα από το πλήγμα που δύναται να προκαλέσει στην κοινωνική συνοχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: