Ο πρωθυπουργός είναι πλέον αντιμέτωπος με τα αδιέξοδα που δημιουργεί η δυσκολία αποδοχής των μέτρων και φλερτάρει ανοιχτά με σενάρια ρήξης.
Η δραματική κλιμάκωση της ρητορικής του κατά τις τελευταίες ώρες θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας -έστω ενθουσιώδης- επικοινωνιακός ελιγμός αν δεν επιχειρούσε...
να συνδέσει εμμέσως την εμπλοκή των διαπραγματεύσεων για την Ελλάδα, με το Brexit.
Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ήδη μια προγραμματισμένη Σύνοδο Κορυφής στις 29 Απριλίου για να συμφωνήσουν τη διαπραγματευτική γραμμή ενόψει της αποχώρησης της Βρετανίας. Το «τελεσίγραφο» του Αλέξη Τσίπρα για σύγκληση έκτακτης Συνόδου Κορυφής σε χρόνο παράλληλο με αυτή για το Brexit, αν δεν επιτευχθεί συνολική συμφωνία με τους θεσμούς μέσα στον Απρίλιο, έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται επικίνδυνοι συνειρμοί.
Θα μπορούσε να τους αποφύγει ο Πρωθυπουργός; Προφανώς. Αλλά ο σκοπός ήταν πιθανόν αυτός παρά την αναδίπλωση που επιχειρήθηκε στη συνέχεια: να χτίσει ακριβώς πάνω σε αυτό τον συμβολισμό, συνδέοντας υποδόρια το ελληνικό «πρόβλημα» με την πάντα υπαρκτή απειλή ενός ακόμη «Exit» που αυτή τη φορά θα αφορά την Ελλάδα.
Η κυβέρνηση θεωρεί πως δικαιούται και πάλι να αξιοποιήσει ως μέσο πίεσης προς την Ευρώπη την προοπτική της αποσύνθεσης, αντιστρέφοντας το επιχείρημα που αποδίδεται στο Schaeuble, όταν αν η Ελλάδα δεν προσαρμοστεί θα δει την πόρτα της εξόδου. Αυτή τη φορά σύμφωνα με το σκεπτικό του Μαξίμου, είναι η Ευρωζώνη που κινδυνεύει να δει την Ελλάδα να φεύγει αν δεν προσαρμοστεί στους όρους «βιωσιμότητας» που θέτει η κυβέρνηση.
Η χθεσινοβραδινή τηλεδιάσκεψη με τους δανειστές αναβλήθηκε λόγω των διαφωνιών που εξακολουθούν να υφίστανται. Αυτό δεν είναι καλό σημάδι ενόψει της Παρασκευής όπου ούτως ή άλλως κανείς δεν περιμένει ότι υπάρξει κάτι περισσότερο από μια «προκαταρκτική συμφωνία» για να επιστρέψουν οι δανειστές στην Αθήνα. Με την κυβέρνηση να έχει ανεβάσει κατακόρυφα τους τόνους και να ενισχύει συστηματικά τις επιθέσεις προς το ΔΝΤ που αναδεικνύεται και πάλι ως το μαύρο πρόβατο της διαπραγμάτευσης, θα ήταν ελπιδοφόρο αν το αυριανό Eurogroup δεν εξελιχθεί σε Βατερλό για την Ελλάδα.
Βρισκόμαστε σε ένα σημείο όπου οι ομοιότητες με το 2015 πληθαίνουν. Η οικονομία βρίσκεται σε δίνη αβεβαιότητας, το κόστος της καθυστέρησης πλήττει την ανάκαμψη και κάθε μέρα που περνά αυξάνει το λογαριασμό.
Όπως συνέβη και τότε, θα είναι η τροπή των γεγονότων που θα υποχρεώσουν τον Πρωθυπουργό να πάρει σύντομα αποφάσεις. Μια ολόκληρη χώρα περιμένει από την κυβέρνηση να απαντήσει επί μήνες αν μπορεί να σηκώσει στους ώμους της τους όρους της συμφωνίας που ισοδυναμεί με νέο διετές μνημόνιο, ή θα εγκαταλείψει πρόωρα, προσφεύγοντας άμεσα στην ετυμηγορία του εκλογικού σώματος.
Για την ώρα είναι εμφανές πως ο Αλέξης Τσίπρας ζυγίζει ακόμη την κατάσταση κρατώντας όλους τους διαδρόμους ανοιχτούς και παρακολουθώντας τις δημοσκοπήσεις.
Και τα δύο ενδεχόμενα είναι αυτή τη στιγμή εξίσου πιθανά. Ίσως μάλιστα η ιδέα των εκλογών ή του δημοψηφίσματος μέσα από συνθήκες καταγγελίας των δανειστών, να κερδίζει φαινομενικά έδαφος κρίνοντας από το σκηνικού πόλωσης που στήνεται μεθοδικά τα τελευταία 24ωρα τόσο στο μέτωπο της διαπραγμάτευσης όσο και σε αυτό των εξεταστικών επιτροπών που έχουν ως κύριο στόχο το ΠΑΣΟΚ.
Παρ όλα αυτά, η κοινή λογική και οι παρασκηνιακές διεργασίες που εξελίσσονται με άξονα την επίτευξη συμφωνίας, δικαιολογούν την εκτίμηση πως έχουμε μπει πλέον στην καρδιά της πολιτικής διαχείρισης του προβλήματος.
Εξαρχής στόχος της κυβέρνησης δεν ήταν να αποφύγει τις περικοπές των συντάξεων και τη μείωση του αφορολόγητου, αλλά να μην φορτωθεί αποκλειστικά η ίδια το πολιτικό κόστος της εφαρμογής τους τη χρονιά των εκλογών (2019) ώστε να διατηρήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων με ορίζοντα το μεγαλύτερο μέρος του 2018. Αυτή τη λογική εξυπηρετεί και η συμβιβαστική πρόταση να εφαρμοστούν πρώτα οι περικοπές των συντάξεων (1% του ΑΕΠ) και τη επόμενη χρονιά (2020) η μείωση στο αφορολόγητο, ή όλα μαζί αν εκτροχιαστούν οι στόχοι του 2018.
Η επιμονή του ΔΝΤ και του Βερολίνου για εμπροσθοβαρή εφαρμογή των μέτρων με επιχείρημα ότι πρέπει να «κλειδώσει» η επίτευξη των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5%, καθιστά δύσκολο τον συμβιβασμό και αυτό εξακολουθεί να ρίχνει νερό στο μύλο της αβεβαιότητας για το ποιο χαρτί θα επιλέξει να σηκώσει από το τραπέζι στο τέλος ο Πρωθυπουργός.
Του Βασίλη Γεώργα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου