Πριν πολλά πολλά χρόνια, δεν τα μέτρησα πόσα, ζούσα σ΄ένα αγροτόσπιτο, μια ομορφιά ήταν .!
Η γιαγιά μου, τρισέγγονη της αρχιμαγείρισσας του κυρ - Παλαιολόγου -έτσι τον έλεγε - εγώ και τριγύρω ένα περιβόλι με κίτρινες βιολέτες.
Στα νότια κοιτάζαμε τη θάλασσα κι απ΄ την άλλη πλευρά ένα λόφο με αμυγδαλιές.
Οι γείτονες στα δικά μας μέτρα, αγρότες, κτηνοτρόφοι . Όλο κι όλο καμιά δεκαπενταριά σπίτια, φυλάγαμε Θερμοπύλες, γιατί οι εχθροί, μεγάλοι και μικροί, το είχαν συνήθειο να μας επισκέπτονται και να αρπάζουν απ΄ τα φτωχά υπάρχοντά μας ό,τι τους γυάλιζε στο μάτι.
Κι εμείς βλέποντας την κατάσταση, αρκούμασταν στα απολύτως απαραίτητα και ξεχνούσαμε το παραπάνω χρειαζούμενο.
Ήταν μια ράτσα ανθρώπων περίεργη.
Τη γλώσσα τους δεν την καταλάβαινε κανένας μας. Άνοιγαν με κλωτσιές τις πόρτες και τους μαντρότοιχους και όταν έβριζαν, έφτυναν. .Απαίσιοι!
Τη γλώσσα τους δεν την καταλάβαινε κανένας μας. Άνοιγαν με κλωτσιές τις πόρτες και τους μαντρότοιχους και όταν έβριζαν, έφτυναν. .Απαίσιοι!
Όποιος αντιστέκονταν μάζευε της χρονιάς του. Το περίσσιο λάδι και το σιτάρι ήταν πάντα καλά κρυμμένο σε κρυψώνες μέσα στη γη.
Πάντα όμως οι άνθρωποι, όσο κι αν καταπιέζονται δε σταματούν να ονειρεύονται και μάλιστα τότε τα όνειρα και τα σχέδια είναι πιο γλυκά, γιατί είναι σχεδόν αδύνατο να πραγματοποιηθούν.
Κι εγώ κάθε που γέμιζε το φεγγάρι ξεχνιόμουνα στην απόλαυση της νυχτερινής πανδαισίας.
Για να πω και την αλήθεια ήταν κι ένα μυστικό που με κρατούσε ξάγρυπνη εκεί έξω, με ζέστη και με κρύο. Το χειμώνα φορούσα ό,τι ζεστό είχα, μια κάπα, χοντρές κάλτσες πούχε πλέξει η γιαγιά και το μάλλινο σάλι της δεμένο στο κεφάλι. Μόνο που τα πράγματα της γιαγιάς ήταν όλα μαύρα. Τόχα συνηθίσει όμως.
Πολλές φορές όταν χαλάρωνε, μετά το μεσημεριανό φαγητό πήγαινα και της έριχνα στις πλάτες την κόκκινη ζακέτα μου. Έδειχνε νεότερη και εγώ χαιρόμουνα.
Το καλοκαίρι έβγαινα ξεμανίκωτη.
Ξεγλιστρούσα στο φεγγαρόφωτο κι έβλεπα οπτασίες. Αυτή η απόλαυση της επαφής με τη γη μου έδινε την αίσθηση της ελευθερίας.
Δεν ήταν οπτασίες, γιατί αυτά, που ένιωθα τα άγγιζα, τα ακουμπούσα, τα μύριζα, μύριζα τις ευωδιές τους.
Αριστερά και δεξιά έστεκαν άγγελοι με επτά σπαθιά, φύλακες των αδυνάτων. Λαμπύριζαν τα ξίφη τους στο φεγγαρόφωτο και τους ένιωθα δικούς μου. Αφού συνήθιζα να τους λέω με τα μικρά τους Μιχαήλ, Γαβριήλ Αρχάγγελο, Άνακτα.
Αν τολμούσε κανένας ας μας άγγιζε!
Ποτέ δεν είχαν μπει οι άγριοι στο σπίτι μας. Να φοβόταν το χαμηλό μαντρότοιχο ή τους φύλακές μας;
Κι ύστερα ερχόταν αυτό το μυρωδάτο αεράκι που γέμιζε τα σωθικά με πνοή.
Μια ψυχούλα και εγώ στην απεραντοσύνη της γλυκιάς νύχτας να εύχομαι κάτι κι αυτό να γίνεται πραγματικότητα.
Θάταν αρχές του Μάρτη. Η φύση ευωδίαζε από τα ανοιξιάτικα άνθη. Η γιαγιά έπλεκε μια ζακέτα πορφυρή για μένα
Η βυσσινιά μας άφηνε τα ανυπόμονα μπουμπούκια της να ξεπροβάλλουν από τα κλαδιά σαν τα παιδιά που δεν κρατούνται στο κάλεσμα για παιχνίδι.
Φέτος θάχαμε καλή σοδειά. Η γιαγιά μου πάντα λέει να μην βιάζομαι να βγάλω συμπεράσματα για μικρά και μεγάλα καλάθια. Άλλος τα κανονίζει…
Εκείνη την πανσέληνο δε με χωρούσε το σπίτι μας. Άνοιξα τα παράθυρα, έκλεισα τις κουρτίνες. Η μοσχοβολιά της φύσης γέμιζε το σπίτι. Η γιαγιά μισοκοιμόταν στο μιντέρι, δίπλα στο τζάκι. Οι φωτογραφίες στο τοίχο με τους μακεδονομάχους της κρατούσαν συντροφιά.
Δεν ήθελα να την ανησυχήσω. Άνοιξα σιγά την εξώπορτα και γλίστρησα έξω στη δροσερή ατμόσφαιρα. της νύχτας. Το ρολόι του καμπαναριού χτυπούσε μεσάνυχτα. Η χαρούλα, η γάτα μας, κατάλαβε την ανησυχία μου και ήρθε και τρίφτηκε στα πόδια μου.
-Φύγε, της είπα φιλικά και τη χάιδεψα.
Ήθελα να μείνω μόνη.
Το φεγγάρι ακολουθούσε τα βήματα μου ως το ξέφωτο του κήπου. Μου φάνηκαν κάτι σαν σκιές. Στην αρχή τρόμαξα και κοκκάλωσα Τραβήχτηκα προς το μέρος του σπιτιού. Προσπάθησα να οξύνω τις αισθήσεις μου όσο μπορούσα. Φοβήθηκα να φωνάξω.
Αν ήταν κάποιος κακόβουλος κι άκουγε να φωνάζω τη γιαγιά μου, θάλεγε πως είμαι ένα κακομαθημένο, φοβητσιάρικο και μυξιάρικο κοριτσόπουλο. Πως μου ήρθε και φώναξα
-Αλέξανδρε, Παύλε που είστε;
Τα μεγάλα ονόματα πάντα φοβίζουν τους κακούς. Μονομιάς στο άκουσμα της ηχούς της φωνής μου, τα φύλλα της πορτοκαλιάς θρόισαν σαν να τα ακούμπησαν τεράστια πουλιά.
Ήταν κάτι σαν ξωτικά, δεν μπορώ να τα περιγράψω, όχι πως δεν θέλω, αλλά στην παραζάλη μου δεν έβλεπα και πολλά πράγματα.
-Άρτεμη! άκουσα να με φωνάζει μια αυστηρή φωνή. Σήμερα, δηλαδή απόψε, θα κάνουμε μια συμφωνία!
Αν μπορέσεις να απαντήσεις στην ερώτηση, θα μας ζητήσεις μια χάρη κι εμείς - άρα ήταν πολλοί - θα την εκτελέσουμε.
Η φωνή ερχόταν από μέσα από τη φυλλωσιά της δαμασκηνιάς.
Τι να κάνω η έρμη;
Σήκωσα τους ώμους.
-Δεν ξέρω, είπα δειλά.
Μα στη στιγμή το καλοσκέφτηκα και συμφώνησα.
Ήταν σαν να’ δινα το χέρι για συμφωνία με αγνώστους με αόρατους. Για να είμαι ειλικρινής έκανα μια τέτοια κίνηση, αναθάρρεψα, αλλά ποιο χέρι να σφίξω, όταν δεν είναι ορατός ο αντίπαλος.
-Λοιπόν, ακούστηκε ξανά η φωνή, επειδή ο χρόνος τρέχει κι εμείς πρέπει να εξαφανιστούμε σε λίγο, πες μας, αν ξέρεις, πόσα φύλλα άνηθου και δυόσμου έριχνε μέσα σε ένα τσουβάλι ρύζι για τα σαρμαδάκια η προγιαγιά σου στο παλάτι του κυρ-Κωσταντή Παλαιολόγου.
-Πάγωσα !Που να ξέρω, εγώ μικρό κορίτσι τώρα τέτοιες λεπτομέριες κουζινικές. Τάχασα.!
Αισθάνθηκα κάτι ζεστό στο χέρι. Ο Αρχάγγελος που έστεκε δίπλα μου, μου έδωσε ένα αστέρι στη χούφτα κι έσκυψε στο αυτί μου
-Κράτα το γερά! .Είναι το αστέρι της γνώσης. Μην σου το πάρουν μπαμπέσικα!
Καμώθηκα πως σκεφτόμουν .Τι να κάνω η άμοιρη!
-Εβδομήντα επτά χιλιάδες φύλλα άνηθου
Κι εξήντα τρεις χιλιάδες δυόσμου
Κι αν πάλι θέλεις να σου πω
Χίλια επτακόσια πενήντα τρία σπυριά μπαχάρι
Για να χορτάσουν δυόμιση χιλιάδες νομάτοι.
-Εντάξει, απάντησε η φωνή.
Τώρα μπορείς να διατάξεις ό,τι θέλεις να γίνει.
Δεν ήμουν έτοιμη. Είχα ένα σωρό επιθυμίες, αλλά ποια να πρωτοσυλλαβήσω;
Έσφιξα το τυχερό μου αστέρι στη χούφτα, πήρα δύναμη και τόλμησα
-Όλα του κόσμου τα παιδιά, να είναι ευτυχισμένα, και πάντα να έχουν μια αγκαλιά, μέσα της να χωρούνε.
-Ό,τι είπες θα γίνει !
Σε χαιρετούμε τώρα και σ’ άλλο φεγγάρι θα τα ξαναπούμε.
Κείνη τη χρονιά όλα τα ζωντανά και τα άψυχα ακτινοβολούσαν από ευτυχία.!
Οι κακοί δεν ξαναεμφανίστηκαν στο τόπο μας.
Είπαν πως έπιασαν χολέρα.
Τα λουλούδια όλα είχαν το διπλάσιο μέγεθος .οι καρποί στα δέντρα και στους θάμνους ήταν πιο ζουμεροί και νόστιμοι. Πουθενά δε γινόταν πόλεμος.
Η Ειρήνη κρατούσε τα σκήπτρα του κόσμου όλου. Οι άνθρωποι αγαπιόταν μεταξύ τους και τα παιδιά ήταν ευτυχισμένα. Εξαφανίστηκαν τα τριβόλια και τα γαϊδουράγκαθα, λες κι έπεσε πάνω του κατάρα.
Η Ειρήνη κρατούσε τα σκήπτρα του κόσμου όλου. Οι άνθρωποι αγαπιόταν μεταξύ τους και τα παιδιά ήταν ευτυχισμένα. Εξαφανίστηκαν τα τριβόλια και τα γαϊδουράγκαθα, λες κι έπεσε πάνω του κατάρα.
Τα στάχια των σιταριών είχαν δεκαπλάσιους σπόρους από τα προηγούμενα χρόνια.
Και εγώ πλασματάκι μικρό μια κουκίδα στο πλανήτη ανάπνεα ευτυχισμένο. Η γιαγιά δε παραπονιόταν για τα αρθριτικά της. Όλα κυλούσαν ήρεμα στο ρυάκι που πηγάζει από τη πηγή του βουνού και κουβαλάει τη δροσιά του στα σπαρτά του κάμπου.
Κάθε τόσο άνοιγα το τρίχινο ταγάρι και χάιδευα το δώρο του Αρχάγγελου, το αστέρι της γνώσης. Τόχα φυλακτό κι αυτό μούδινε γνώση και χάρη.
Πέρασε πολύς καιρός κι ένα βράδυ το φως μίας άλλης πανσελήνου έμπαινε στο άδειο σπίτι .Η γιαγιά μισοκοιμόταν με το τσιγκελάκι και το εργόχειρο στη κουνιστή καρέκλα.
Ανήσυχη, όπως πάντα, λες και το γεμάτο φεγγάρι άνοιγε παλιά τεφτέρια στο μυαλό, λες και ανασκάλευε μνήμες.
Η σκιά μου έδειχνε τεράστια. Μα αντί για μια σκιά έβλεπα τριγύρω μου δέκα όμοιες με κέντρο τον εαυτό μου σα να ήμουν ηλιακό ρολόι.
Τότε άκουσα ένα δυνατό θρόισμα στα φύλλα .Τα σπαθιά των Αγγέλων άστραψαν όπως τότε, την πρώτη φορά.
Αναθάρρεψα ! Έστεκαν φύλακες!
Η θάλασσα στο βάθος αντιφέγγιζε το θαμπό φως και σιγομουρμούριζε γνώριμα μοτίβα .Στις απέναντι κορφές έλαμπε το χιόνι, ανταποδίνοντας έτσι το χαιρετισμό στη νυχτερινή λάμψη της πανσελήνου. Ένα αόρατο χέρι με κράτησε στη θέση μου
Ανατρίχιασα !Μου κόπηκε η ανάσα!
Δεν έβλεπα κανένα !Είχα ακούσει ιστορίες για ξωτικά, μάγισσες αλλά τώρα ήμουν μόνη, μαρμαρωμένη από το φόβο, δίπλα στη μεγάλη βερικοκιά!
-Εσύ που ξέρεις τα πολλά
Κι ο νους σου κατεβάζει
Πόσα καντάρια ασημικά
Φτιάχνουνε τα καντήλια
Που καίνε στη Μεγαλόχαρη
Μες στην Αγιά Σοφία;
Σκέφτηκα να φωνάξω βοήθεια, αλλά δεν είχα φωνή, ούτε δύναμη. Αισθάνθηκα το γνώριμο άγγιγμα στο χέρι και άκουσα τη φωνή του φύλακα να μου λέει
-Πάρε αυτό
Μου χάρισε το δεύτερο αστέρι της σοφίας.
-Χίλια καντάρια ασήμι και χρυσάφι είναι λίγα για να φτιαχτούν, μα κι άλλα τόσα αν σου πω ίσως περισσέψει λίγο.
Αν προτιμάς πάλι
Να πας να πεις της μάνας σου
Να πάει να τα ζυγίσει.
Μήτε ζυγός τα σήκωσε
Μήτε θα τα σηκώσει,
Γιατί βαραίνει περισσότερο
Η δόξα και η τιμή τους
Άλλος μιλούσε, όχι εγώ!
-Για τα σοφά σου λόγια, ακούστηκε η φωνή, διέταξε και θα γίνει ό,τι πεις!
-Να υπάρχει αγάπη στο κόσμο!
Περάσαμε πολύ καιρό όλος ο κόσμος αγαπημένος. Οι γείτονες γλεντούσαν μαζί, τα αδέλφια
ήταν αγαπημένα, τα αγρίμια έμπαιναν στις αυλές των σπιτιών και δεν πείραζαν κανέναν.
Μια μέρα μάλιστα ένα μικρό αλεπουδάκι μπήκε στο δικό μας κι έμεινε για πολύ καιρό μαζί μας .Οι αποθήκες γέμισαν αγαθά, λες και όλα ήταν ευλογημένα.!
Με φυλακτά μας τα αστέρια γνώσης και της σοφίας, της υπομονής και της καλοσύνης μεγάλωνα.
Μια μέρα γιορτινή ήρθαν δύο καβαλάρηδες από μια μακρινή πολιτεία και μας άρπαξαν, χωρίς καμιά εξήγηση.
Ταξιδεύαμε σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες πάνω στην άμαξα που έσερναν τρία πανέμορφα άλογα, το ‘να λευκό το άλλο καφέ και το τρίτο παρδαλό .Περάσαμε ποτάμια, λιβάδια, λίμνες και χωριά. Φθάσαμε στη λαμπρή πολιτεία που τη στόλιζαν χιλιάδες φώτα χρωματιστά. Μας οδήγησαν στο παλάτι του βασιλιά.
Μια καλοσυνάτη γυναίκα μας βοήθησε να πλυθούμε, μας έδωσε καθαρά ρούχα μεταξωτά και μας έστρωσε βασιλικό τραπέζι να φάμε.
Και του πουλιού το γάλα ήταν εκεί !
Είχαν ακούσει για μας κι ο βασιλιάς διέταξε να πάνε να μας βρουν και να μας φέρουν στο παλάτι.
Μετά από τρεις μέρες μας δέχτηκε ο βασιλιάς .Ένας δίκαιος άρχοντας και μια πανέμορφη βασίλισσα.
Δεν πίστευα στα μάτια μου!
Μας ζήτησαν να μείνουμε για πάντα στο παλάτι. Δεχτήκαμε με έναν όρο όποτε θέλουμε να επισκεφτούμε το φτωχικό μας .
Η γιαγιά ήταν ευτυχισμένη .Έπλεκε τα εργόχειρά της, έκανε βόλτες στο βασιλικό κήπο και κάπου –κάπου έδινε οδηγίες μαγειρικής στο μάγειρα.
Εγώ απέκτησα τη φήμη της παραμυθούς.
Έτσι στις βασιλικές γιορτές είχα το πρώτο λόγο. Όλοι κρεμόταν από τα χείλη μου. Άλλο που δεν ήθελα .Άρχισα τότε να τους λέω για τον Αλέξανδρο, που διέσχισε τα ποτάμια της Ασίας με τα Μακεδονικά άλογα, για τον Παύλο Μελά που ήταν εγγόνι του Αλέξανδρου, για τον μαρμαρωμένο Βασιλιά που κάποια μέρα θα σηκωθεί και θα ξαναπάρει την Πόλη, για τον Αθανάσιο Διάκο, τον ηρωικό παπά και για τη Μπουμπουλίνα που άξιζε όσο πέντε χιλιάδες άνδρες.
Καλά τα παλάτια και οι βασιλιάδες, αλλά κάποια μέρα θελήσαμε, περισσότερο εγώ, να επιστρέψουμε στα δικά μας λημέρια.
Τότε ο Βασιλιάς διέταξε να γίνει μια μεγάλη γιορτή αποχαιρετισμού.
Τι πάντες, τι ταχυδακτυλουργοί, τι μουσικοί!
Με δάκρυα στα μάτι αποχαιρετισθήκαμε Φόρτωσαν πενήντα άμαξες ασήμι και χρυσάφι και άλλες τόσες με μεταξωτά και μας συνόδεψαν.
Πήραμε το δρόμο της επιστροφής με ανάμεικτα συναισθήματα. Χαιρόμουν που μετά τόσο καιρό επιστρέφαμε στο σπίτι μας και στενοχωριόμασταν που αφήναμε αγαπημένους ανθρώπους πίσω.
Ταξιδέψαμε μέρες και νύχτες ωστόσο κάποτε φθάσαμε στο τόπο μας. Στη θέση του παλιού μας σπιτιού αντικρίσαμε ένα πανέμορφο παλάτι με σιντριβάνια και εξωτικά πουλιά, με φοίνικες, τριανταφυλλιές και ευωδιαστά λουλούδια. Ο κήπος μοσχομύριζε λεμονανθούς.
Οι φίλοι μας είχαν δώσει εντολή να γίνουν όλα αυτά για να μας ευχαριστήσουν.
Την άλλη μέρα κιόλας συμφωνήσαμε με τη γιαγιά να μοιράσουμε τους θησαυρούς που μας έδωσε ο βασιλιάς και η βασίλισσα σε αυτούς που πραγματικά είχαν ανάγκη. Αφού κρατήσαμε τα απαραίτητα για μας, δώσαμε στα ορφανά, στους ανήμπορους, στους ταλαιπωρημένους
Κάθε τόσο ανοίγω το τρίχινο ταγάρι και χαϊδεύω τα αστεράκια μου της γνώσης, της σοφίας, της υπομονής, της καλοσύνης, της αγάπης.
Τώρα ξέρω πως η ευτυχία των διπλανών μου είναι και δική μου κι όταν βλέπω τους γύρω μου χαρούμενους εγώ χαίρομαι τη χαρά τους περισσότερο. Κάθε γέμιση φεγγαριού μετρούσα τα άστρα μου ήμουν πλούσια .Άστραφταν πιο πολύ τα δικά μου από τα του ουρανού, που έλαμπαν μακριά μου. Ήταν ομόδικα μου, μου ανήκαν, ήταν προίκα μου. Τα άλλα τα χάζευα από παρασάγγες μακριά ενώ τα δικά μου τα χάιδευα, τα χαιρόμουνα. Μου έδιναν τη λάμψη τους, τη σιγουριά κι εγώ.. τα είχα πολύτιμα.
Συναντήσαμε παράξενους ανθρώπους με παράξενες λαλιές και ενδυμασίες, ξένες συνήθειες και γιορτές, παράδοξα λόγια και γεύσεις, αλλόκοτες χαρές και λύπες μα εμείς προτιμήσαμε τα φτωχά και τα απλά, τα κοντινά.
Χίλια χρόνια πέρασαν από τότε και κάθε φορά που τα αναπολώ, θαρρώ πως τώρα δα μου έτυχαν.
Οι περιπέτειες της ζωής μοιάζουν με όνειρο θερινής νύκτας που γρήγορα ξεθωριάζει, αλλά μένουν οι εμπειρίες και τα παθήματα γίνονται μαθήματα.
Τώρα που γέρασα με άσπρα μαλλιά, μετρώ το ξεθώριασμα του χρυσαφιού των μαλλιών μου τη χαμένη λάμψη της νιότης, μα πάνω από όλα λογαριάζω τις εμπειρίες της μικρής ζωής.
Τι είναι χίλια χρόνια ζωής;
Μια σταγόνα στην αιωνιότητα, ένα θαμπό άσπρο στο γαλαξία που μας περιβάλλει.
Μια σταγόνα στην αιωνιότητα, ένα θαμπό άσπρο στο γαλαξία που μας περιβάλλει.
Η μυωπία των παθών που δεν αφήνει να δούμε τα πράγματα όπως είναι, δεν μας αφήνει να ζούμε καλύτερα.
Ζήσαμε όμως καλύτερα έχοντας οδηγό το μέτρο και τη σοφία των αστεριών
Βασιλική Πουλιούδη
Ένα ακόμη παραμύθι του Γιώργου Χειμωνά με την φωνή της Μαρίας Φαραντούρη!
Ένα ακόμη παραμύθι του Γιώργου Χειμωνά με την φωνή της Μαρίας Φαραντούρη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου