Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για φορολόγηση των «υπερκερδών» των τραπεζικών ιδρυμάτων απορρίφθηκε με τον πιο επίσημο και κατηγορηματικό τρόπο από τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος επέλεξε, μάλιστα, από το Λονδίνο και μιλώντας με επενδυτές να διαβεβαιώσει ότι παρότι η κυβέρνηση αναγνωρίζει το πρόβλημα, που αντιμετωπίζουν οι πολίτες στις σχέσεις τους με τις τράπεζες, η φορολόγηση δεν είναι στα μέτρα, που η κυβέρνηση εξετάζει.
Ο πρωθυπουργός το επανέλαβε και κατά την ομιλία του στη Βουλή, αναγνωρίζοντας ότι «υπάρχουν ζητήματα, τα οποία χρήζουν αντιμετώπισης», όπως οι υψηλές προμήθειες, τα χαμηλά επιτόκια στις καταθέσεις, τα στεγαστικά δάνεια που δεν δίνονται με τον κατάλληλο ρυθμό, ακόμη και τα ακίνητα... τα οποία διαθέτουν οι τράπεζες, τα οποία δεν έχουν ακόμα εκποιήσει προκειμένου να αυξηθεί η προσφορά τους στην αγορά κατοικίας.
Η «δέσμη» μέτρων, που προετοιμάζουν το Μέγαρο Μαξίμου και το οικονομικό επιτελείο είναι εστιασμένη ακριβώς σε αυτές τις κατευθύνσεις, με στόχο τη μείωση των προμηθειών, αλλά και τη διευκόλυνση των πολιτών από τον τραπεζικό τομέα.
Ο πρωθυπουργός παραδέχθηκε ότι παρότι έχει ζητηθεί από τις τράπεζες να αντιδράσουν, η απάντηση τους δεν ικανοποιεί και προανήγγειλε «σύντομα παρεμβάσεις από την κυβέρνηση που θα αντιμετωπίσουν την ουσία αυτών των προβλημάτων», χαρακτηρίζοντας, ωστόσο, «πυροτεχνήματα» προτάσεις όπως την έκτακτη φορολόγηση τους, καθώς μια τέτοια κίνηση δεν θα έλυνε το πραγματικό πρόβλημα που οι πολίτες αντιμετωπίζουν. Η προαναγγελία του πρωθυπουργού παραπέμπει ουσιαστικά στη συζήτηση για τον Προϋπολογισμό, που αποτελεί το επόμενο «ορόσημο» για το πολιτικό σύστημα.
Η επικείμενη συζήτηση του Προϋπολογισμού στη Βουλή, σε χρόνο μακριά από οποιαδήποτε εκλογική αναμέτρηση, θα αποτελέσει ουσιαστικά την «αφετηρία» της πολιτικής αντιπαράθεσης για το επόμενο διάστημα, με τις πολιτικές δυνάμεις να λαμβάνουν «θέσεις μάχης» μέσα στο νέο πολιτικό περιβάλλον, που έχουν δημιουργήσει οι εξελίξεις στην κεντροαριστερά και η ανακατάταξη στα κοινοβουλευτικά δεδομένα.
Το ενδιαφέρον στρέφεται στην πολιτική σύγκρουση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Νίκο Ανδρουλάκη, στον απόηχο της συνάντησής τους, αλλά και της ανάληψης του θεσμικού ρόλου που έχει πλέον αναλάβει ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, ως αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και των δημοσκοπήσεων, που φέρνουν την Χαριλάου Τρικούπη στη δεύτερη θέση των μετρήσεων.
Ενδιαφέρον, όμως, αποκτά και η αντιπαράθεση ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ, την ώρα που ο Σωκράτης Φάμελλος δηλώνει ότι το κόμμα του είναι η πραγματική αξιωματική αντιπολίτευση. Σε αυτήν τη «διαμάχη», πάντως, το Μέγαρο Μαξίμου συνεχίζει να κρατά μια διακριτή στάση, κατατάσσοντας τον ΣΥΡΙΖΑ στο φάσμα του λαϊκισμού και το ΠΑΣΟΚ στις δυνάμεις εκείνες, που μπορούν να διαδραματίσουν τον ρόλο της αξιόπιστης αντιπολίτευσης, αν το επιλέξει.
Στη συζήτηση του Προϋπολογισμού, η κυβέρνηση προσέρχεται έχοντας ήδη «αναβαθμίσει» τον Προϋπολογισμό του 2025 ως το πρώτο οικονομικό βήμα σε έναν πολιτικό «οδικό χάρτη», που φθάνει στις επόμενες εθνικές εκλογές το 2027, με τους επόμενους δύο Προϋπολογισμούς του 2026 και του 2027, να είναι «στοχοπροσηλωμένοι» στην ολοκλήρωση του αφηγήματος για την ενίσχυση των εισοδημάτων, με τρόπο μόνιμο και σταθερό και την περεταίρω μείωση των φόρων, τη μεσαία τάξη στην αιχμή του δόρατος της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, με τη διαβεβαίωση, πάντα, της τήρησης των δημοσιονομικών κανόνων, που θα διασφαλίζει την παραμονή «στις ράγες» της ελληνικής οικονομίας.
Το κυβερνητικό επιτελείο προτάσσει ως τίτλο αυτού του Προϋπολογισμού τις «12 μειώσεις φόρων και 12 αυξήσεις μισθών» που προβλέπονται, βάζοντας παράλληλα σε πρώτο πλάνο όχι μόνο την αύξηση του κατώτατου μισθού για μια ακόμη χρονιά, αλλά τη διασφάλιση ότι η μείωση του δεν θα επιτρέπεται πλέον, με την καθιέρωση του αλγορίθμου, που θα χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του και τη δέσμευση ότι έως το 2027 θα φθάσει τα 950€ με τον μέσο μισθό να φθάνει ή και να ξεπερνά τα 1.500€.
Παρά το πλαίσιο βελτίωσης των οικονομικών συνθηκών, που θέτουν στους πολίτες, στο κυβερνητικό επιτελείο εξακολουθούν να βλέπουν τις πληθωριστικές πιέσεις και την ακρίβεια ως «τροχοπέδη» για να γίνει αντιληπτή αυτή η βελτίωση στην καθημερινότητα των νοικοκυριών.
Η συζήτηση για μείωση των συντελεστών ΦΠΑ «κλείνει» σε κάθε ευκαιρία, θεωρώντας ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα πλέον είναι ο συσσωρευμένος πληθωρισμός μίας τριετίας και εκτιμώντας ότι μόνο η αύξηση των εισοδημάτων αποτελεί την κατάλληλη απάντηση στη διαχείριση του.
Όπως πάντα συμβαίνει, η πολυήμερη συζήτηση για τον Προϋπολογισμό αναμένεται να δώσει τον τόνο των πολιτικών συσχετισμών, που από την αρχή του νέου έτους θα αποτυπωθούν και στα δύο επόμενα μείζονα και ανοιχτά θέματα της πολιτικής ατζέντας, την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και τη συνταγματική αναθεώρηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου